Reviews The Graduate

26 Αυγούστου 2020 |

0

The Graduate

Σκηνοθεσία: Μάικ Νίκολς

Παίζουν: Ντάστιν Χόφμαν, Αν Μπάνκροφτ

Διάρκεια: 105′

Ο Μπεν Μπράντοκ μόλις έχει αποφοιτήσει από το κολέγιο και επιστρέφει στο καλιφορνέζικο πατρικό του, όπου τυγχάνει ενθουσιώδους υποδοχής από τους υπερήφανους πλούσιους γονείς τους και τον περίγυρό τους. Μολονότι κουβαλά στις αποσκευές του την αριστεία σε διάφορους τομείς, δεν μοιάζει να έχει γεμίσει με εμπειρίες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον οδηγό του για το μέλλον. Τη φυσική για την ηλικία του σύγχυση εκμεταλλεύεται η κυρία Ρόμπινσον, η γοητευτική μα παντρεμένη επιστήθια φίλη των γονιών του, η οποία επιχειρεί να τον αποπλανήσει.

Οι δύο τους εμπλέκονται στην ερωτική περιπέτεια με εντελώς διαφορετικά κίνητρα. Για τον εικοσάχρονο Μπεν, που έχει ζήσει μία ζωή άρτια και δαφνοστεφανωμένη, είναι η ευκαιρία να αφυπνιστεί σεξουαλικά, να διαβεί μία μη ενδεδειγμένη οδό, να ταράξει τα εφιαλτικώς λιμνάζοντα νερά της τόσο νεαρής ακόμη ζωής του.

Ο ίδιος δεν ποθεί την κυρία Ρόμπινσον, αλλά την επαναστατική ενέργεια, τη ρήξη με την καθεστηκυία τάξη της ανώτερης γενιάς μέσω της σεξουαλικής άλωσής της. Ακόμα και αυτό όμως το αντιμετωπίζει μέσα από την ευνουχιστική αντίληψη που του έχουν επιβάλλει οι γονείς του: βραχυκυκλωμένος από το άγχος και παθητικά.

Η ώριμη κυρία από την άλλη, εμφανώς αηδιασμένη με τον εαυτό της και την αλκοολική καθημερινότητά της, βλέπει στο πρόσωπο του Μπεν μία ευκαιρία να θυμηθεί ότι είναι ακόμα ζωντανή. Αδυνατεί να απολαύσει τους καρπούς της πλουσιοπάροχης ζωής της, η πισίνα και το γεμάτο με κάθε λογής ακριβά ποτά μπαρ του σαλονιού την κάνουν να ασφυκτιά, ενώ το στενό δωμάτιο που στεγάζει το σεξουαλικό της αμάρτημα της επιτρέπει να κρύψει τις απογοητεύσεις της, την πικρία της για τη μη ζωή που διάγει, της ανατρέπει για λίγο την εξαντλητικά γραμμική πορεία προς τον θάνατο. Η αναγνώριση της σεξουαλικής της αύρας, αυτής της γυναίκας-κυνηγού που εμπαίζει και υποτιμά το ίδιο της το θήραμα, δεν είναι τίποτα άλλο από μία οπιώδη εφεύρεση αντίστασης σε μία θλιβερή ρουτίνα.

Ο θεατράνθρωπος Μάικ Νίκολς, προερχόμενος κινηματογραφικά από τον θεατρογενή ογκόλιθο του Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, εγκαταλείπει εμφατικά σε τούτη τη δεύτερη μόλις ταινία του την άνεση του σανιδίου. Και αυτό διότι ο Πρωτάρης όπως ζωντάνεψε στην οθόνη από τις σελίδες του ομώνυμου βιβλίου του Τσαρλς Γουέμπ, είναι μία ακραιφνώς κινηματογραφική δημιουργία και μάλιστα ιδιαιτέρως τολμηρή. Εμπνεόμενος από ευρωπαϊκά αφηγηματικά ρεύματα (οι επιρροές της Νουβέλ Βαγκ στη δομή και του Βρετανικού Νέου Κύματος στην αφηγηματική και αισθητική αποτύπωση είναι έκδηλες), εμπιστεύεται ριζοσπαστικές, σχεδόν πειραματικές, τεχνικές, συνθέτοντας ένα φιλμ ολόφρεσκο, αληθινά ρηξικέλευθο, πέραν της προβοκατόρικης θεματικής του.

Ο Μπεν, κινηματογραφείται να τρέχει με τρόπο που μοιάζει σαν να μένει ακίνητος, κολλημένος σε ένα σημείο, μη δυνάμενος να χαράξει δική του πορεία. Οι γωνίες λήψεις που επιλέγει μαρτυρούν το αρχικό δέος που περιβάλλει την κυρία Ρόμπινσον, που όσο ο νεαρός φτάνει στον πυρήνα της μίζερης ύπαρξής της σταδιακά εγκαταλείπει την εξίσωση, όπως και οι τεχνικές που δημιουργούν την αίσθησή του.

Ο απόφοιτος παίρνει τον έλεγχο της ζωής του, οδηγείται σε συνειδητές επιλογές και για πρώτη φορά κοιτά από θέση ισοδύναμη τη μεγαλύτερη γενιά, μαζεύοντας το θάρρος για να τη διαολοστείλει. Και ποιος θα μπορούσε να τον κατηγορήσει, αφού όλοι τους τον έβλεπαν σαν ένα άθυρμα ή ένα μέσο εξασφάλισης υστεροφημίας και αειφόρου επιχειρηματικής επιτυχίας, ακόμα και η κυρία Ρόμπινσον τον εκμεταλλεύτηκε για να συσκοτίσει τη δική της ολόφωτη δυστυχία.

Και κάπως έτσι οδηγείται ο θεατής στο μεγαλειώδες φινάλε, έναν από τους πιο εμβληματικούς αυτοσχεδιασμούς στην ιστορία του κινηματογράφου, που περικλείει σε μερικά δευτερόλεπτα σιωπής όσα δε χωρούν σε τόμους ολόκληρους. Ο Μπεν, αφού επαναστατήσει περιπετειωδώς, δικάζοντας και καταδικάζοντας μέσα σε μία εκκλησία όλες τις παραδεδεγμένες αξίες των πρεσβυτέρων με αιχμηρό δόρυ του τον τίμιο σταυρό του πουριτανισμού τους, τούτος ο περήφανος φυγάς, βλέπει το χαμόγελο του να σβήνει να εκτρέπεται στην αμηχανία, στο πίσω κάθισμα ενός λεωφορείου. Υπό τα άγρυπνα βλέμματα των υπόλοιπων μεσηλίκων επιβατών, οφείλει να δώσει απαντήσεις που δεν μπορεί να βρει σε ένα βασικό ερώτημα, το οποίο στην ουσία, με αλλαγμένους όρους, είναι το ίδιο από την αρχή του φιλμ: και τώρα τι μέλλει γενέσθαι;

Ο νεαρός εξακολουθεί μέχρι και την ύστατη ώρα να ετεροκαθορίζει την ύπαρξη του με γνώμονα την προηγούμενη γενιά, η ρήξη του με αυτήν έγινε με όρους αρνητικούς, αυτούς της αποσύνδεσης με το προγενέστερο, όχι της δημιουργίας ενός νέου modus vivendi διαφορετικού από το παλιό. Είναι το χαμόγελο που παγώνει και φέρνει το μεγάλο ερώτημα, την πικάντικη κατακλείδα του έργου: και αν γίνουμε τελικά και εμείς σαν τους γονείς μας, τι νόημα είχε τούτη η ανταρσία;

Με τις ερμηνείες κεντήματα των Ντάστιν Χόφμαν και Αν Μπάνκροφτ, μερικά από τα πιο αξιομνημόνευτα άσματα των Σάιμον και Γκαρφάνκελ και μία αίσθηση θερινής ευφορίας που φιλοξενεί τους προβληματισμούς του, περιβάλλοντάς τους με την αναγκαία επιπολαιότητα που υπαγορεύεται από την οπτική γωνία του πρωταγωνιστή, το φιλμ του Νίκολς αποτελεί ένα αληθινό ιερό τοτέμ του αμερικανικού σινεμά. Και είναι άφθαρτο στο χρόνο, επειδή ακριβώς κάθε νεότερη γενιά δικαιούται στα δικά της ξεσπάσματα, δίχως βέβαια να έχει καταστρώσει ένα «κοστολογημένο» πλάνο ζωής.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑