Σκηνοθεσία: Ματ Ριβς
Παίζουν: Άντι Σέρκις, Γούντι Χάρελσον
Διάρκεια: 140′
Τρία χρόνια μετά το Dawn of the Planet of the Apes, ο Ματ Ριβς επιστρέφει για να ολοκληρώσει αυτή την ανανεωμένη και φιλόδοξη νέα τριλογία του γνωστού saga. Το War for the Planet of the Apes εκτυλίσσεται λίγο μετά το τέλος της δεύτερης ταινίας όπου ο Σίζαρ και οι πίθηκοι μπλέκονται σε μια φονική αναμέτρηση με τον στρατό των ανθρώπων, που βρίσκεται υπό την ηγεσία ενός αδίστακτου Συνταγματάρχη. Μετά τις ανυπολόγιστες απώλειες των πιθήκων, ο Σίζαρ παλεύει με τα πιο σκοτεινά του ένστικτα και ξεκινά μια προσωπική αναζήτηση ώστε να εκδικηθεί για το είδος του. Όταν το ταξίδι του Σίζαρ τον φέρει αντιμέτωπο πρόσωπο με πρόσωπο με τον Συνταγματάρχη, οι δυο τους θα αναμετρηθούν σε μια επική μάχη που θα κρίνει τη μοίρα των δύο ειδών, αλλά και το μέλλον του πλανήτη.
Για να εκτιμηθεί το συγκεκριμένο έργο, αξίζει να γίνει μία σύντομη αναφορά στην original ταινία του 1968, καθώς και στο πρώτο μέρος της νέας τριλογίας. Ο πρώτος Πλανήτης των Πιθήκων, που γυρίστηκε σε μια εποχή μεγάλων πολιτικών αναταράξεων, όταν μαινόταν ο αγώνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα και ο ρατσισμός ήταν έντονος και πολύπλευρος, παρουσίαζε τους πιθήκους ως έναν εξελιγμένο και πολιτισμένο καταπιεστή και τους ανθρώπους ως βάρβαρα θηρία που ήταν αντικείμενο εκμετάλλευσης, καταδεικνύοντας παράλληλα, μέσα από το ξακουστό του φινάλε, το «μεγαλείο» της ανθρώπινης αυτοκαταστροφής.
Το Rise of the Planet of the Apes, βαδίζοντας στους θεματικούς κύκλους της ταινίας του 1968 δείχνει πως ο ιός που θα καταστρέψει την ανθρωπότητα προήλθε από την οικονομική αδηφαγία ενός -ειρωνικά- μαύρου επιστήμονα. Ταυτόχρονα εστιάζει στο πόσο ρατσιστικά αντιμετωπίζεται ο Σίζαρ στις φυλακές, ένας συμβολισμός που παραπέμπει άμεσα στη δουλική απάνθρωπη αντιμετώπιση των μαύρων από τους λευκούς (από την εποχή του Χριστόφορου Κολόμβου μέχρι σήμερα).
Εκεί επιλέγει με επιτυχία να επικεντρωθεί ο Ματ Ριβς. Η τρίτη ταινία του νέου saga συναντάει τους πιθήκους πλέον ως ένα είδος με Λόγο, που κατέχουν την ομιλία κι έχουν φτιάξει, κοινοβιακές και πρωτόγονες μεν, οργανωμένες δε, κοινωνίες. Και εκεί προκύπτουν η δύναμη και τα μεγάλα ερωτήματα της ταινίας, σε συνδυασμό με ένα εύρημα – ανατροπή που αποκαλύπτεται στα μισά του έργου. Τι διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα θηρία; Όταν ένα άλλο είδος έχει όλα τα στοιχεία κατά τον Πρωταγόρα και τον Αριστοτέλη που ορίζουν τον άνθρωπο, τι το διαφοροποιεί από τον άνθρωπο; Μήπως τελικά η «ανθρωπιά» δεν είναι αποκλειστικό ιδίωμα του ανθρώπου, ίδιως από τη στιγμή που είμαστε ένα είδος που, σε αντίθεση με τα ζώα (τα οποία έχουν τον κανόνα του πρώτου αίματος), δεν σκοτώνει από επιβίωση, αλλά από εκδίκηση, ενίοτε και από ευχαρίστηση;
Η αρχική σεκάνς του έργου τοποθετεί τον θεατή σε ένα καταπράσινο αφιλόξενο τοπίο ανάμεσα από στρατιώτες με συνθήματα μίσους στα κράνη του για τους πιθήκους, εικόνα που παραπέμπει άμεσα στο Platoon και στο Full Metal Jacket, εξισώνοντας τους πιθήκους με τους Βιετκόγκ. Αν αναλογιστεί κανείς πλέον πως αυτό που ξεχωρίζει τους πιθήκους με τους ανθρώπους είναι τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά και τα διαφορετικά τους ήθη, πόσο διαφορετικοί είναι τελικά οι πίθηκοι από τους Αφροαμερικάνους, από τους Σύριους, τους Πακιστανούς και τους Αλβανούς στα μάτια του Δυτικού λευκού;
Σεναριακά παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον η γκρίζα ηθικά πορεία του Σίζαρ, καθώς ως ηγέτης ενός καταπιεσμένου έθνους που ως άλλος Σπάρτακος – Μωυσής προσπαθεί να οδηγήσει το λαό τους προς την απελευθέρωση, υποκύπτει στα συναισθηματικά, «ανθρώπινα» πλέον, ελαττώματά του, καταπατώντας φραγμούς που έχει θέσει στην προηγούμενη ταινία, επιλέγοντας την εκδίκηση και βάζοντας τον εαυτό του μπροστά απ’ το σύνολο. Μεγαλύτερο βάθος σε αυτό το χαρακτήρα δίνει προφανώς το ταλέντο του Άντι Σέρκις (που έγινε γνωστός ως Γκόλουμ), που με τη βραχνή του φωνή του εκφράζει συνεχώς τον συναισθηματικό κόσμο του Σίζαρ, αλλά και τα εντυπωσιακά ψηφιακά εφέ της ταινίας που κάνουν τον Σίζαρ να μοιάζει πέρα για πέρα αληθινός.
Απέναντι του συναντάει τον Συνταγματάρχη (πολύ έξυπνα το σενάριο δεν του δίνει όνομα, ώστε να λειτουργεί πιο αφηρημένα και συμβολικά ο χαρακτήρας του), που ερμηνεύει εξαιρετικά ο χαμαιλέοντας Γούντι Χάρελσον (τόσο που δείχνει να το απολαμβάνει). Ο Συνταγματάρχης, με ξεκάθαρες ομοιότητες με τον Συνταγματάρχη Κουρτς του Αποκάλυψη Τώρα, καθώς έχει συναντήσει και αυτός τον τρόμο, φαντασιώνεται την ύπαρξη ενός καθαρού ανθρώπινου έθνος. Ενδιαφέρον έχει ότι όσο απάνθρωπος κι αν είναι ο στόχος του, τον ακολουθεί με συνέπεια ξεπερνώντας το άτομο του, σε αντίθεση με το Σίζαρ. Η σχέση αυτών των δύο λειτουργεί περίφημα στην ταινία, μιας και αλληλοκαθορίζονται και αλληοσκιαγραφούνται.
Ένα ακόμα πλεονέκτημα του War for the Planet of the Apes είναι το ρίσκο που ανέλαβε ο Ματ Ριβς να αλλάζει το ύφος, καθώς ξεδιπλώνεται η πλοκή. Όπως αναφέρθηκε στην αρχή, το σκηνικό θυμίζει έντονα Platoon, αλλά και Ράμπο: το πρώτο αίμα, μένοντας πιστό στη σκοτεινή ατμόσφαιρα του δεύτερου μέρους της τριλογίας. Στη συνέχεια, όμως, η ταινία μετατρέπεται με επιτυχία σε γουέστερν, κάνοντας τους πρωταγωνιστές να ομοιάζουν με ήρωες του Σέρτζιο Λεόνε και του Κουέντιν Ταραντίνο.
Στο τελευταίο μέρος, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, το δημιούργημα του Ματ Ριβς θυμίζει έντονα τη Μεγάλη Απόδραση, καθώς και τη Γέφυρα του Ποταμού Κβάι (ο συγγραφέας του Πλανήτη των Πιθήκων Πιέρ Μπουλ είχε γράψει και τη Γέφυρα του Ποταμού Κβάι, επομένως η ομοιότητα αυτή σίγουρα λειτουργεί και ως έμμεσος φόρος τιμής). Και εδώ το ζήτημα του ανθρώπινου ρατσισμού είναι εμφανές μέσα από τις ομοιότητες των πιθήκων με τους αιχμαλώτους πολέμου στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και με τους Εβραίους δούλους στην αρχαία Αίγυπτο.
Τέλος, ως προς τα θετικά του έργου σίγουρα πρέπει να γίνει μνεία και στην πολύ καλή φωτογραφία του Μαικλ Σέρεσιν, που συμβάλλει αποφασιστικά στη σκοτεινή ετοιμοπόλεμη ατμόσφαιρα. Παράλληλα, τον ίδιο σκοπό επιτελεί η μουσική του Μάικλ Τζιακίνο, που ισορροπεί με μαεστρία ανάμεσα στο έπος, στην υπόνοια και στο υποδόριο σασπένς. Τέλος, παρά το ότι γίνονται κάπως επιτηδευμένα, οι αναφορές σε ονόματα και αντικείμενα που συνδέουν την παρούσα ταινία με τον Πλανήτη των Πιθήκων του 1968, κατορθώνουν όντως να προκαλέσουν μία σινεφίλ συγκίνηση.
Από την άλλη, βέβαια, ως ελαττώματα πρέπει να αποδοθούν στον δημιουργό οι κάποιες σεναριακές ευκολίες που επιλέγονται για να προχωρήσει η πλοκή, αλλά κυρίως το εύκολο και βολικό φινάλε που δημιουργεί μια πικρία στο τέλος. Αυτό, όμως, δεν αρκεί ώστε να μειώσει τη δυναμική του War for the Planet of the Apes τόσο ως προς τα ζητήματα που θίγει όσο και ως προς τη δράση και την αισθητική απόλαυση που προσφέρει στον θεατή.