Σκηνοθεσία: Μπρέιντι Κόρμπετ
Παίζουν: Νάταλι Πόρτμαν, Ράφεϊ Κάσιντι, Τζουντ Λο, Στέισι Μάρτιν
Διάρκεια: 111′
Αμερική, 1999. Η δεκατετράχρονη Σελέστ επιστρέφει στην αίθουσα μετά από τις σχολικές διακοπές. Αυτή η μέρα όμως δε μοιάζει με καμία άλλη. Ένας συμμαθητής της κουβαλά μαζί του ένα όπλο, και αφού συστήνεται στην αίθουσα γαζώνει άπαντες παρόντες, σπέρνοντας τραγικούς θανάτους, και στο τέλος αυτοκτονεί. Η επιζήσασα της φρίκης και ερασιτέχνις μουσικός Σελέστ αποφασίζει να γράψει ένα τραγούδι για να χωρέσει μέσα της τον όλεθρο.
Με τη βοήθεια της αγαπημένης μεγαλύτερης αδερφής της λοιπόν συνθέτουν μία απλή, συγκινητική ποπ μπαλάντα που κερδίζει τα βλέμματα των παραγωγών και ξάφνου η νεαρή μετατρέπεται σε μουσικό είδωλο της χώρας. Και εκεί επεμβαίνει ο εικοστός πρώτος αιώνας, ένα ώριμο τέκνο της αφάνταστης, άλογης βίας και της μοναδικής ικανότητας της μετατροπής της οδύνης σε πλουτοπαραγωγική πηγή.
Η ταινία αφήνει την Σελέστ στα πρώτα της βήματα στην κινηματογραφική βιομηχανία και την επαναφέρει δεκαεπτά χρόνια μετά, σαν μία φαντασμαγορική pop star με σμπαραλιασμένη προσωπική ζωή, μία κόρη που δεν γνωρίζει καν πραγματικά και τις σχέσεις με την πάλαι ποτέ λατρεμένη αδερφή της τεταμένες. Η τριανταενάχρονη ντίβα δε θυμίζει σε τίποτα το ταπεινό θρησκευόμενο κορίτσι που έλαμψε από τα φλας των ανθρωποφάγων δημοσιογράφων στα χρόνια του ολέθρου. Ούτε και η μουσική της διαθέτει κάτι από την αθωότητα εκείνων των χρόνων, που επλήγησε τόσο βάναυσα αλλά βρήκε διέξοδο στη δημιουργικότητα. Με άλλα λόγια, ο, τι δε μπόρεσε να εξολοθρεύσει μία απάνθρωπη μαζική εκτέλεση ανηλίκων εξαφάνισε εμφατικά η βιομηχανία της pop.
Ο Μπρέιντι Κόρμπετ ξεκινά την ταινία του με ένα ισχυρότατο τράνταγμα. Η σκηνή μέσα στη σχολική αίθουσα είναι ορμητική, σπαρακτική, απρόσμενη. Η αρχική διαχείριση του σοκ γίνεται επίσης με ενάργεια. Η νεαρή Ράφεϊ Κάσιντι –με εντυπωσιακή λανθιμική παρουσία στο «Ελάφι»– είναι καθηλωτική ως επιβιώσασα της φρίκης. Χάνεται μέσα στον απύθμενο κόσμο της μουσικής (υπό)κουλτούρας, αποχαιρετά σταδιακά και δίχως να το καταλαβαίνει την ουσία της παρουσίας της, γίνεται ένα corpus δίχως animus. Σαστισμένη, σαν μία άλλη Αμερική που γνωρίζει τη φρίκη των mass shootings και της τρομοκρατίας, όπως δυστυχώς και εντελώς αχρείαστα ομολογεί η ταινία δια στόματος του αφηγητή Γουίλεμ Νταφό, ο άχαρος ρόλος τους οποίου ούτως ή άλλως περισσότερο υπηρετεί προθέσεις εντυπωσιασμού του Κόρμπετ πατά κομίζει κάτι ουσιώδες στο φιλμ.
Ωστόσο, ύστερα από σαράντα πέντε περίπου κινηματογραφικά λεπτά και μία ολόκληρη σεναριακή πράξη, ο Αμερικανός δημιουργός προβαίνει σε μία πρωτοφανούς επιπέδου απώλεια οποιασδήποτε αίσθησης ρυθμού και βυθίζεται σε μία ακατάσχετη μεγαλομανία που δε μπορεί να δικαιολογηθεί στο πλαίσιο μίας υποτιθέμενης ειρωνικής διάθεσης. Η ταινία του ποτέ δεν καταλήγει κενή νοήματος, τουναντίον, μπορεί κανείς με ευκολία να διαβάσει πολύτιμους προβληματισμούς σχετικά με την αποκτήνωση που προξενεί η μουσική βιομηχανία, την πλήρη αποτυχία διαχείρισης της τραγωδίας και την εργαλειακή αξιοποίησή της στο πλαίσιο της αδιάκοπης συσσώρευσης κέρδους. Όμως είναι τέτοια η απορρύθμιση του συνόλου –η οποία παρασέρνει και την Νάταλι Πόρτμαν, η οποία θαρρεί κανείς πως ερμηνεύει εκτός τονικότητας του όλου φιλμ– που οι σκέψεις του Κόρμπετ παραμένουν στην καλύτερη περίπτωση διακηρυκτικοί σκοποί του φιλμ, παρά γεννούν τη συναισθηματική δέσμευση του θεατή.
Εισάγοντας μία περσόνα που φέρνει σε Lady Gaga, η Πόρτμαν δείχνει να υπερπροσπαθεί και καταλήγει να διευθύνει ένα απρόσεκτο, άτονο, ξεκούρδιστο σύνολο κινηματογραφικών στοιχείων. Με ένα μοντάζ που διαλύει την αίσθηση του ρυθμού, αλλά και τα πρωτότυπα τραγούδια της υπερταλαντούχου Σία που χρονολογούνται εντός του φιλμ στις αρχές της δεκαετίες του 2000 αλλά μοιάζουν σαν να ξεπήδησαν από το 2015 και έπειτα, θαρρεί κανείς πως η αρχική αίσθηση που δημιουργεί ο Κόρμπετ συνθλίβεται σκόπιμα.
Δεν αντικαθίσταται όμως από τίποτα το ουσιώδες. Παρά μόνο από μία ανισόρροπη συλλογή από ενδιαφέρουσες σκέψεις, ερριμένες ατάκτως. Σε ένα βαθμό σαρκαστικό concert film, σ’ έναν άλλο δριμύ κοινωνικό κατηγορώ που (θεωρεί αυτάρεσκα πως) αφουγκράζεται τη σχέση του σύγχρονου αμερικανού με τη βία που πληροί κάθε έκφανση της ζωής του, σε ένα άλλο στάδιο ελλειπτικό ψυχικό προφίλ μίας σταρ σε νευρική κρίση. Τελικά, όμως, το φιλόδοξο αυτό φιλμ σε συνιστά τίποτα από όλα αυτά, παρά μία πολύ πιο επιφανειακή και pop από όσο φαίνεται ο δημιουργός του να πιστεύει.