Σκηνοθεσία: Delphine Coulin, Muriel Coulin
Παίζουν: Soko, Ariane Labed, Ginger Roman, Karim Leklou, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Μάκης Παπαδημητρίου, Sylvain Loreau, Pierre Deverines
Διάρκεια: 102’
Μεταφρασμένος τίτλος: «Γυρίζοντας τον κόσμο»
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία των αδελφών Coulin. Η πρώτη τους ήταν το εντυπωσιακό 17 κορίτσια (2011). Θυμίζω ότι σε εκείνη την ταινία παρακολουθούσαμε το πως η εγκυμοσύνη μιας κοπέλας οδηγεί 16 άλλες φίλες της και συμμαθήτριές της να επιδιώξουν να μείνουν επίσης έγκυες (για συμπαράσταση;), κάτι που προβληματίζει τόσο το σχολείο όσο και τη μικρή τους πόλη. Η πόλη είναι η Λοριάν (όσοι παρακολουθείτε γαλλικό ποδόσφαιρο, θα την έχετε ακουστά!) στη Βρετάνη. Είναι η γενέτειρα των δύο αδελφών σκηνοθετιδών, που αρέσκονται να τη χρησιμοποιούν (ως τώρα) και ως αναφορά αλλά και ως πεδίο δράσης και εξέλιξης του σεναρίου στις ταινίες τους.
Η ελληνογαλλική αυτή συμπαραγωγή έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που έληξε μόλις την περασμένη Κυριακή 13 Νοεμβρίου! Μάλιστα, τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στη Ρόδο, η οποία… έπαιξε το ρόλο της Κύπρου (σημείωση: ακατανόητη επιλογή, μιας που μια χαρά η Ρόδος θα μπορούσε να παίξει τη… Ρόδο, χωρίς να δημιουργούνται προβλήματα, όπως αυτά που αναφέρουμε παρακάτω). Την παγκόσμια πρεμιέρα της, πάντως, η ταινία την έκανε στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα», όπου και τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερου σεναρίου!
Μετά την ευδόκιμη θητεία τους στο Αφγανιστάν, τα μέλη ενός γαλλικού λόχου σταματούν για τρεις μέρες σε ένα υπέροχο θέρετρο στην Κύπρο για «αποσυμπίεση» πριν επιστρέψουν πίσω στην πατρίδα τους. Μέσα στο λόχο υπάρχουν τρεις κοπέλες. Οι δύο από αυτές είναι παιδικές φίλες. Μαζί μεγάλωσαν στο Λοριάν, μια πόλη της Γαλλίας όπου η μόνη επαγγελματική προοπτική που σου δίνεται είναι να γίνεις μισθοφόρος του γαλλικού στρατού. Είναι η Ορόρ και η Μαριάν. Είναι δύο κοπέλες που η αποστολή τους στο Αφγανιστάν τις άφησε σημάδια και ψυχολογικά τραύματα –όπως σχεδόν σε όλα τα μέλη του λόχου.
Εξ ου και θεωρείται απαραίτητη η «αποσυμπίεση». Βασικό χαρακτηριστικό της είναι η ψυχοθεραπεία κάθε μέλους του λόχου μπροστά σε όλους τους συναδέλφους, όπου με τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας θυμάται κάποιο περιστατικό σε όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστική αναπαράσταση. Κάποιοι όμως δεν θέλουν να θυμούνται. Κάποιοι δεν θέλουν να ξύνουν τις πληγές του (πολύ πρόσφατου) παρελθόντος. Τα κορίτσια θα γνωρίσουν δυο ντόπιους που τις φλερτάρουν. Αυτό θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερες αντιπαραθέσεις με τους άντρες της μονάδας. Αλλά και σε μία βίαια αντίδραση, η οποία θα αναγκάσει τις κοπέλες να ξανασκεφτούν τόσο τη θέση τους στο στρατό όσο και το μέλλον τους γενικότερα.
Ας ξεκινήσουμε το σχόλιό μας για τη συγκεκριμένη ταινία με λίγο καλαμπούρι. Στην Κύπρο (όπου υποτίθεται ότι σταματάει ο γαλλικός λόχος για την αποσυμπίεση) ποτέ κανείς δεν θα έπινε μπύρα «Μύθο» αλλά την «ΚΕΟ», τη μπύρα που παράγεται και καταναλώνεται μετά μανίας στο τρίτο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου! Δεν θα έπινε νερό «Ιόλη» αλλά νερά τοπικής εμφιάλωσης. Δεν θα δυσκολευόταν να μιλήσει αγγλικά μιας που τα αγγλικά είναι ουσιαστικά η δεύτερη επίσημη γλώσσα της χώρας. Και βεβαίως τα αυτοκίνητα στους δρόμους δεν θα ήταν αριστεροτίμονα, όπως σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά δεξιοτίμονα, όπως στην Αγγλία. Λεπτομέρειες, θα μου πείτε. Ναι, βεβαίως, και δεν μπορούν να αμαυρώσουν τη συνολική εικόνα της ταινίας. Θα ήταν καλύτερα όμως να μην υπήρχαν ώστε να μην επισημανθούν. Πάμε στο… παρασύνθημα.
Το σενάριο της ταινίας το συνυπογράφουν οι δύο (αδελφές) σκηνοθέτιδες και βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της μίας εξ αυτών, της Delphine. Και είναι το δυνατό σημείο της ταινίας, πέρα από τις ερμηνείες. Γιατί τόσο η Soko και η πολιτογραφημένη Ελληνίδα Ariane Labed όσο και οι Ανδρέας Κωνσταντίνου και Μάκης Παπαδημητρίου δίνουν ερμηνείες υψηλού επιπέδου. Επιστρέφοντας στα του σεναρίου και όσα αυτό επισημαίνει: Όντως, τα πράγματα μπορεί να είναι πολύ πιο δύσκολα για τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς μακριά από τα πεδία των μαχών όταν τραυματικά γεγονότα έχουν λάβει χώρα σε αυτά.
Δεν είναι τυχαίο ότι βετεράνοι πολέμου, ιδίως στις ΗΠΑ (που έτσι κι αλλιώς εμπλέκονται σε όλους τους σύγχρονους πολέμους) δυσκολεύονται να επανενταχθούν σε ευνομούμενες κοινωνίες μετά τη θητεία τους και συνήθως επιδιώκουν να ξαναστρατευθούν, να πάνε και πάλι στην πρώτη γραμμή, εκεί που ξέρουν ποιοι είναι και τι πρέπει να κάνουν. Αυτό που επισημαίνει επίσης η ταινία είναι πως για τις γυναίκες τα πράγματα ενδεχομένως να είναι πιο δύσκολα. Από την άποψη πως τόσο εντός όσο και εκτός στρατού, πέρα όλων των άλλων, έχουν να αντιμετωπίσουν και τον σεξισμό, που μπορεί να φτάσει μέχρι και σημεία μισογυνισμού.
Έχει σημασία πως η ταινία κάνει κι ένα σχόλιο πάνω στο υποκειμενικό βλέμμα. Ξεκινάει με ένα εντυπωσιακό πλάνο από τα υπέροχα μάτια της Labed και καθ’ όλη τη διάρκεια των «ψυχοθεραπειών» το ερώτημα δεν είναι το «τι θυμάσαι» αλλά το «τι είδες»! Κι εσύ, ο θεατής, μεταξύ των άλλων, βλέπεις στρατιώτες με στολές παραλλαγής, μπαρουτοκαπνισμένους, να σουλατσάρουν στα αρχικά πλάνα μέσα στη χλίδα ενός ξενοδοχείου, με πισίνες, γυναίκες με αποκαλυπτικά μπικίνι, άντρες με ακριβές βερμούδες και καλοντυμένα γκαρσόνια! Το βλέμμα, παιδιά, το βλέμμα!
Last but not least: o Ανδρέας Κωνσταντίνου και ο Μάκης Παπαδημητρίου είναι τα «καμάκια» που πλησιάζουν τις κοπέλες και λειτουργούν ως καταλύτες. Σε κάποια σκηνή της ταινίας η ηρωίδα που ερμηνεύει η Labed εξηγεί στον ήρωα που υποδύεται ο Κωνσταντίνου ότι, πέρα όλων των άλλων (και βιοποριστικών λόγων), κατατάχθηκε στο στρατό γιατί θεώρησε ότι με αυτόν τον τρόπο θα υπερασπιστεί τη Γαλλία! Η εντελώς αυθόρμητη δική του αντίδραση: ένα γέλιο και μια λέξη: «σοβαρά;». Τόσο απλό και τόσο αποκαθηλωτικό όλο αυτό για τους ανά τον κόσμο στρατόκαυλους, για τους ανά τον κόσμο παραπλανημένους…