Un Ηomme Ιdéal

Σκηνοθεσία: Γιαν Γκοζλάν

Παίζουν: Πιερ Νινέ, Ανά Ζιραρντό

Διάρκεια: 97’

Μεταφρασμένος τίτλος: “Ο συγγραφέας” 

Ο Ματιέ ζει μία ανήλιαγη, σε κάθε επίπεδο, ζωή. Από την επαγγελματική ιδιότητα του υπαλλήλου σε μία εταιρεία που αναλαμβάνει μεταφορές και μετακομίσεις μέχρι τη μονήρη και μοναχική του καθημερινότητα. Μόνη του αναλαμπή είναι η ερασιτεχνική συγγραφική του δραστηριότητα. Όχι όμως υπό τη μορφή διεξόδου και ανάτασης, αλλά με τη χροιά ιδεοληπτικής εμμονής. Ο Ματιέ είναι διατεθειμένος να κάνει πολλά και επιλήψιμα για να γίνει Συγγραφέας (όπως μας ενημερώνει και η κάπως επίπεδη ελληνική απόδοση του τίτλου), αλλά ακόμη περισσότερα και ακόμη πιο μεμπτά προκειμένου να γίνει Ο Ιδανικός Άνθρωπος, όπως δηλώνει ο πρωτότυπος γαλλικός τίτλος.

%cf%83%cf%85%ce%b3%ce%b3%cf%81%ce%b1%cf%86%ce%ad%ce%b1%cf%82-5

Η ταινία του Γιαν Γκοζλάν διευκρινίζει ευθύς εξαρχής τους άξονες στους οποίους θα κινηθεί. Άξονας πρώτος: σεναριακές ακρότητες που ξεκινούν από μία καλοδεχούμενη υπερβολή και φτάνουν -ιδίως στο φινάλε- στον βαθμό μιας αυθαίρετης (και υπέρμετρα βολικής για το ξεδίπλωμα της πλοκής) συρραφής από απιθανότητες. Άξονας δεύτερος: σφιχτοδεμένη σκηνοθετική διάρθρωση, με καλοστημένη κλιμάκωση των εντάσεων και χωρίς πολλές (γαλλικού τύπου) φλυαρίες ή φιοριτούρες.

Με ένα δίαυλο προσεγμένης τονικότητας να χτίζει συνετά την αγωνία από σκηνή σε σκηνή, χωρίς απότομα άλματα. Το θριλεροειδές φούντωμα της ταινίας είναι στιβαρό, διαθέτει αφηγηματική οικονομία και κινείται από τα αόρατα νήματα του μοντάζ και του ντεκουπάζ. Και είναι πολύ κρίμα που ξεφουσκώνει σε ένα φινάλε που αδυνατεί να δημιουργήσει την απαραίτητη ενσυναίσθηση. Άξονας τρίτος: η (όχι και τόσο επιτυχημένη) καλλιέργεια ενός α λα Πατρίσια Χάισμιθ σύμπαντος, με κυριότερες πλάγιες κινηματογραφικές αναφορές στην ταινία Γυμνοί στον Ήλιο (1960).

%cf%83%cf%85%ce%b3%ce%b3%cf%81%ce%b1%cf%86%ce%ad%ce%b1%cf%82-2

Ένας χαρακτήρας διπρόσωπος, με κάλπικη ταυτότητα, δραματικά παγιδευμένος σε ένα – βρώμικα ηλιόλουστο- ειδυλλιακό σύμπαν του φαίνεσθαι. Ένας ερασιτέχνης τυχοδιώκτης, αναγκασμένος να τραβήξει το σκοινί μέχρι τα ακραία όριά του. Ο Πιερ Νινέ, που έγινε ευρέως γνωστός μέσα από την ταινία Yves Saint Laurent (2014), υποδυόμενος τον βαρόνο της υψηλής ραπτικής, είναι εξοπλισμένος με το κατάλληλο σουλούπι, βλέμμα και πρόσωπο.

Αποδίδει με άνεση το πλάσμα που θα φερθεί σαν αγρίμι διατηρώντας ύφος κουταβιού, την εύπλαστη περσόνα που έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη απατεώνας, περισσότερο για να ικανοποιήσει την πρωτόλεια ανάγκη εύρεσης ταυτότητας. Ένα κατά βάση ατάλαντο άνθρωπο, που επιδεικνύει ταλέντο ελιγμών σε διάφορα κομβικά σημεία. Δυστυχώς, η ταινία αφήνει ενίοτε ξεκρέμαστο τον κεντρικό της πρωταγωνιστή, μεταδίδοντας την ίδια αίσθηση που διατρέχει τον χαρακτήρα που υποδύεται: ότι είναι ολίγον φτιαχτός και ουρανοκατέβατος.

%cf%83%cf%85%ce%b3%ce%b3%cf%81%ce%b1%cf%86%ce%ad%ce%b1%cf%82-4

Από εκεί και έπειτα, σε δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης και παρατήρησης, Ο συγγραφέας επιδίδεται σε πολλές μικρές τσιμπιές από δηλητήριο, χωρίς ποτέ να δαγκώνει με την ορμή και την κακία που θα λαχταρούσαμε. Ο Γκοζλάν αφήνει ένα ανεπαίσθητο βιτριολικό σχόλιο για πολλά και διάφορα θέματα, τα οποία θα μπορούσαν, υπό άλλες συνθήκες, να φανούν τρομερά διεγερτικά. Για την επίπλαστη και νόθα φύση της new age καλλιτεχνικής αναγνώρισης και δημοφιλίας.

Για το ψέμα, που δεν μπορεί ποτέ ακριβώς να λογιστεί ως απόλυτη αμαρτία, όταν είναι ενταγμένο σε ένα κόσμο προϋπάρχουσας υποκρισίας και βιτρίνας. Σε ένα κόσμο όπου τα ράσα κάνουν πάντοτε τον παπά και το τυπικό υπερισχύει του ουσιώδους, η αλήθεια εύλογα σχετικοποιείται επικίνδυνα και ασταμάτητα. Για την τέλεια «αληθινή» εικόνα που παλεύουμε να εκπέμψουμε, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μόνο σε ένα ψεύτικο και οιονεί νεκρό κόσμο, μόνο σε ένα καθεστώς πλήρους απουσίας. Ακόμη ακόμη, για την ιστορική (αλλά και κάθε είδους) μνήμη που καπηλεύεται και καθίσταται εμπορεύσιμο προϊόν, χωρίς δικλείδες και κανόνες και χωρίς να ιδρώσει το αυτί κανενός.

%cf%83%cf%85%ce%b3%ce%b3%cf%81%ce%b1%cf%86%ce%ad%ce%b1%cf%82-6

Όλα τα παραπάνω όντως θίγονται από τον Γκοζλάν, αλλά με μία κάπως υπερβολική διακριτικότητα. Μία διακριτικότητα που περισσότερο μοιάζει με comme il faut ατολμία, παρά με αρχοντική και υπαινικτική κομποβελονιά. Όλα τα παραπάνω, θετικά και αρνητικά, καθ’ οδόν προς ένα φινάλε που δυστυχώς εκτραχύνεται και παρεκτρέπεται. Και αποπνέει (όπως προείπαμε) μία αίσθηση φυτευτού και προκάτ. Αρκετή, τουλάχιστον, ώστε να αποδραματοποιήσει μία έξοδο και φυγή που θα έπρεπε να είναι ποταπή και ηρωική ταυτόχρονα, μεγαλειώδης και φτηνή την ίδια στιγμή.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑