Σκηνοθεσία: Ζουλιά Ντικουρνό
Παίζουν: Αγκάτ Ρουσέλ, Βενσάν Λιντό
Διάρκεια: 108’
Η Αλεξιά, μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα που είχε ως παιδί, ζει με ένα κομμάτι τιτανίου να κρατά το κρανίο της ακέραιο. Έχει αναπτύξει σεξουαλική έλξη προς τα μηχανοκίνητα οχήματα και μεταλλικά αντικείμενα, ενώ εργάζεται ως χορεύτρια σε shows επίδειξης αυτοκινήτων. Ταυτόχρονα, είναι και μία ανέκφραστη κατά συρροή δολοφόνος, η οποία αναγκάζεται να πάρει τη μορφή ενός εξαφανισμένου αγοριού προκειμένου να διαφύγει από την ενδεχόμενη σύλληψή της, όταν ένα μαζικό έγκλημά της δεν ολοκληρώνεται με τον αναμενόμενο τρόπο.
Χάρη σε ένα σπουδαίο πλάνο-σεκάνς (το χορευτικό σόου στην αρχή του πρώτου μέρους), η Ντικουρνό μας εισάγει σε έναν κόσμο που τα πάντα μοιάζουν να υπαγορεύονται από το βλέμμα των παρατηρητών. Το σώμα της Αλεξιά αντικειμενοποιείται, καθώς λικνίζεται πάνω στα μηχανοκίνητα σύμβολα του γιγαντωμένου ανδρικού εγωισμού (τα καλογυαλισμένα οχήματα), τα οποία αποτελούν τα οργανικώς επιβεβλημένα αντικείμενα και του δικού της σεξουαλικού πόθου. Η ίδια άλλωστε έχει το μέταλλο μέσα στο δέρμα της, ένα σφόδρα ανθεκτικό, γκριζωπό κομμάτι τιτανίου βρίσκεται διαρκώς στο κεφάλι της και μοιάζει να έχει διεισδύσει και στην ψυχή της.
Η σεξουαλική της έλξη για το αυτοκίνητο, το μέσο που έγινε ο τόπος που παραλίγο να χάσει τη ζωή της στα παιδικά της χρόνια, μαρτυρά μία φροϋδική συνάντηση ηδονής και θανάτου. Είναι όμως και ο τρόπος της να μείνει σε επαφή με τη μηχανική υπόσταση του σώματός της, η οποία μοιάζει να καλύπτει συνολικά την ύπαρξή της, καθώς η Αλεξιά αποδιώχνει κάθε πιθανό συναίσθημα πλην της ηδονής που βιώνει συνευρισκόμενη με τα οχήματα. Μέχρι που αυτές οι συνευρέσεις θα οδηγήσουν σε ένα απίθανο αποτέλεσμα, την εγκυμοσύνη της.
Το σώμα της Αλεξιά απειλείται από το συλλογικό βλέμμα ͘ έχοντας μεγαλώσει χωρίς ψυχική επαφή με τους γονείς της (όπως με ευφράδεια μαρτυρά η ολιγόλογη σεκάνς που την απεικονίζει στο σπίτι με τον πατέρα της, δύο παράλληλες ανθρώπινες ευθείες που δεν τέμνονται πουθενά), αναγκάζεται να έρθει σε επαφή με ανθρώπους μόνο για να σκοτώσει ή να διεγερθεί από οτιδήποτε μεταλλικό φέρουν στο σώμα τους. Οι προσδοκίες που μπορεί να τρέφει ο (άνδρας) θεατής του χορού της για εκείνη εγκλωβίζουν την ταυτότητά της σε ένα καλούπι που καθόλου δεν της ταιριάζει. Μοιραία, αυτή η προσβολή της γεννά επιθετικότητα, η οποία εκφράζεται με ψυχρότητα, έως και απάθεια, έναντι δικαίων και αδίκων.
Μόλις όμως το σώμα της υποστεί μία επώδυνη και ραγδαία αλλαγή, την εγκυμοσύνη, θα καταστεί ανίκανο να φέρει εις πέρας τις δολοφονικές τάσεις της και η ίδια θα νιώσει ότι χάνει τον έλεγχό του. Έτσι, θα τραπεί σε φυγή και θα γνωρίσει την κυριολεκτική μεταμόρφωση, αντιγράφοντας την όψη του Αντριάν, ενός παιδιού που αγνοείται. Αφουγκραζόμενη παραδοσιακές body horror νόρμες, η Ντικουρνό επιμένει στη φυσική απεικόνιση της μετάλλαξης. Ο πόνος της Αλεξιά τόσο κατά την εγκυμοσύνη όσο και κατά τη μεταλλαγή της σε Αντριάν πρέπει να περάσει στο πετσί μας, αφού η διαδικασία της φυλομετάβασης, την οποία καθρεφτίζει, είναι αφάνταστα επώδυνη σε σωματική επίπεδο.
Το δεύτερο μέρος του έργου κυριαρχείται από τη σχέση της Αλεξιά με τον Βενσάν, μεσήλικα πυροσβέστη και πατέρα του εξαφανισμένου Αντριάν. Απομακρυνόμενη από τη σκληρή όψη του πρώτου μέρους, κάπως απότομα είναι η αλήθεια, η Ντικουρνό εισάγει τις προβληματικές του gender fluidity που την απασχολούν στο πλαίσιο μίας sui generis τρυφερής ιστορίας αγάπης. Η μεταμφίεση της Αλεξιά συναντά την ανάγκη του Βενσάν να ξαναβρεί τον χαμένο του γιο, η οποία του υπαγορεύει να εθελοτυφλεί παρά τις κραυγαλέες διαφορές που θα μπορούσε εύκολα να παρατηρήσει στο σώμα της. Στον δρόμο προς μία αμοιβαία ψυχική διάσωση των δύο, ο Βενσάν κάθε άλλο παρά ανιδιοτελώς καλός παρουσιάζεται. Επιθυμώντας την εξιλέωση για την απώλεια του παιδιού του, πασχίζει να πλάσει την Αλεξιά κατ΄ εικόνα και ομοίωση του Αντριάν και στη διαδικασία αυτή πιεστικό και επεμβατικός. Παράλληλα, βιώνει και τη δική του σωματική αλλαγή, η οποία όμως είναι μία κοινωνικά αναμενόμενη διαδικασία. Είναι η βασανιστική νομοτέλεια του γήρατος, την οποία πασχίζει ανεπιτυχώς να αποτρέψει χτυπώντας συνεχώς ενέσεις με αναβολικά στους ταλαιπωρημένους γλουτούς του.
Η Αλεξιά έχει το «σχήμα» ενός γιου και ο Βενσάν αυτό ενός πατέρα ͘η αντικατάσταση των σχημάτων από πρόσωπα θα γίνει σταδιακά με την αποκάλυψη των ψυχικών και σωματικών τραυμάτων που φέρουν, η οποία δεν αποσκοπεί στη θεραπεία τους, αλλά στη νομιμοποίησή τους ως μέρος της ταυτότητας του καθενός. Μπορεί ο πατέρας να πλάθει ως Πυγμαλίων την εικόνα ενός γιου χρησιμοποιώντας για μάρμαρο το κορμί της Αλεξιά, δεν παύει όμως να την κοιτά με αγάπη και ενδιαφέρον, να την αγγίζει, να τη δέχεται, και η αποδοχή του έχει πρωτόγνωρη γεύση για εκείνη. Σε αντίθεση με ο, τι συμβαίνει με τον βιολογικό της πατέρα, ο χώρος ανάμεσα στην Αλεξιά και τον Βενσάν μοιάζει να συστέλλεται, να τους φέρνει ολοένα και πιο κοντά. Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, άνθρωποι που βλέπουν τις εκούσιες πλάνες τους να σχηματίζουν μία καινούρια κοινή τους πραγματικότητα, την οποία καμία εσφαλμένη ανθρώπινη διαπίστωση δεν μπορεί να πλήξει.
Μία τέτοια είναι και η εμμονή στη σταθερότητα του φύλου, την οποία αποδομεί εδώ η δημιουργός. Το φύλο είναι συνεχώς μία μεταβαλλόμενη συνθήκη, μία ρέουσα ανθρώπινη κατάσταση, και δεν μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο για τον δεσμό που αναπτύσσεται ανάμεσα στους δύο ανθρώπους. Είναι ένας κοινός τόπος ελευθερίας για ένα παροπλισμένο alpha male της τοξικής εποχής που γονατίζει μπροστά στη μεγαλοσύνη της ανθρώπινης επαφής και μία σκληρή, μεταλλική ύπαρξη που απέκρουε με θανάσιμη ακρίβεια τα συναισθήματα. Η ρέουσα αυτή απεικόνιση απαντάται και στη δομή του ίδιου του έργου, το οποίο αποπνέει μία αίσθηση διαρκούς χορευτικής κίνησης, θυμίζοντας το σινεμά του Γκασπάρ Νοέ, με τη μουσική κυρίαρχο δομικό υλικό της αφήγησης.
Με εικόνες που παραπέμπουν σε Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, Terminator (!), New French Extremity, μέχρι και μία ταραντινική σεκάνς, αλλά και διαρκείς ανατροπες σε ντεκόρ και χρώματα, η Ζουλιά Ντικουρνό αρνείται τα προκαθορισμένα πλαίσια των φύλων. Αφηγείται μία ιστορία αναζήτησης ταυτότητας ενός μεταβαλλόμενου εαυτού (ψυχή τε και σώματι) που εκβάλει σε μία γενναιόδωρη ιστορία ουσιαστικής αγάπης μέσα στα χαλάσματα των έμφυλων παραδοχών. Και λίγο πριν το τέλος συστήνει εκ νέου τον χαρακτήρα της, πάλι στο πλαίσιο ενός χορού ο οποίος όμως μοιάζει με εορταστικό καλωσόρισμα της συναισθηματικής σύνδεσης, σε μία από τις ομορφότερες και πιο αξιομνημόνευτες σεκάνς του έργου.