«Ο Λύκος της Ερήμου». Η φράση αυτή, εκτός από τον ελληνικό τίτλο, αποτελεί και τον ερμηνευτικό άξονα της πρώτης ταινίας του Ναζί Αμπού Νοουάρ. Το ντεμπούτο του Αγγλοϊορδανού σκηνοθέτη υπόσχεται ήδη από τα πρώτα του λεπτά να ταξιδέψει τον δυτικό θεατή σ’ έναν τόπο ξένο και να του επιτρέψει να ρίξει μια ματιά σε μια κουλτούρα άγνωστη σε αυτόν ή εγκληματικώς παραποιημένη πριν φτάσει στα μάτια του. Την υπόσχεση αυτή το έργο τηρεί με τρόπο ανυποχώρητο, πλήρη και εξαντλητικά σαγηνευτικό.
Ο μικρός Διμπ, ορφανός από πατέρα, ζει με τον αδερφό του Χουσεΐν στην επαρχία Χιτζάζ της Οθωμανικής αυτοκρατορίας του 1916. Όταν εμφανίζεται μπροστά τους ένας βρετανός αξιωματικός, ζητώντας από τον Χουσεΐν να τον μεταφέρει σε μια πηγή, ο Βεδουίνος δέχεται να τον βοηθήσει. Ο Διμπ όμως, ανήμπορος να στηριχτεί σε οποιονδήποτε άλλον πλην του αδερφού του, αποφασίζει να τους ακολουθήσει στο ταξίδι τους καταμεσής της ερήμου, παρά τις έντονες αντιρρήσεις του αδερφού του, αψηφώντας τους κινδύνους που αυτή κρύβει για ένα παιδί, για να μείνει κοντά στον Χουσεΐν και να αδράξει την ευκαιρία για περιπέτεια.
Ο Νοουάρ από την αρχή φαίνεται πεπεισμένος να ακολουθήσει αργό και σταθερό ρυθμό προκειμένου να φωτίσει τους πολύπλοκους χαρακτήρες του έργου του και να καταδυθεί στον ψυχισμό τους. Η επιλογή αυτή, μολονότι μπορεί να αποθαρρύνει κάποιους θεατές, είναι απολύτως ορθή, καθώς οποιοσδήποτε άλλος ρυθμός θα αφαιρούσε από το όλο εγχείρημα τον ξεχωριστό του χαρακτήρα. Η ταινία καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα σε 3 είδη με απόλυτη επιτυχία, παίρνοντας ο, τι χρειάζεται από το καθένα προκειμένου να εξυπηρετηθεί καλύτερα η ιστορία της. Είναι ταυτόχρονα ένα ιστορικό δράμα, μια ταινία ενηλικίωσης και ένα ιδιότυπο Γουέστερν. Ο απόλυτος και συγκλονιστικός ρεαλισμός επικρατεί και μοιάζει ανόθευτος από υπερβολές, δίνοντας έτσι στο φιλμ εξαιρετικά σπαρακτικό τόνο. Μέσα στο όλο κλίμα αδιεξόδου, που πλάθεται με απλά μέσα και στηρίζεται στη φωτογραφία των ερημικών τοπίων, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να χωρέσει επιδέξια και μια σειρά συμβολισμών που του επιτρέπουν να διευρύνει το θεματικό του πεδίο.
Μαζί με το ταξίδι του μικρού Διμπ, στο οποίο έρχεται αντιμέτωπος με το σκληρότερο πρόσωπο της βίας και συμφιλιώνεται από πολύ νωρίς με την ιδέα του θανάτου, ο θεατής αντικρίζει και τη θλιβερή ιστορία μιας φυλής που παλεύει για την ανεξαρτησία της και την ίδια στιγμή καθίσταται υποχείριο άλλου δυνάστη. Ο φίλος από τον εχθρό διαχωρίζονται από συγκυρίες και, όπως ο μικρός δε μπορεί εύκολα να διακρίνει ποιος απειλεί να τον βλάψει και ποιος όχι, έτσι και η φυλή του αδυνατεί να διαλέξει ανάμεσα στον Οθωμανικό ζυγό και το ωφελιμιστικό δυτικό ενδιαφέρον για την τύχη της. Εκτός από την ιστορία του παιδιού, η ταινία αφηγείται και την ιστορία ενός λαού ο οποίος μοιάζει να μη μπορεί να συμβαδίσει με την Ιστορία, ιδανικά τοποθετημένου στην άγονη γη.
Σύμφωνα με τις περιρρέουσες πληροφορίες, ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος πέρασαν έναν χρόνο ζώντας βεδουινικά στην έρημο, ενώ και οι ηθοποιοί που επέλεξε ήταν ερασιτέχνες. Έτσι, προσέδωσε στο έργο την απαραίτητη φυσικότητα που με τη σειρά της οδήγησε σε συνταρακτική αμεσότητα που κερδίζει το θεατή και τον κάνει να παρακολουθεί το ταξίδι των χαρακτήρων με ευλάβεια. Ο Νοουάρ πέτυχε να διηγηθεί με σεβασμό την περιπέτεια του μικρού πρωταγωνιστή και ταυτόχρονα να παραθέσει μια ειλικρινή ανάλυση της αβεβαιότητας που ταλανίζει τον Αραβικό κόσμο. Και του αξίζουν όλα τα εύσημα γι’ αυτό.