What's On The Substance (2024)

3 Νοεμβρίου 2024 |

The Substance (2024)

Σκηνοθεσία: Κοραλί Φαρζά

Παίζουν: Ντέμι Μουρ, Μάργκαρετ Κουόλι, Ντένις Κουέιντ

Διάρκεια: 141′

Ελληνικός τίτλος: “The Substance: Το Ελιξίριο της Νιότης”

Η Ελίζαμπεθ, πάλαι ποτέ ντίβα του κινηματογράφου που διατηρεί ένα γυμναστικό ένθετο σε πρωινή εκπομπή, μαθαίνει ότι πρόκειται να αντικατασταθεί από μία νεώτερη παρουσιάστρια. Σε μια στιγμή απόλυτης ευαλωτότητας, πληροφορείται τυχαία  την ύπαρξη ενός σκιώδους ελιξιρίου νεότητας που χορηγείται σε ενέσιμη μορφή και διακινείται σε σκοτεινά καταγώγια. Με τη λήψη της ουσίας, μέσα από το σώμα της Ελίζαμπεθ θα «γεννηθεί» μια εκδοχή του εαυτού της που θα διαθέτει αυτό που η μεσήλικη ηθοποιός/περφόρμερ ποθεί ολόψυχα: Νιότη.

Τα δύο σώματα θα μοιράζονται την ίδια συνείδηση και θα βρίσκονται εκ περιτροπής σε λειτουργία. Τη μία βδομάδα η νεαρή εκδοχή θα σταδιοδρομεί στις λεωφόρους της δόξας που αρμόζουν στην ηλικία και την εύρωστη εικόνα της, αφήνοντας σε κωματώδη κατάσταση την άλλη. Την επόμενη, η Ελίζαμπεθ, στην οποία βιολογική και σωματική ηλικία συνάδουν θα προσπαθεί να σηκώσει το αφόρητο βάρος της επαναφοράς στην προγενέστερη κατάσταση, ενώ το νεανικό κορμί θα ξαποσταίνει ανενεργό μέχρι να έρθει και πάλι η ώρα του. Το επιτελείο που προμήθευσε την ουσία προειδοποιεί την Ελίζαμπεθ, εν είδει τρομακτικής προοικονομίας, ότι η σειρά θα πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα, ειδάλλως θα υπάρξουν ανεξέλεγκτες επιπτώσεις και εκείνη, φυσικά, δε θα ακολουθήσει τις οδηγίες.

Το Substance είναι ένα φιλμ υπερβολικό σε όλα του, ανά στιγμές αποκρουστικό μέχρις εξαντλήσεως, άκομψα ειρωνικό και φωνακλάδικο, το οποίο σκαλίζει το ίδιο θέμα με ολοένα και αυξανόμενη μανία. Στην εσωτερική του λογική, όμως, υπακούει αρμοστά, καθότι εξαρχής προμηνύει μια gore εξτραβαγκάνζα και την υπηρετεί με κάθε του πλάνο. Από τη σωρεία των κινηματογραφικών αναφορών του, που εκτείνονται από το ιταλικό giallo και την Κάρι του Ντε Πάλμα μέχρι τον Ντέιβιντ Λιντς και τη Λάμψη του Κιούμπρικ, αναδύεται κάτι που μοιάζει με το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι δια χειρός πρώιμου Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, ένα body horror που εναλλάσσει τη φανταχτερή ποπ αισθητική των εκτυφλωτικών φώτων και των τηλεοπτικών πλατό με την πλέον εφιαλτική εικονοποιία.

Σε πρώτο πλάνο τίθενται τα μισογυνικά πρότυπα ομορφιάς που απειλούν με μαρασμό ψυχικά και σωματικά ακμαίες γυναίκες που έχουν περάσει ένα συγκεκριμένο ηλικιακό κατώφλι, όπως εσωτερικεύονται από την Ελίζαμπεθ. Το νέο κορμί που τίκτει εκείνη μοιάζει βγαλμένο από τις επιταγές μιας αμάραντης νεότητας, του μοναδικού αποδεκτού τρόπου εμφάνισης του γυναικείου σώματος. Είναι δημιουργημένο, στη θεωρία, με τις περγαμηνές μιας βέλτιστης εκδοχής της ίδιας, αλλά ουσιαστικά συνιστά μια ενσαρκωμένη εικόνα ενός στερεοτύπου που παρουσιάζει μια κάποια φυσιογνωμική ομοιότητα με εκείνη. Τα πρότυπα, άλλωστε, λειτουργούν ως ιδεώδεις ψυχαναγκασμοί και ως τέτοιοι εκφράζονται στο Substance.

Το εύρημα του σωματικού διχασμού που οδηγεί νομοτελειακά σε καταστροφική ψυχική ανισορροπία επιτρέπει στη Φαρζά να εμπλουτίσει το κείμενό της με ευφάνταστες ιδέες. Τα δύο σώματα σύντομα αρχίζουν να αλληλοπληγώνονται, διεκδικούν την ίδια συνείδηση τόσο μανιωδώς ώστε εν τέλει την εξουδετερώνουν, εξαναγκάζοντάς την σε μια απάνθρωπη διάσπαση. Η νιότη της Σου, όπως ονομάζεται η νεανική βερσιόν, είναι η επίγεια κόλαση της Ελίζαμπεθ, μια συνεχής υπενθύμιση των δικών της ορίων, ενώ το σώμα και η ηλικία της δεύτερης θέτει φραγμούς στις φιλοδοξίες της πρώτης. Μοιραία, η αντιπαλότητά τους, όπως μπολιάζεται από την τον τρόμο της ανασφάλειας μπροστά στο στρεβλό είδωλο, θα εξαλείψει αμφιπλεύρως κάθε λογική και θα οδηγήσει την Ελίζαμπεθ/Σου στη δίνη της αυτοκταστροφής η οποία θα έρθει σαρωτική, σαν αποτέλεσμα μιας μάχης απέναντι στον χρόνο που δεν έπρεπε ποτέ να δοθεί.

Υπό την αδηφάγο παρατήρηση του ανδρικού βλέμματος που οριοθετεί τα δύο γυναικεία σώματα, το ένα ως εν δυνάμει σκεύος ηδονής και το άλλο ως τοξικό απόβλητο, η Φαρζά θέτει συχνά την πρωταγωνίστριά της, σε αμφότερες τις εκδοχές, εντός φαιδρών συνθηκών. Οι ακραίες εκδηλώσεις μίσους της Ελίζαμπεθ προς τη μεσουρανούσα Σου και η αδυναμία της τελευταίας να δεχτεί τις συνέπειες που επιφέρει η φαουστιανή συμφωνία με τον διάβολο πασπαλίζουν τον εκτροχιασμό της γυναίκας/των γυναικών με τη σκόνη της γελιοποίησης. Μόνο που, εν προκειμένω, ο τρόμος έχει εγκαθιδρυθεί τόσο εμφατικά στην αφήγηση, που κάθε γελοία συμπεριφορά τοποθετείται εντός ενός τερατώδους πλαισίου που δημιουργήθηκε από τις εξουθενωτικές κοινωνικές απαιτήσεις απέναντι στο γυναικείο σώμα. Έτσι, χωρίς να αποστρέψει το βλέμμα της από τις πλέον σαχλές επιλογές και αποκρίσεις των γυναικών, η Φαρζά τους προσδίδει μια οδυνηρή απόχρωση, αντί να τις καταδικάσει μονοδιάστατα.

Όπως και στο πρωτόλειό της, το δυναμικό Revenge, έτσι και εδώ, η Γαλλίδα δημιουργός ωθεί στα άκρα τη σχέση της απεικόνισης της αντικειμενοποίησης με την καταδίκη αυτής ως κινηματογραφικής νόρμας. Πληθώρα πλάνων ακολουθούν ηδονοβλεπτικά το σώμα της Μάργκαρετ Κουάλι, επαναληπτικά και επίμονα, υπερτονίζοντας την κινηματογραφική εκμετάλλευση του γυναικείου σώματος ως έναν μηχανισμό διαιώνισης των σεξιστικών βάσεων που συγκροτούν την τοξική ανασφάλεια της Ελίζαμπεθ. Άλλωστε, στο πλαίσιο του σκληρού κόσμου του θεάματος στο οποίο τοποθετείται η πλοκή, ένα καλλίγραμο γυναικείο κορμί είναι κυρίως ένα ευπώλητο προϊόν. Καθοριστικός παράγοντας για την τύχη της Σου, όπως και της Ελίζαμπεθ, είναι ο φορέας του ανδρικού βλέμματος εντός της ταινίας, ο γλοιώδης παραγωγός που υποδύεται ο Ντένις Κουέιντ, με τον οποίο η Φαρζά υπονοεί ότι ο μέσος άνδρας θεατής έχει περισσότερα κοινά από όσα θα ήθελε να παραδεχτεί.

Κινητήρια δύναμη της ταινίας, βέβαια, είναι η αφοσιωμένη ερμηνεία της Ντέμι Μουρ, βουτηγμένη σε ένα πέλαγος μίσους προς τον εαυτό της που απαλύνεται μόνο στη σκέψη της επαναφοράς μιας περασμένης εποχής. Σαν μια διεστραμμένη εκδοχή της Μάργκο του Όλα για την Εύα, η Μουρ είναι ικανή να γεμίσει όλες τις αιματηρές εκρήξεις, αλλά και τη μία σεκάνς στην οποία τα λόγια περιττεύουν. Εκείνη δηλαδή όπου η Ελίζαμπεθ, προτού παραδοθεί στην οριστική διχοτόμηση του νου της, ματαιώνει ένα βραδινό ραντεβού όταν αντικρίζει μπροστά της την υπερμεγέθη φωτογραφία που δοξάζει τη ζωντάνια της Σου στην κορυφή ενός κτιρίου. Σε ένα φιλμ που αγκαλιάζει τον παρωδιακό του τόνο στην πιο εκρηκτική του μορφή, στιγμές όπως αυτή αναδεικνύουν τη σκληρή εκδοχή του νοηματικού του πυρήνα χωρίς το καμουφλάρισμα των μαξιμαλιστικών εκφραστικών μέσων.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑