Σκηνοθεσία: Ρούμπεν Όστλουντ
Παίζουν: Κλάες Μπάνγκ, Ελίζαμπεθ Μος, Ντομινίκ Γουέστ, Τέρι Νοτάρι
Διάρκεια: 142′
Μεταφρασμένος τίτλος: “Το Τετράγωνο”
Έχουμε συνδέσει το γέλιο με καταστάσεις όμορφες, ανέμελες, ανθρώπινες. Πιστεύουμε ανυπόκριτα ότι γελώντας κανείς, έρχεται πιο κοντά στους άλλους, πέφτουν οι τοίχοι, σβήνονται οι διαχωριστικές γραμμές και αναγνωρίζει τον εαυτό του στα άλλα πρόσωπα που επίσης γελούν. Αυτό είναι εν μέρει αλήθεια. Με ποιους, όμως, γίνεται στ’ αλήθεια οικογένεια εκείνος που γελάει; Μα με όσους επίσης βρίσκονται σε θέση ισχύος ώστε να μπορούν να ξεκαρδίζονται με κάτι που για κάποιον άλλο ίσως να είναι βαθιά τραγικό. Όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, μ’ αυτόν που προκαλεί το γέλιο, με το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα. Γιατί το γέλιο, δεν ενώνει αλλά διχάζει. Χωρίζει τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες: εκείνους που βρίσκουν γελοία μια κατάσταση καθώς την παρατηρούν απ’ έξω, κι εκείνους που τη βιώνουν ως απελπιστική. Το κωμικό αποξενώνει, διαχωρίζει. Αντίθετα, το τραγικό είναι αυτό που ενώνει, η συμπόνια, η συμπάθεια (το δηλώνει και ετυμολογικά η λέξη) έρχεται μέσα από το τραγικό.
Ο Μπερξόν, θέλωντας να δώσει ένα παράδειγμα για το τι εστί κωμικό, αναφερόταν σε έναν άνθρωπο ο οποίος καθώς περπατάει, σκοντάφτει και πέφτει κάτω ξαφνικά. Τι σηματοδοτεί αυτή η πτώση; Μα μια αιφνίδια δυσλειτουργία στον μηχανισμό της πραγματικότητας. Γελάμε έχοντας μια στιγμιαία ενόραση του Παραλόγου. Αυτός ο άνθρωπος λίγα λεπτά προχωρούσε αγέρωχος προς τη δουλειά του, ήταν ένας από εμάς, ισότιμο μέλος της μεγάλης ανθρώπινης οικογένειας, μοιραζόταν μαζί μας τις ίδιες έγνοιες, την ίδια ηθική, κοινά δικαιώματα και υποχρεώσεις• να όμως που αρκεί μια πτώση για να τον μετατρέψει σε αντικείμενο. Ξαφνικά μοιάζει λιγότερο ανθρώπινος, η μικρή του ατυχία τον αποσπά από τις τάξεις μας, τον μετατρέπει, τρόπον τινά, σε γελοιογραφία. Γελάμε σαν να επισφραγίζουμε έτσι τον στιγμιαίο αποκλεισμό του. Η, ακριβέστερα: τη στιγμή που γελάμε τον έχουμε αποκλείσει. Γιατί βλέπουμε επάνω του τα σημάδια του παράλογου, κρυφοκοιτάζουμε έναν κόσμο χωρίς νόημα κι αυτός ο κόσμος μας ανησυχεί. Θέλουμε να αποσπαστούμε άμεσα από αυτόν που μας υπενθυμίζει αυτή τη δυσάρεστη αλήθεια, ότι τίποτα δεν έχει νόημα. Το γέλιο, κόντρα σε ό,τι έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε γι’ αυτό- είναι μια απάνθρωπη αντίδραση, μας κλείνει πίσω στον εαυτό μας.
Συνεπώς, κάθε κωμωδία ενέχει ένα στοιχείο απανθρωπιάς, όσο αθώα κι αν μοιάζει εκ πρώτης όψεως. Η περίπτωση του The Square, δεν διαφέρει. Πρόκειται για μια μαύρη σάτιρα των μοντέρνων ηθών (στην τέχνη, την κοινωνία, την πολιτική με την ευρύτερη έννοια), που παίρνει αποστάσεις από το αντικείμενό της –την σύγχρονη ανθρώπινη συνθήκη επί πολιτισμικά ανεπτυγμένου, ευρωπαϊκού εδάφους- τοποθετώντας το στην περιοχή του παραλόγου. Οτιδήποτε παρουσιάζεται σ’ αυτό το φιλμ, φλερτάρει με το παράλογο, τη γελοιότητα και το γκροτέσκο. Κι όμως, τίποτα δεν είναι επίτηδες ξεκούρδιστο, όπως στις κωμωδίες του Λάνθιμου για παράδειγμα (ήδη έχουν γίνει οι συγκρίσεις με το σινεμά του Έλληνα σκηνοθέτη, πράγμα που αποκαλύπτει μια τεμπελιά στην προσέγγιση: είναι μεγάλο πρόβλημα να ονομάζεις «λανθιμικό» οτιδήποτε φλερτάρει, γενικά κι αόριστα, με το «παράξενο» χωρίς να μπαίνεις στη διαδικασία να καταλάβεις λίγο καλύτερα τι είναι αυτό που, σε κάθε περίπτωση, θέλει να πετύχει ο σκηνοθέτης, όπως και το να χαρακτηρίζεις «καφκικό» οτιδήποτε αδυνατείς να καταλάβεις με μια πρώτη ανάγνωση). Ο Ρούμπεν Έστλουντ δεν ξεκινάει να εντοπίσει κατευθείαν το μη ανθρώπινο στον σύγχρονο άνθρωπο, όπως κάνει ο Λάνθιμος, απορυθμίζοντας επίτηδες χαρακτήρες και καταστάσεις
Ας θυμηθούμε, εν προκειμένω, τον ρόλο που ενσαρκώνει ο Κόλιν Φάρελ στον πρόσφατο Θάνατο του Ιερού Ελαφιού. Ο γιατρός, λόγω επαγγελματικής και κοινωνικής θέσης έχει στα μάτια του σκηνοθέτη μια απόσταση από τα συναισθήματα. Βρίσκεται «πιο ψηλά» από αυτά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο επιλέγει να τον κινηματογραφεί από πάνω ή από κάτω, σπάνια στο ύψος των ματιών. Είναι σαν να θέλεί να μας πει ότι πάνω από την εξουσία του γιατρού, την παγερή και αποστασιοποιημένη, υπάρχει μια άλλη, ακόμα πιο ανελέητη, που κι αυτόν τον αντιμετωπίζει «αφ υψηλού». Ο Φάρελ αρχίζει να αποκτά ανθρώπινες αντιδράσεις και να χρωματίζεται από τα συναισθήματα, από τη στιγμή που το βασίλειο των βεβαιοτήτων του ξεκινά να πολιορκείται από το Παράλογο. Τότε κλονίζεται η απάνθρωπη αυτοκυριαρχία του, καθώς υποψιάζεται την πανταχού παρουσία της «άλλης» εξουσίας που αμφισβητεί τη δική του. Γίνεται άνθρωπος ενώπιον μιας δικαιοσύνης απάνθρωπης. O Έστλουντ, αντιθέτως, υιοθετεί μια ζεστασιά στον τόνο, μια ευπροσήγορη ατμόσφαιρα, ένα καλοσυνάτο χιούμορ και μια συγκαταβατική κατανόηση για τους ήρωές του (δεν είναι παρά άνθρωποι, σε τελευταία ανάλυση, μοιάζει να μας λέει) μόνο και μόνο για να τα ανατρέψει όλα σταδιακά και να προκαλέσει το γέλιο εκείνο που συγκαλύπτει τον τρόμο (όπως στην περίφημη σκηνή –ήδη μέσα στις κορυφαίες τις δεκαετίας κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντος- με τον άνθρωπο-γορίλα). Το γέλιο που ορθώνει έναν προστατευτικό τοίχο, ανάμεσα σ’ εμάς και στους άλλους, που μας βοηθάει να ξεχνάμε ότι κι εμείς είμαστε έρμαια του Παραλόγου, και ανά πάσα στιγμή μπορεί να βρεθούμε από την άλλη πλευρά της διαχωριστικής γραμμής.
Η υπόθεση του The Square είναι αρκετά απλή: ο καλοβαλμένος καλλιτεχνικός διευθυντής ενός σημαντικού μουσείου σύγχρονης τέχνης, πέφτει θύμα κλοπής, του παίρνουν το κινητό και το πορτοφόλι του, πράγμα που αδυνατεί να σηκώσει η περηφάνια του. Ακολουθεί τη συμβουλή του, λιγάκι ανόητου, βοηθού του και προβαίνει σε μια ανορθόδοξη ενέργεια για να τα πάρει πίσω. Από εκεί και πέρα, διάφορα περιστατικά εκτυλίσσονται, χαλαρά συνδεδεμένα μεταξύ τους, με βασικό τους πυρήνα τον άνθρωπο αυτό. Βλέπουμε τους διαφημιστές στους οποίους έχει αναθέσει να παρουσιάσουν ένα νέο, πρωτότυπο project του μουσείου να τα κάνουν μαντάρα, τον τρόπο που συνδέεται με μια περίεργη αμερικανίδα δημοσιογράφο, τη σχέση του με τους καλλιτέχνες που παρουσιάζουν τα έργα τους στο μουσείο που διευθύνει και διάφορα άλλα. Κάθε μικροεπεισόδιο από τη ζωή του καλλιτεχνικού διευθυντή, έχει σκοπό να μας αποκαλύψει κάτι για τον ίδιο και τους ανθρώπους που τον πλαισιώνουν. Ο σκηνοθέτης δήλωσε στο masterclass που είχε δώσει στο 58ο ΦΚΘ, ότι αυτό που τον ενδιαφέρει κυρίως όταν κάνει ταινίες είναι να παρατηρήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά μέσα σε ιδιαίτερες συνθήκες, να θέσει στον θεατή το ερώτημα: «εσύ τι θα έκανες αν ήσουν στη θέση του;» Αυτό σημαίνει ότι οι ταινίες του Έστλουντ είναι κατά βάση μοραλιστικές, πως πραγματεύονται την ηθική ως πρόβλημα.
Το The Square δεν εμπεριέχει κανέναν εύκολο ανθρωπισμό. Ακόμα κι αν ο Έστλουντ υπερασπίζεται αυτή τη στάση όταν σχολιάζει το έργο, το γεγονός ότι ο κεντρικός του ήρωας παρουσιάζεται τόσο ασυνεπής ανάμεσα στις θεωρητικές του διακηρύξεις και σε όσα πράττει τελικά, μας βάζει σε σκέψεις. Το «τετράγωνο» είναι ένα ανθρωπιστικό εγχείρημα, ένα σύμβολο, αλλά στο έργο γελοιοποιείται, διότι αυτοί που οφείλουν να το πραγματοποιήσουν αποδεικνύονται ατελείς. Αντί για την αφέλεια του ανθρωπισμού, έχουμε την ηθική αμφισημία του κωμικού, δηλαδή το χιούμορ (ο Μίλαν Κούντερα, στις Προδομένες Διαθήκες, υποστηρίζει ότι το χιούμορ είναι η περιοχή όπου αναστέλλεται η ηθική κρίση: δεν είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε θέση, αναγνωρίζουμε το σχετικό των πραγμάτων, τοποθετούμαστε πέραν της υπεράσπισης και της καταδίκης).
Σε αντίθεση με εκείνην του Λάνθιμου, η αποστασιοποίηση του ‘Εστλουντ δεν είναι απόλυτη, αφήνει περιθώρια για ταυτίσεις, κυρίως λόγω της διεύθυνσης των ηθοποιών, που όλοι τους παίζουν αρκετά ρεαλιστικά. Η φόρμα που υιοθετεί, όμως, δεν είναι εκείνη του συμπάσχοντος αλλά αυτή του παρατηρητή. Στήνει την κάμερα απέναντι από τους χαρακτήρες και την αφήνει ακίνητη να καταγράφει τον τρόπο που αποτυγχάνουν να είναι άνθρωποι. Όπως στο παράδειγμα του Μπερξόν, γελάει βλέποντάς τους να “πέφτουν”. Και γελάμε κι εμείς μαζί του, μετατρέποντάς τα πρόσωπα σε αντικείμενα. Ακόμα κι έτσι, όμως, πρόθεση του ‘Εστλουντ δεν είναι να ισοπεδώσει, να απορρίψει τους ανθρώπους αλλά να τους καταλάβει• να εξακριβώσει σε τι συνίσταται τελικά η ανθρώπινη ιδιότητά τους. Αν το κωμικό αποξενώνει, αν το γέλιο είναι απάνθρωπο, αυτό μπορεί να γίνεται και για θετικούς λόγους. Σε περίπτωση που θες να μελετήσεις κάτι, πρέπει να σταθείς απέναντί του, να πάρεις μια απόσταση απ’ αυτό.
Για παράδειγμα, υπάρχει στην ταινία ένας εγγενής προβληματισμός πάνω στο αυθαίρετο και ανυπόστατο της μοντέρνας τέχνης. Μπορεί το οτιδήποτε σήμερα να αποτελέσει έργο τέχνης, αρκεί να περάσει τη γραμμή που χωρίζει τα εκθέματα από τους παρατηρητές: μια γυναικεία τσάντα, κάποιοι σωροί από χαλίκια, μια στοίβα καρέκλες η μία πάνω στην άλλη. Οι αντιφάσεις και τα θεωρητικά προβλήματα που εγείρει η μοντέρνα τέχνη, όμως, μόνο προσχηματικά απασχολούν τον Έστλουντ -αυτό που κυρίως τον καίει δεν είναι το πώς ορίζουμε την τέχνη αλλά το πώς ορίζουμε την ανθρωπιά. Είσαι άνθρωπος απλά και μόνο επειδή αυτοπροβάλλεσαι ως τέτοιος (με την λαμπερή, κοινωνική σου εικόνα, τις προοδευτικές ιδέες σου, τα φιλανθρωπικά σου αισθήματα) ή χρειάζεται και κάτι άλλο, κάτι περισσότερο για να μας πείσεις; Μπορείς να αναλάβεις την ευθύνη των πράξεών σου, μπορείς να εμπλακείς στ’ αλήθεια στις καταστάσεις που συζητάς, να δράσεις, να ξεβολευτείς, να λερώσεις τα χέρια και το άψογο κουστούμι σου (όπως συμβαίνει σε μια καταπληκτική σκηνή του έργου) ή μόνο λόγια και επιτηδευμένη πόζα είσαι;
Στη συγκλονιστική σκηνή ανθολογίας με τον άνθρωπο-γορίλα (ένας performance artist, οριστικά χαμένος κάτω από το πετσί του ρόλου του) που εισβάλλει στην τραπεζαρία της -αρχικά μειδιούσας ειρωνικά κι έπειτα έντρομης- κοινωνικής και οικονομικής αφρόκρεμας, ο Έστλουντ ανοίγει τα χαρτιά του, για μία και μόνο φορά κινεί την κάμερα, ακολουθώντας κατά πόδας το αθώο “κτήνος” που βρίσκεται παγιδευμένο στη χλιδάτη ζούγκλα των ματαιόδοξων μεγαλοαστών. Είναι το μόνο σημείο του έργου που ο σκηνοθέτης παύει απλώς να παρατηρεί με περιπαικτική διάθεση και εμπλέκεται. Στα σοβαρά. Αγρίως. Συμπονά το θηρίο, το μόνο αυθεντικό πλάσμα στη θάλασσα των καλοντυμένων υποκριτών και μας λέει ότι όσο «τρελός» μπορεί να είναι ο καλλιτέχνης που ταυτίστηκε με τον ρόλο του γορίλα, άλλο τόσο τρελοί και γελοιωδέστατοι είναι κι αυτοί οι πλούσιοι «ευγενείς» που ταυτίστηκαν με τα ακριβά κουστούμια τους.
Δεν υπάρχει τρελός και λογικός μέσα σε αυτή τη σάλα, ψεύτικος και αυθεντικός, όλοι είναι τρελοί και ψεύτικοι γιατί όλοι παίζουν έναν ρόλο αλλά το έχουν ξεχάσει: αυτός που υποδύεται τον γορίλα κι εκείνοι που υποδύονται τα «ανώτερα μέλη» της κοινωνίας. Ο άνθρωπος, κατά τον Σαρτρ, είναι μόνιμα «εν καταστάσει», γι’ αυτό πάντα παίζει έναν ρόλο, υιοθετεί την απαιτούμενη συμπεριφορά, προσαρμόζεται• ο πραγματικός άνθρωπος δεν υπάρχει, είναι μια αφαίρεση. Αυτή είναι κι η άποψη του Έστλουντ. Στο μπουνιουελικό κρεσέντο της σκηνής, οι πολιτισμένοι αποδεικνύονται αγριότεροι από το κτήνος. Είναι φυσικό. Αυτό που τους ενόχλησε κυρίως στον γοριλάνθρωπο είναι που τους υπενθύμισε από πού προέρχονται και τι είναι ακόμα κατά βάθος. Η «παράστασή» του, τούς έκανε να συνειδητοποιήσουν τη δική τους. Κι οι άνθρωποι γίνονται πολύ επιθετικοί με εκείνους που τους ξεμπροστιάζουν, που τους αποκαλύπτουν ότι παίζουν θέατρο.
Δεν υπάρχει καμιά θετική αξία λοιπόν; Όλα είναι α-νόητα, καταγέλαστα, ψεύτικα; Η τέχνη, η ηθική, η αλληλεγγύη, η ανθρωπιά, ο έρωτας, η ευσυνειδησία, η εντιμότητα, όλα τρίχες κατσαρές; Ψέματα με τα οποία μας αρέσει να κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας για να νιώθουμε καλύτεροι απ’ ό,τι είμαστε στην πραγματικότητα; Όχι. Κάτι υπάρχει, μας λέει στο τέλος ο Έστλουντ, κάτι που επιβεβαιώνει ότι στο βάθος δεν παραμένουμε απλώς κενόδοξοι πίθηκοι κάτω από όλη την διανοητική, καλλιτεχνική, ηθική μας επίφαση. Είναι η ανάληψη της ευθύνης. Από εκεί και μονάχα από εκεί μπορεί να ξεκινήσει μια πιο αλληλέγγυα στάση προς τους ανθρώπους, κι όχι από οποιοδήποτε φανταχτερό, εξεζητημένο καλλιτεχνικό project, όπως το “τετράγωνο” όπου προβάλλεται και εκχυδαΐζεται η ανάγκη του άλλου σαν να ήταν πομπώδες έκθεμα σε μουσείο μοντέρνας τέχνης.
Η –έστω καθυστερημένη- απόφαση του κεντρικού ήρωα να αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί, τόσο θεσμικά όσο και σε προσωπικό επίπεδο, για όσα πήγαν στραβά γύρω του, και να δράσει, ρισκάροντας τα προνόμιά του, μετατρέπει το The Square σε μια αναπάντεχα αισιόδοξη ταινία (ακόμα κι αν ο Έστλουντ αφήνει να αιωρείται το ερώτημα για το κατά πόσο έχει νόημα αυτή η ετεροχρονισμένη αντίδραση κι αν αλλάζει κάτι στην αλληλουχία των γεγονότων). Μια αισιόδοξη μαύρη κωμωδία, λοιπόν, είναι σχήμα οξύμωρο; Ίσως, αλλά οτιδήποτε σχετίζεται με την ανθρώπινη φύση δεν μπορεί παρά να είναι αντιφατικό. Γι’ αυτό ας προφυλαχθούμε απ’ την κρίση -αφού, έτσι κι αλλιώς, θα είναι άδικη-, ας εγκατασταθούμε στην περιοχή όπου αναστέλλονται οι ηθικές αποφάσεις, ας επιλέξουμε το χιούμορ, μαζί με τον πανάξιο φετινό Χρυσό Φοίνικα του φεστιβάλ των Καννών
.