Σκηνοθεσία: Milad Alami
Με τους: John Ardalan Esmaili, Soho Rezanejad, Lars Brygmann
Διάρκεια: 100′
Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία, που σκηνοθετεί ο 36χρονος Milad Alami. Ο Alami γεννήθηκε στο Ιράν, μεγάλωσε στη Σουηδία και έγινε σκηνοθέτης στη Δανία, όπου ζει και εργάζεται τα τελευταία χρόνια. Μέχρι τώρα έχει γυρίσει έξι μικρού μήκους ταινίες ενώ συμμετείχε και στο σπονδυλωτό Nordic Family (2014). Μάλιστα, μία από τις μικρού μήκους του, το Void, το οποίο συν-σκηνοθέτησε με την Aygul Bakanova, με πρωταγωνιστή τον Lars Mikkelsen, έλαβε μέρος στο «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» του φεστιβάλ των Καννών το 2014.
Η συγκεκριμένη ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περσινό φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, όπου τιμήθηκε με το βραβείο Fedeora, συμμετέχοντας στο παράλληλο του επίσημου διαγωνιστικού (επίσης διαγωνιστικό) τμήμα «New Directors». Από εκεί και πέρα συμμετείχε σε μια σειρά από άλλα φεστιβάλ, κερδίζοντας μια σειρά από βραβεία: Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη «Silver Hugo» στο φεστιβάλ του Σικάγο, Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο φεστιβάλ του Παλμ Σπρινγκς, Βραβείο καλύτερης ταινίας στο Lübeck Nordic Film Days. Τέλος, η ταινία συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του φετινού φεστιβάλ Αθηνών «Νύχτες Πρεμιέρας».
Ο Ισμαήλ βρίσκεται στη Δανία. Είναι γύρω στα 30, πάντα καλοντυμένος, γοητευτικός και ευγενικός. Κι ας έχει όλο κι όλο ένα μόνο κοστούμι! Τα πρωινά δουλεύει σε μια εταιρία μεταφοράς επίπλων. Τα βράδια φλερτάρει επίμονα με γυναίκες: θέλει να παντρευτεί πολύ σύντομα πάση θυσία. Ως εδώ τα πράγματα θα έμοιαζαν σχεδόν φυσιολογικά, αν η άδεια παραμονής του Ισμαήλ στη χώρα δεν έτοιμη να εκπνεύσει.
Προκειμένου να μη δρομολογηθεί η επιστροφή του στο Ιράν, ο Ισμαήλ προσποιείται κάθε μέρα έναν άλλο εαυτό, προσπαθώντας να γοητεύσει μία ακόμη γυναίκα. Κυριευμένος από την αγωνία να τα καταφέρει, κυριεύεται από εμμονή. Ένα βράδυ, στα γνωστά μέρη όπου ψάχνει τη γυναίκα που θα τον σώσει, φλερτάρει μια ντόπια κοπέλα. Μαζί της όμως είναι η Σάρα, μια Ιρανή που ζει στη Δανία. Η οποία καταλαβαίνει το σχέδιο του Ισμαήλ και προστατεύει τη φίλη της, ξεσκεπάζοντάς τον. Ταυτόχρονα, όμως, κάτι την τραβάει κοντά του, ενώ κι εκείνος νιώθει να έλκεται ερωτικά από εκείνη. Θα τον γνωρίσει στην οικογένειά της. Θα καταφέρει ο Ισμαήλ να πετύχει τον στόχο του τελικά;
Τούτη η ταινία διαθέτει μπόλικες στιγμές που μου τράβηξαν το ενδιαφέρον. Όπως ο τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί την κάμερα στην αρχική σκηνή, του κυνηγητού των παιδιών, στην έπαυλη όπου κάτι γιορτάζεται. Όπως ο τρόπος που παρουσιάζει τις ερωτικές σκηνές – επιτέλους, λίγο σεξ, ρεαλιστικό, αληθινό. Αυτή η στάση του σκηνοθέτη πηγαίνει ενάντια στη σύγχρονη νόρμα: θαρρείς κι έχει απαγορευτεί το σεξ από τις ταινίες που απευθύνονται σε ενήλικες θεατές τα τελευταία χρόνια της πολιτικής ορθότητας κι έχει εξοβελιστεί αποκλειστικά στις ταινίες πορνό! Επιπλέον, με ιντριγκάρει το κόνσεπτ, που βλέπει το θέμα της μετανάστευσης από μια άλλη σκοπιά. Όχι τόσο κωμική, όπως ίσχυε πχ στην περίφημη Πράσινη κάρτα (1990) του Peter Weir. Ούτε τόσο καταθλιπτική, όπως στις περισσότερες –σπουδαίες στην πλειονότητά τους– ταινίες κοινωνικού ρεαλισμού, που ασχολούνται με αυτό το καυτό θέμα.
Εδώ, ο ήρωάς μας θέλει να αποκτήσει άδεια παραμονής μέσα από το σεξ! Κι έχει ενδιαφέρον που ο ήρωας είναι ένας κανονικός άντρας και όχι ζιγκολό: αν ήταν γυναίκα η πεπατημένη θα την ήθελε ουσιαστικά να εκπορνεύεται. Ο σκηνοθέτης κατορθώνει να βαδίσει σε τεντωμένο σχοινί και να μην συντριβεί. Μου αρέσει το στόρι, η αφήγηση της ιστορίας που σε κρατάει, που σε ωθεί να συναισθανθείς τους ήρωές της, που σε κάνει να θέλεις να μάθεις πού θα καταλήξει όλο αυτό. Κι αυτό επειδή ο σκηνοθέτης είναι προικισμένος storyteller και προσθέτει στοιχεία τόσο (ελαφρώς) κωμικά όσο και νότες σασπένς και νουάρ!
Απήλαυσα, επίσης, τη σχέση του πρωταγωνιστή τόσο με την Ιρανή που συναντά στο εξωτερικό (γράφει πολύ όμορφα στο φακό η πρωτοεμφανιζόμενη Soho Rezanejad, που ασχολείται με τη synth-pop) όσο και η σχέση που διατηρεί με την οικογένειά του στο Ιράν. Παντού ο Ίσμαηλ νιώθει outsider, μετανάστης, ως ένας άνθρωπος που είναι έξω και κοιτάει προς τα μέσα. Με την οικογένειά του δεν προλαβαίνει ούτε ένα «μου λείπεις» να πει (κακές οι συνδέσεις), με τους Δανούς και δη τις Δανές, έχει μια χυδαία σχέση ξεπέτας: έτσι τον αντιμετωπίζουν.
Με την οικογένεια της Ιρανής πάλι νιώθει έξω από τα νερά του, λόγω διαφοράς κοινωνικού κι οικονομικού επιπέδου. Συνολικά μιλώντας, μια ταινία, που αν μη τι άλλο δίνει την ευκαιρία στον θεατή (τον Έλληνα θεατή, που ειρήσθω εν παρόδω, δεν σκίζει τα ιμάτιά του για να δει ταινίες σχετικά με τη μετανάστευση) να δει μια διαφορετική, ελκυστική προσέγγιση σε ένα πολύ δύσκολο θέμα. Είναι μια ταινία που γητεύει – άγαρμπη στο φλερτ της ανά στιγμές αλλά εντέλει ικανή να «σκοράρει»!