Σκηνοθεσία: Σοφία Κόπολα
Παίζουν: Νικόλ Κίντμαν, Κίρστεν Ντανστ, Κόλιν Φάρελ, Ελ Φάνινγκ
Διάρκεια: 94′
Αμερικάνικος Νότος, Πολιτεία της Βιρτζίνια, 1864. Λίγο πριν το τέλος του αιματηρού και βάρβαρου Αμερικάνικου Εμφυλίου Πολέμου. Ένα λευκοντυμένο νεαρό κορίτσι περιπλανιέται στο δάσος, σαν λευκή εκδοχή της κοκκινοσκουφίτσας, για να μαζέψει μανιτάρια. Θα καταλήξει, όμως, να περισυλλέξει έναν λύκο που θα τρυπώσει στο μαντρί από την ξεκλείδωτη κεντρική είσοδο. Μόνο που, όπως θα αποδειχθεί λίαν συντόμως, και το ποιμνίο δεν είναι τόσο αθώο όσο δείχνει εκ πρώτης όψεως. Η Σοφία Κόπολα διασκευάζει το εμβληματικό The Beguiled (1971), του Ντον Σίγκελ, και μας εισάγει στο θέμα με αξιομνημόνευτη οικονομία λόγου και εικόνων.
Βρισκόμαστε σε ένα χαμένο, έκπτωτο, ίσως και αυτόκλητο, παράδεισο, που χάσκει παρατημένος εκτός τόπου και χρόνου, περιτριγυρισμένος από λασπουριά και μπαρουτοκαπνισμένη ερήμωση. Ένα θηλυκό οικοτροφείο, στη μέση του πουθενά, ένα εύθραυστο λίκνο υπολειμμάτων πολιτισμού, καλών τρόπων και τρυφηλών συνηθειών, σε καιρό αδελφοκτόνου και βρώμικου πολέμου. Ένα ιδιότυπο ορφανοτροφείο – γηροκομείο για δεσποινίδες και μεγαλοκοπέλες που δεν έχουν πού αλλού να στραφούν, που επιμένουν και περιμένουν στωικά, βιώνοντας τον χρόνο σχεδόν ά-χρονα, μόνο και μόνο γιατί ο κόσμος εκτός των τειχών μοιάζει υπέρμετρα άγριος, αφιλόξενος και αβάσταχτα μοναχικός.
H Κόπολα κινηματογραφεί τους εξωτερικούς χώρους της έπαυλης με μία υδάτινη θλίψη, με μία νωχελικότητα που προσομοιάζει σε ένα Κήπο της Εδέμ που έχει χάσει όλα του τα ελέη, αλλά σύντομα θα γνωρίσει μία πρωτόγνωρη έξαψη. Θα δει το δέντρο του πειρασμού να φυτρώνει ξανά, το μήλο να δαγκώνεται από πολλά ζευγάρια δόντια, το φίδι να μετανιώνει που τα έβαλε με τις πρωτόπλαστες.
Τα υγρά και ρευστά καδραρίσματα της Κόπολα μοιάζουν με συρραφή από νατουραλιστικές ελαιογραφίες, που σιγά σιγά ξεθωριάζουν και διαβρώνονται σε ερειπωμένα μωσαϊκά και μουχλιασμένους τοίχους. Το οικοτροφείο είναι ένας ναός σε αχρησία, ένα επιβλητικό οικοδόμημα (υλικά και πνευματικά) που θυμίζει μακρινές κι αλλοτινές εποχές. Πλέον, είναι απλώς ένα καταφύγιο φαντασμάτων, ένα νεκροταφείο φορεμάτων που περιφέρονται νωχελικά, σε ένα βάλτο στασιμότητας. Η εγκατάλειψη είναι πλέον οριστική, αμετάκλητη και ακλόνητη.
Το The Beguiled του 1971, σε αντίθεση με το remake της Κόπολα, είχε ανενδοίαστε, ολοκληρωτικά, και πάνω απ’ όλα απολαυστικά, αφεθεί σε ένα διεστραμμένο και νοσηρό παιχνίδι γάτας (ή μάλλων γατών) και ποντικού, στο οποίο ο τραυματίας, λιποτάκτης και ανήμπορος στρατιώτης των Βορείων ήταν πέρα για πέρα αφημένος στο έλεος των γυναικών που έβγαλαν γαμψά νύχια προς πάσα κατεύθυνση (μια αλληγορική διάσταση ενός δεύτερου εμφύλιου αλληλό-εξοντώματος εντός του ευρύτερου πλαισίου του Αμερικάνικου Εμφυλίου). Η Κόπολα, κινούμενη στα γνώριμα μονοπάτια της ψηλάφισης του γυναικείου ψυχισμού, έχει αναλάβει την άτυπη δράση της ηθικής, όχι ακριβώς αποκατάστασης, αλλά τουλάχιστον υποστήριξης των θηλυκών αυτών ηρωίδων.
Η Κόπολα, λοιπόν, προσδίδει ψυχικό βάθος και συναισθηματικό πλάτος στις ηρωίδες της, οι οποίες χάνουν τις πιο στερεοτυπικές διαστάσεις της original ταινίας και λειτουργούν πλέον μέσα από κίνητρα, βιώματα, τραύματα, επιθυμίες, συνθήκες και λεπτομέρειες (πλέον ενδιαφέρουσα η περσόνα της Κίρστεν Ντανστ, η οποία αποπειράται ένα παράτολμο ρεσάλτο προς τη ζωή που δεν έζησε). Στον αντίποδα, βέβαια, η ανδρική φιγούρα του Κόλιν Φάρελ δείχνει ολίγον ευνουχιστικά περιορισμένη στον ρόλο ενός πολυπρόσωπου γητευτή, που λειτουργεί ολίγον μηχανιστικά και μονόπατα, θαρρείς αποκαμωμένος από τη γυναικεία πολυπλοκότητα σκέψης και αισθημάτων που τον περιβάλλει.
Η Κόπολα, διαθέτει το ντελικάτο άγγιγμα και την κατάλληλη παιγνιώδη διάθεση ώστε να μετατρέψει το οικοτροφείο σε ένα αχανές ναρκοπέδιο, με κάθε σκηνή εσωτερικού χώρου να ενδύεται με πένθιμο διάκοσμο. Πάνω απ’ όλα, όμως, κατορθώνει να προσδώσει μία χροιά σαρκαστικής ελαφρότητας σε αυτό το ακατάπαυστο παιχνίδι ισορροπίας δυνάμεων. Η σεξουαλική ένταση διαγράφεται μέσα από λάγνα γουρλωμένα βλέμματα. Το δηλητήριο χύνεται με δοσολογία και σερβίρισμα λικέρ. Η ένταση είναι καμωμένη με δαντέλα, όπως ακριβώς τα κεντήματα των κοριτσιών.
Οι γυναίκες του οικοτροφείου δεν υποκύπτουν στην υστερία, παρά την καψερή τους επιθυμία και τον αχαλίνωτο ανταγωνισμό. Δρουν, σκέφτοναι και ενεργούν βάσει λογικής, ακόμη και στις πλέον παρορμητικές τους στιγμές, αναλογιζόμενες ανά πάσα στιγμή το πώς θα μπορέσουν να εκμεταλλευτούν/αξιοποιήσουν/συμπονέσουν/ξεφορτωθούν τον απρόσκλητο επισκέπτη, αναλογώς με το πώς μεταβάλλονται οι συσχετισμοί και οι συγκυρίες.
Παρά τη σαγηνευτική και διεγερτική χαμηλή φωτιά, πάντως, αυτό που λείπει (πέρα από μία πιο δαιδαλώδη ανδρική περσόνα) από τη σύγχρονη βερσιόν του The Beguiled είναι το σημείο βρασμού. Όχι τόσο γιατί νοσταλγούμε τα θέλγητρα της έκρηξης, του κοφτερού σασπένς και του ανεπαίσθητου, αλλά διαπεραστικού, τρόμου που ασκούσε η πρωτότυπη ταινία. Αλλά επειδή άνευ αυτού, το σαρκαστικά απαισιόδοξο φινάλε συνενοχής και βαρβαρότητας (που είναι ισοπεδωτικό στην πρώτη ταινία) μοιάζει με μία ξέμπαρκη νότα εκτός μελωδίας.