Σκηνοθεσία: Τομ ΜακΚάρθι
Παίζουν: Μάικλ Κίτον, Μαρκ Ραφάλο, Λιβ Σράιμπερ, Ρέιτσελ ΜακΆνταμς, Τζον Σλάτερι, Στάνλεϊ Τούτσι
Διάρκεια: 128’
Ο τίτλος της ταινίας αναφέρεται στην ομώνυμη δημοσιογραφική ομάδα της εφημερίδας The Boston Globe, η οποία αναλάμβανε αποκαλυπτικά και χρονοβόρα ρεπορτάζ, που απαιτούσαν τη διεξαγωγή εκτεταμένης έρευνας. Κορωνίδα του έργου της ομάδας Spotlight (που τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ) υπήρξε το ξεσκέπασμα ενός τεράστιας κλίμακας σκανδάλου κατά συρροήν κακοποιήσεων ανηλίκων, με δράστες Καθολικούς ιερείς. Τα τελικά νούμερα που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας είναι πραγματικά αποκαρδιωτικά. Μονάχα στην Αρχιεπισκοπή της Βοστόνης ξεσκεπάστηκαν 249 ιερείς που είχαν ασελγήσει σε μικρά παιδιά, ενώ τα παναμερικανικά νούμερα άγγιξαν τους αριθμούς – σοκ των 6.427 κατηγορούμενων ιερέων και των 17.259 κακοποιημένων θυμάτων.
Το στοιχείο που καθιστά μεγαλοπρεπή και αξιομνημόνευτη τη στάση της ομάδος Spotlight δεν είναι μήτε οι αποκαλύψεις που έφεραν στο προσκήνιο μήτε η αποφασιστικότητα που επέδειξαν απέναντι σε όλες τις δυνάμεις που πάσχιζαν να κουκουλώσουν την υπόθεση. Το αληθινά δύσκολο του εγχειρήματός τους έγκειτο στο ότι αποτόλμησαν και κατόρθωσαν να κοιτάξουν κατάματα ολόκληρη τη σκληρή εικόνα. Δεν επρόκειτο για κάποιο μεμονωμένο συμβάν, δεν επρόκειτο για ολίγες ατυχείς στιγμές. Αντιθέτως, επρόκειτο για μία πρακτική που άγγιξε (και δυστυχώς, μάλλον ακόμη αγγίζει) τα όρια του φαινομένου. Ενός φαινομένου που αναπαράγεται ασταμάτητα βασιζόμενο στα συνένοχα βλέμματα που στρέφονται αλλού και στα απρόθυμα να ακούσουν αυτιά.
Το Spotlight (που κουβαλά και έξι οσκαρικές υποψηφιότητες στις αποσκευές του) παίρνει θέση στη γραμμή της εκκίνησης, έχοντας ένα πανίσχυρο άσσο στο μανίκι. Το φορτίο της αληθινής ιστορίας που αφηγείται. Το βάρος των ηλεκτρισμένων γεγονότων που καλείται να αναπαραστήσει. Γεγονότων που σφίγγουν σχεδόν αυτόματα την καρδιά και δημιουργούν σχεδόν αστραπιαία μία βαθιά εμπλοκή και ενσυναίσθηση. Ο σκηνοθέτης Τομ ΜακΚάρθι επιλέγει τη σωστή οδό, η οποία στην ουσία αποτελούσε εξαρχής μονόδρομο.
Αφήνεται στην ιστορία του, της παραχωρεί άπλετο χώρο για να ξεδιπλωθεί, της χαρίζει χρόνο, υπομονή και την απόλυτη πρωτοβουλία κινήσεων. Ο ίδιος φροντίζει να καθίσει στο πίσω φόντο και να οπλιστεί με την απαραίτητη διακριτικότητα, η οποία όμως σε κανένα σημείο δεν εκτρέπεται σε απουσία. Δεν καταφεύγει σε εντυπωσιασμούς, φιοριτούρες, περιττά ξεσπάσματα ή αχρείαστους πλεονασμούς. Δεν παλεύει να κλέψει τη δόξα της ιστορίας του ή να καρπωθεί την ηθική αίγλη που την περιβάλλει. Δεν προστρέχει σε κάποια ανεπιθύμητη υπέρ το δέον ηρωοποίηση των «καλών» ή την υπέρμετρη δαιμονοποίηση των «κακών».
Αντιθέτως, είναι λιτός, αναλυτικός όπου χρειάζεται και αφαιρετικός όπου είναι αναγκαίο. Και κατορθώνει, μέσω αυτής της στάσης, ένα επίτευγμα που φαντάζει εύκολο, αλλά κάθε άλλο παρά εύκολο είναι, ιδίως όταν η μαγιά μιας ταινίας είναι φτιαγμένη από τόσο ανεκτίμητα υλικά. Ο ΜακΚάρθι διατηρεί φτιάχνει μία ταινία που μοιάζει στην αναζήτηση της αλήθειας στην οποία επιδίδονται οι πρωταγωνιστές της. Είναι μία κούρσα αντοχής και όχι ταχύτητας. Διανύει μία μεγάλη απόσταση με ένα αμείωτο σταθερό τέμπο, το οποίο καταλήγει έντονο και καθηλωτικό, όχι επειδή είναι φρενήρες, αλλά επειδή είναι εντυπωσιακά σταθερό.
Παράλληλα, φέρνει στον νου τις καλύτερες (χωρις φυσικά να φτάνει στο αντίστοιχο ύψος) στιγμές του υπό-είδους της αμερικάνικης ταινίας δημοσιογραφίας, το οποίο μας έχει χαρίσει μπόλικα διαμαντάκια, με πρώτο και καλύτερο το τοτεμικό All the President’s Men, του 1976. Αργά αλλά σταθερά, βυθιζόμαστε στην ανάγκη απονομής δικαιοσύνης. Βιώνουμε τον εκνευρισμό της αδικίας. Νιώθουμε στο πετσί μας την τρομακτική δύναμη της σιωπηρής συγκάλυψης. Κατανοούμε την αίσθηση εμμονής που καταλαμβάνει τους ήρωες. Τους δικαιώνουμε και περιμένουμε με καρτερία να μας δικαιώσουν κι αυτοί με τη σειρά τους.
Ο ΜακΚάρθι έχει στα χέρια του ένα καταπληκτικό καστ, το οποίο κουμαντάρει όπως ακριβώς και την ιστορία που έχει στα χέρια του: με σύνεση και καθαρό μυαλό, χωρίς διάθεση για μεγαλουργία, αλλά με ξεκάθαρο σκοπό την αρτιότητα. Άπαντες είναι ταγμένοι σε μία συλλογική ερμηνεία, η οποία πορεύεται σαν κοινή κι αιχμηρή συνισταμένη. Ταυτόχρονα, χωρίς σε καμία στιγμή να ραγίσει το ομαδικό γυαλί, τα επιμέρους στοιχεία χαρακτηρολογίας είναι εκεί για όποιον θέλει να τα διακρίνει. Η αποφασιστική απερισκεψία του Μαρκ Ραφάλο. Η υποβλητική ηγεσία του Λιβ Σράιμπερ. Η δυσκίνητη ανιδιοτέλεια του Στάνλεϊ Τούτσι. Το αεικίνητο ανικανοποίητο του υπέροχου Μάικλ Κίτον. Ο πειθαρχημένος συναισθηματισμός της Ρέιτσελ ΜακΆνταμς. Ο ψύχραιμος πανικός του Τζον Σλάτερι. Ένα ερμηνευτικό «όλοι για έναν κι ένας για άλλους», σαν σωματοφύλακες μίας μοντέρνας και βρόμικης εποχής.