Σκηνοθεσία: Τζον Γουότς
Παίζουν: Τομ Χόλαντ, Ζεντέγια, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Μαρίσα Τομέι, Τζον Φαβρό
Διάρκεια: 150’
Με όλο τον πλανήτη να γνωρίζει πλέον ότι ο Spiderman είναι ο Πίτερ Πάρκερ, ο έφηβος υπερήρωας βλέπει την προσωπική του ζωή να καθίσταται ιδιαίτερα περίπλοκη και έτσι αποφασίζει να ζητήσει βοήθεια από τον έμπειρο φίλο του Dr. Strange. Το ξόρκι όμως που εκείνος μηχανεύεται για να αποκρύψει εκ νέου την ταυτότητα του νεαρού παρουσιάζει σοβαρές επιπλοκές, οι εχθροί του Spiderman από τα άλλα σύμπαντα εισβάλλουν και ζητούν το τέλος του νεαρού αντιπάλου τους και εκείνος έχει να αντιμετωπίσει πλέον πολύ σοβαρότερα προβλήματα.
Οι πρωτόγνωρες συνθήκες της πανδημίας διαμόρφωσαν ακόμη περισσότερες ιδιαιτερότητες στην πορεία της τέταρτης φάσης του κινηματογραφικού σύμπαντος της Marvel. Μετά από αναβολές, πειραματισμούς και δυναμική είσοδο στον τηλεοπτικό κόσμο με πέντε (!) σειρές, το post-Avengers περιβάλλον του MCU είχε στον προγραμματισμό του μία επιστροφή στο κλασικό του αφηγηματικό μοτίβο, την οποία φαίνεται ότι χρειαζόταν από κάθε άποψη. Το «Spider-Man: No Way Home» είναι μία ταινία ικανή να συσπειρώσει ένα τεράστιο κοινό παγκοσμίως και να φέρει ξανά το νικηφόρο στούντιο στην απολύτως ηγεμονική θέση που έχει καταλάβει τα τελευταία χρόνια.
Πρόκειται άλλωστε για έναν από τους πιο αγαπημένους υπερήρωες. Ο «Άνθρωπος-Αράχνη» απευθύνεται ευθέως στο παιδί που κρύβουμε μέσα μας, η ηρωική αλληγορία του αγγίζει πολύ πιο ευαίσθητες χορδές από εκείνη που συναντά κανείς σε άλλες μαρβελικές περιπτώσεις. Είναι ίσως ο superhero που χρειάζεται τη συνδρομή των υπολοίπων Εκδικητών λιγότερο από όλους, αφού λατρεύεται παγκοσμίως πολύ πριν γίνει μέρος της dream team. Δεδομένων όλων των παραπάνω, η επιλογή της δημιουργικής ομάδας να στραφεί στη δική του (κινηματογραφική) μυθολογία είναι όχι μόνο εύλογη, αλλά και επιβεβλημένη, αφού η κορύφωση των περιπετειών του Spidey όφειλε να λάβει χώρα σε ένα καθαρά δικό του τερέν.
Η περίοπτη θέση της νοσταλγίας στην ταινία του Γουότς λειτουργεί πολύπλευρα. Διότι συνάδει σαφώς με το γενικότερο κλίμα της εποχής, πηγαίνει όμως ένα βήμα παραπέρα: η Marvel και η Sony (που εκμεταλλεύονται από κοινού τα δικαιώματα του ήρωα) χτίζουν έναν πωρωμένο στρατό οπαδών που συναρπάζονται νοσταλγικά με την εμφάνιση αντιπάλων που μπορεί να μην είχαν καν γνωρίσει στις αρχικές ταινίες. Φυσικά, δεν είναι κάτι νέο ότι η νοσταλγία της εποχής δε βασίζεται στις εμπειρίες αλλά στη θεωρητικοποίηση ενός αγνού παρελθόντος, αλλά ο συνδυασμός του στοιχείου αυτού με τον μαρβελικό φανατισμό γεννούν κάτι πραγματικά εκρηκτικό. Τούτο βέβαια δεν απομειώνει σε τίποτα την ικανότητα της ταινίας να κινείται σε πολλά τερέν ταυτόχρονα, να απευθύνεται πράγματι σε μικρούς και μεγάλους (που θέλουν να νιώσουν ξανά για λίγο μικροί).
Η live-action αξιοποίηση των απέραντων δυνατοτήτων που παρέχει το multiverse αποδεικνύεται επιτυχής και αυτό διότι δεν πνίγεται σε συνήθεις μαρβελικούς μαξιμαλισμούς. Λειτουργεί περισσότερο σαν εισαγωγικό μέρος αυτού του πολύτιμου concept που εξερευνήθηκε από το εκπληκτικό animated «Spider-Man: Into the Spider-verse». Τούτο βέβαια δε σημαίνει πως το υπερθέαμα απουσιάζει ∙ το «No Way Home» είναι ακραιφνώς ταινία Marvel, οι ουρανοί ανοίγουν και χρωματίζονται ποικιλοτρόπως, άνθρωποι και αντικείμενα ίπτανται και προσγειώνονται με απειλητικό κρότο, γενικά ο γνωστός «θόρυβος» είναι πάντα παρών. Ίσως να είναι και αυτό το σημείο που ως έναν βαθμό αποκόπτει τον «Άνθρωπο-Αράχνη», σε αυτή του την εκδοχή, από την εικόνα του παιδιού της διπλανής πόρτας, του nerd μαθητή που δεν κολυμπάει στα πλούτη. Παρότι η ερμηνεία του Τομ Χόλαντ την υποστηρίζει και δείχνει να έχει συμπεριλάβει τον συναισθηματικό πυρήνα του ήρωα, είναι τόσο μυθικά τα διακυβεύματα που η αύρα του «friendly neighborhood Spider-Man» αγκομαχεί για να διατηρηθεί.
Η ετερόκλητη ομάδα των villains που έχει κληθεί απροσδόκητα να συμπράξει βασίζεται έντονα στους «παλιούς». Αντίστοιχα, ο φόρος τιμής που αποτίνει η ταινία του Γουότς στις παλιότερες ταινίες ορίζει και διάφορες εξελίξεις της πλοκής, ενώ περιλαμβάνει μέχρι και τη διατύπωση αγαπημένων φράσεων που έχουν ακουστεί στα διάφορα «αραχνο-σύμπαντα». Και αν ακόμη η ταινία δεν είναι τόσο αστεία όσο η ίδια νομίζει (κλασικό μαρβελικό σύμπτωμα), αυτό δεν κοστίζει ιδιαίτερα στο σύνολο, αφού αυτή η υπερκόσμια ιστορία υπερηρωικής ενηλικίωσης καταφέρνει να βρει το δρόμο της προς τις καρδιές του κοινού, χάρη στις συναισθηματικές της κορυφώσεις, τις νοσταλγικές εκρήξεις και την πηγαία ικανοποίηση που παρέχει στους οπαδούς της.
Μπορεί το fan service να συνιστά την απόλυτη προτεραιότητα της ταινία και αυτό να αποτελεί συχνότερα παγίδα παρά αρετή, όμως το «No Way Home» καταφέρνει με κάποιον τρόπο να αγγίξει όλα τα σωστά πλήκτρα που κάνουν τις νότες της να ηχούν γλυκά και κάμπτουν τις αντιστάσεις των δύσπιστων. Φυσικά οι διαχρονικοί οπαδοί του Spiderman θα νιώσουν σαν παιδιά σε Λούνα Παρκ, αλλά δεν αποτελούν αυτοί το μοναδικό κοινό που θα απολαύσει το θέαμα. Πρόκειται για μία ταινία που παραμένει νεανική στις περιπετειώδεις στροφές της, που υποκλίνεται στους προπάτορές της (αν και δε φτάνει να αγγίξει τον cool χαρακτήρα των ταινιών του Ράιμι) και που ανανεώνει τους όρκους αγάπης του κόσμου με τον αγαπημένο υπερήρωα. Στις επόμενες δοκιμασίες του «Αραχνοσύμπαντος» θα είμαστε πάλι εκεί, έτοιμοι να νιώσουμε για λίγο μόνο παιδιά.