Σκηνοθεσία: Alain Desrochers,
Με τους: Antonio Banderas, Ben Kingsley, Liam McIntyre, Gabriella Wright
Διάρκεια: 87′
Ο Ανδαλουσιανός José Antonio Domínguez Banderas γεννήθηκε στις 10 Αυγούστου του 1960, στη Μάλαγα της Ισπανίας. Σε λίγες μέρες δηλαδή έχει γενέθλια: γίνεται 57 ετών! Ο τρελός οπαδός της Ρεάλ Μαδρίτης και μέχρι πριν ενάμιση χρόνο σύζυγος της Melanie Griffith στάνταρ περνάει μια όχι και τόσο καλή περίοδο στην κινηματογραφική του καριέρα. Ο τρεις φορές υποψήφιος για Χρυσή Σφαίρα ηθοποιός έχει σκηνοθετήσει και δύο πολύ ενδιαφέρουσες ταινίες κι ετοιμάζεται και για την τρίτη του. Εκεί μάλλον τον περιμένουν καλύτερες μέρες. Αυτή η προσεχής τρίτη σκηνοθετική προσπάθεια, αν τα διαβάζουμε καλά τα γράμματα, θα έχει πολύ ενδιαφέρον για πολλούς λόγους: ο τίτλος της είναι «Akil» και θα έχει πρωταγωνίστρια την πρώην γυναίκα του, την οποία εγώ θυμάμαι να έχω δει σε ταινία τελευταία φορά στο γαμάτο «Cecil B. DeMented», του John Waters, το μακρινό 2000!
Όχι ότι η γυναίκα δεν παίζει σε ταινίες ή τηλεοπτικές σειρές, αλλά τίποτε άξιο λόγου και τίποτε που να έχει βγει στις αίθουσες στην Ελλάδα. Επ’ ευκαιρία, η Melanie Griffith έχει γενέθλια μια μέρα νωρίτερα από τον Antonio, στις 9 Αυγούστου του 1957 – γίνεται δηλαδή 60 χρονών! Και να φανταστείτε ότι η συγκεκριμένη γυναίκα ήταν υπεύθυνη για κάποιες από τις πιο ενδιαφέρουσες κινηματογραφικές μας… στύσεις, με καυτούς ρόλους σε ταινίες όπου συμμετείχε όπως το «Διχασμένο κορμί» (Body Double, 1984) και το «Άγριο θηλυκό» (Something Wild, 1986). Γερνάνε τα αντικείμενα του πόθου μας, γερνάμε κι εμείς… Ας πούμε, όμως, και δυο λόγια για τον σκηνοθέτη. Αυτή είναι η 7η μεγάλου μήκους ταινία του Γαλλοκαναδού σκηνοθέτη Alain Desrochers και η πρώτη που βλέπουμε εμπορικά στη χώρα μας. Είπαμε δυο λόγια λοιπόν…
Ο Έντι Ντίκον είναι βετεράνος ενός από τους πολέμους που κατά καιρούς εξαπολύουν οι ΗΠΑ ανά τον κόσμο. Είναι άνεργος εδώ και δύο χρόνια και η χαμηλή του αυτοεκτίμηση τον έχει απομακρύνει από τη γυναίκα και την κόρη του. Ψάχνει απεγνωσμένα για δουλειά προκειμένου να γυρίσει στην οικογένειά του, απαλλαγμένος από τη στάμπα του αποτυχημένου. Και τελικά βρίσκει μία: να δουλέψει ως σεκιουριτάς (με βασικό μισθό) σε ένα παλιό εμπορικό κέντρο, αρκετά απομονωμένο, και μακριά σχετικά από εκεί που ζει. Την πρώτη νύχτα που πιάνει δουλειά, όμως, τα πράγματα δεν πάνε καλά. Λίγα χιλιόμετρα μακριά από το εμπορικό κέντρο, ένα κομβόι αυτοκινήτων του FBI δέχεται επίθεση από μαφιόζους.
Στόχος της επίθεσης είναι η 10χρονη Τζέιμι. Η Τζέιμι είναι η κόρη ενός λογιστή, πρώην συνεργάτη του γκάνγκστερ Τσάρλι. Όταν ο λογιστής αποφάσισε πως δεν του ταίριαζε πλέον αυτή η συνεργασία, ο Τσάρλι τον έβγαλε από τη μέση, τόσο εκείνον, όσο και τη γυναίκα του. Η ορφανή Τζέιμι είναι να καταθέσει σε δικαστήριο, κάτι που ο Τσάρλι δεν θέλει να συμβεί επ’ ουδενί. Η Τζέιμι βρίσκει καταφύγιο στο εμπορικό κέντρο στο οποίο έπιασε δουλειά ο Έντι, ο οποίος αποφασίζει να την προστατέψει. Θα τα καταφέρει αυτός και οι τέσσερις άοπλοι ουσιαστικά νέοι του συνάδελφοι να σώσουν τη μικρή αλλά και τους εαυτούς τους από μια στρατιά από πληρωμένους δολοφόνους; Έχουν μια νύχτα για να αποδείξουν από τι είναι φτιαγμένοι…
Κάπου στην αρχή της ταινίας, ο Έντι (που υποδύεται ο Banderas) πηγαίνει σε ένα γραφείο ευρέσεως εργασίας (ίσως ειδικό για βετεράνους) κι όταν καταλαβαίνει πως η υπάλληλος δεν θέλει να του δώσει δουλειά την οποία εκείνη θεωρεί ότι είναι υποτιμητική για εκείνον (και εννοείται, μόνο τέτοιες δουλειές διαθέτει), ο Έντι της λέει: «θα έκανα οποιαδήποτε δουλειά, όσο χάλια κι αν είναι». Ρε παιδί μου, αυτό λέγεται τραγική ειρωνεία. Γιατί, να, μπροστά στα μάτια μας ο έχων κάποιο ταλέντο Banderas, που παλιότερα έπαιζε σε ταινίες ενδιαφέρουσες αν μη τι άλλο, και συνεργαζόταν με σπουδαίους σκηνοθέτες, (κατα)δέχτηκε να παίξει σε μια ταινία του συρμού. Μια ταινία που θα βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες, πέραν της χώρας μας, στην Ιαπωνία, στην Ολλανδία, στην Πορτογαλία και στο Βιετνάμ…. Αν θα παιχτεί αλλού, θα παιχτεί κατευθείαν σε dvd (στην Αγγλία και στη Σουηδία πχ).
Εξ ορισμού z movie δηλαδή, που δεν μπορεί να διεκδικήσει δάφνες ούτε ποιότητας, ούτε πρωτοτυπίας, διάβολε, ούτε λίγου fun στη διαδικασία. Εκτός κι αν η ταινία θέλει να δείξει ότι δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά, με το να χρησιμοποιούν οι «καλοί» ήρωες τα παιδικά γουόκι-τόκι όταν συνεννοούνται μεταξύ τους. Για τον Ben Kingsley δεν το συζητώ: ο τεράστιος αυτός ηθοποιός έχει δείξει πλειστάκις ότι διόλου δεν τον ενδιαφέρει η ποιότητα της ταινίας στην οποία συμμετέχει. Δουλίτσα να υπάρχει, τα μισθά να πέφτουν και ας παίζει στη χειρότερη ταινία όλων των εποχών, το αυτί του δεν ιδρώνει!
Ο badass Banderas, γίνεται λίγο… Bruce Willis, λοιπόν, σε μια ταινία που προσπαθεί να ξεπατικώσει όλα τα τερτίπια και εκείνα τα στοιχεία που έκαναν τις περισσότερες ταινίες της σειράς «Die Hard» τόσο μεγάλες εμπορικές επιτυχίες. Αλλά φευ. Λίγα λεφτά στην παραγωγή (σε τέτοιου είδους ταινίες τα λεφτά πρέπει να «φαίνονται», αλλιώς το μόνο φαντασμαγορικό που μένει είναι η ανατροπή του αστυνομικού αυτοκινήτου στο κομβόι της αρχής), διαχειριστής σκηνοθέτης κι ένα σενάριο γραμμένο στο πόδι, δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια. Εν ολίγοις, μία σκέτη «αρπαχτή».
Ο αποτυχημένος στην κοινωνία Έντι βρίσκει τον εαυτό του προστατεύοντας το κορίτσι, καθώς ενεργοποιεί τα στοιχεία εκείνα που του έδωσε η πατρίδα του, κάνοντάς τον μηχανή θανάτου: μόνο μέσω της βίας, μόνο μέσα στο «πεδίο της μάχης», ο Έντι μπορεί να νιώσει άνθρωπος ξανά κι όχι αποτυχία! Αφήστε που η ταινία έχει… τρία φινάλε.Ταινία του σωρού, που πραγματικά θα ήθελα να δω ποιοι και πόσοι θα πάνε να τη δουν καλοκαιριάτικα στα σινεμά. Μια ταινία, που ανήκει εκ προοιμίου στο χώρο των βιντεοκλάμπ και χαλαρά θα μπορούσε να την παρακολουθήσει κανείς μετά το μεσημεριανό του ύπνο στο Star Channel. Και δεν θα τον ενοχλούσαν και οι διαφημίσεις…
- Αναδημοσίευση από MoviesLtd