Σκηνοθεσία: Πιερ – Φιλίπ Σεβινί
Παίζουν: Αριάν Καστεγιάνος, Νέλσον Κορονάντο
Διάρκεια: 88′
Το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Πιερ – Φιλίπ Σεβινί φέρνει στον νου το σινεμά της μεγάλης ακμής των αδερφών Νταρντέν και του Κεν Λόουτς. Οι χαρακτήρες του είναι τρωτοί, άνθρωποι που τους πνίγει το δίκιο, με εκρήξεις και φοβίες και ανάγκη για επικοινωνία μέσα στο σκοτάδι της εργασιακής τους πραγματικότητας. Τοποθετημένο σε ένα σημείο της αχανούς χώρας του Καναδά που σπανίως βλέπουμε στον κινηματογράφο, το Ρισελιέ στέκει κριτικά απέναντι στη φήμη που συνοδεύει το «εύρυθμο» καναδικό οικονομικό σύστημα και αρθρώνει λόγο που αφορά ανθρώπινες ζωές προορισμένες να μένουν στη σκιά, αυτές των εποχιακών μεταναστών, οι οποίοι συγκροτούν ένα ιδιαίτερο και πλέον ευάλωτο τμήμα της εργατικής τάξης.
Κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης είναι η Αριάν που εργάζεται ως μεταφράστρια σε ένα εργοστάσιο επεξεργασίας καλαμποκιού που απασχολεί μετανάστες με βραχύβια συμβόλαια. Καλείται να διαμηνύσει στους ισπανόφωνους εργάτες τους όρους με τους οποίους θα απασχολούνται και θα διαβιούν και να σταθεί σαν γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ αυτών και των εκπροσώπων της εργοδοσίας τους. Έχοντας ήδη σωρεύσει βαριά προσωπικά αδιέξοδα, η Αριάν βρίσκει τον μεσολαβητικό της ρόλο ολοένα και πιο αφόρητο, αφού όσα υποχρεούται να διερμηνεύσει εκ της διευθύνσεως συχνά βρίσκονται στη σφαίρα του αδιανόητου. Οι εργάτες διαβιούν σε συνθήκες που συνθλίβουν κάθε έννοια ιδιωτικότητας και ατομικότητας, δεκάδες σε ένα σπίτι με ένα μπάνιο, η δουλειά τους κατανέμεται ατάκτως και αφήνει γρήγορα το τρομακτικό αποτύπωμά της στα σώματα και τα πνεύματά τους. Εκείνη αποφασίζει να αναλάβει δράση, στο μέτρο του εφικτού, προκειμένου να αμβλύνει τις απάνθρωπες συνθήκες του εργοστασίου και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των μεταναστών, που αρχικά είναι επιφυλακτικοί απέναντί της.
Ο Σεβινί αποφεύγει τις μονόπατες απαντήσεις, αφήνοντας την κορυφή του καταπιεστικού σχήματος εκτός της εικόνας. Οι εκπρόσωποι της διοίκησης διαθέτουν ανθρώπινη μορφή, βρίσκονται και οι ίδιοι σε επισφαλή θέση, επιφορτισμένοι με το καθήκον να παρουσιάσουν εξωπραγματική παραγωγικότητα στους κεφαλαιοκράτες ιδιοκτήτες. Η βία διοχετεύεται συνεχώς προς τα κάτω, αποκτώντας όλο και περισσότερο θηριώδη μορφή όσο προσεγγίζει τη βάση της πυραμίδας στην οποία βρίσκονται οι εργάτες. Οι διαρκείς παραβιάσεις των ανθρώπινων και των εργασιακών δικαιωμάτων λογίζονται σαν παράπλευρες απώλειες στη λειτουργία μιας μηχανής που αξιολογείται αποκλειστικά με βάση το παραγόμενο αποτέλεσμα.
Στο κείμενο του Ρισελιέ, με το ασφυκτικό κάδρο και τη μουντή φωτογραφία του, οι απρόσωπες δομές και εκφράσεις της εξουσίας είναι σύμφυτες με την ταξική αδικία, προορισμένες να τη διαιωνίζουν, αντί να την εξισορροπούν. Οι μετανάστες που εργάζονται ως εποχικοί υποχρεούνται να πληρώνουν εισφορές σε ένα σωματείο εργαζομένων του οποίου δεν είναι μέλη και από το οποίο δε μπορούν να αξιώσουν καμία προστασία. Βρίσκονται κατάχρεοι στις πατρίδες τους προτού καν ξεκινήσουν να δουλεύουν, με το εργασιακό παρόν και μέλλον τους υποθηκευμένο, εκ των πραγμάτων αναγκασμένοι να υπομείνουν μυριάδες βάσανα. Σε περιπτώσεις που ο νόμος θεωρητικά τους καλύπτει, όπως ένα εργατικό ατύχημα, είναι οι δακτυλοδεικτούμενοι που αναγκάζονται να αναλάβουν την ευθύνη της έκθεσης του εργοστασίου –και άρα της εργασίας και της επιβίωσης όλων– σε κίνδυνο. Με άλλα λόγια, οι εποχιακοί μετανάστες είναι οι αναλώσιμοι του ύστερου καπιταλισμού, ενσάρκωση του σύγχρονου homo sacer, απογυμνωμένοι από δικαιώματα.
Μέσα σε μια συνθήκη ζόφου που μοιάζει αδιατάρακτη και ακατάβλητη, ο Σεβινί αντιλαμβάνεται την ελάχιστη ελπίδα ως την επιβίωση της ανθρώπινης επαφής. Μιας επαφής που μπορεί να μην είναι ικανή να ανατρέψει το οικοδόμημα της καταπίεσης, αλλά δε λέει να εξοβελιστεί από την εικόνα. Είναι αυτή που γεννά τα πρώτα υλικά για την αλληλεγγύη, το μόνο πραγματικό μέσο άμυνας που απομένει στον ταξικό αγώνα, το οποίο οικοδομείται αργά, μπολιασμένο από ήττες και μικρές στιγμές ανακούφισης, με θεμέλιο την ανάγκη για έναν βίο που θα είναι κάτι παραπάνω από μια αβίωτη μηχανική πραγματικότητα.