A Rainy Day in New York

Σκηνοθεσία: Γούντι Άλεν

Παίζουν: Τιμοτέ Σαλαμέ, Ελ Φάνινγκ, Σελένα Γκόμεζ

Διάρκεια:

Είναι πράγματι από δύσκολο ώς αδύνατον να αξιολογήσει κανείς το A Rainy Day in New York προσπερνώντας όλες τις περιρρέουσες συνθήκες. Με πρώτη και σπουδαιότερη στη λίστα το πώς και το γιατί η περσινή χρονιά ήταν η πρώτη από το μακρινό 1981 (χρονιά αγρανάπαυσης ανάμεσα στο Stardust Memories και το A Midsummer Night’s Sex Comedy) που ματαιώθηκε το καθιερωμένο μας αγαπησιάρικο ραντεβού με τον Γούντι Άλεν.

Υπό αυτό το πρίσμα, και μόνο η έξοδος στις αίθουσες μιας ταινίας που είχε μπει στο συρτάρι με τα αζήτητα από την Amazon (η οποία μάλιστα ακύρωσε και το συμβόλαιο που είχε με τον Γούντι για τρεις ταινίες) αποτελεί μια κάποια νίκη. Μια μικρή νότα ελπίδας απέναντι σε μια εποχή και μια νοοτροπία που θάβει μεγαλειώδεις καριέρες και σπιλώνει ανεπανόρθωτα υπολήψεις σε κλάσματα δευτερολέπτου, ανασύροντας κατηγορίες για τις οποίες έχει υπάρξει τελεσίδικη αθωωτική ετυμηγορία από τους καθ᾽ ύλην (δύο στον αριθμό) αρμόδιους φορείς.

Ο Γούντι, από τη μεριά του, παραμένει ορκισμένα και αταλάντευτα αδιάφορος για το σύμπαν ολόγυρά του και σταθερά περιστρεφόμενος γύρω από τον δικό του ζωογόνο άξονα: το σινεμά. Έχοντας υπόψη όλα τα παραπάνω το Μια βροχερή μέρα στη Νέα Υόρκη καταλήγει, σχεδόν άθελα και ερήμην του, να προσλαμβάνεται ως υποδόρια και ανεπαίσθητη ειρωνεία απέναντι στο πανηγύρι της υστερίας και των εντυπώσεων που είχε μεθοδικά στηθεί, μέσα από τον χαρακτήρα που ερμηνεύει η Ελ Φάνινγκ.

Από την (πολύ αστεία) σκηνή, όπου επιδεικνύει χαχανίζοντας την ταυτότητά της προκειμένου να βεβαιώσει πως δεν είναι ανήλικη (το να αποκρούσει την κατηγορία πως είναι νυμφίδιο ποσώς την απασχολεί), μέχρι το ότι αποτελεί αντικείμενο πόθου για τρεις ώριμους άνδρες, διάσημους και καταξιωμένους στον χώρο του θεάματος, η περσόνα που υποδύεται η απολαυστικά τσαχπίνα Φάνινγκ θαρρείς και χαμογελά σαρκαστικά στο κυνήγι μαγισσών που ξέσπασε λίγο αφότου γυρίστηκε η ταινία.

Πέρα όμως από την όποια περιρρέουσα ατμόσφαιρα κοινωνικό-πολιτικής ή πολιτικάντικης απόχρωσης, η εκφορά γνώμης για κάθε νέα ταινία του Γούντι, εδώ και περίπου 20 χρόνια, χρωματίζεται και από μια ακόμη παράμετρο, αμιγώς καλλιτεχνικού περιεχομένου αυτή τη φορά. Μια παγίδα διπλής κατεύθυνσης, που μπορεί να σε ωθήσει είτε σε μια ελαφρά τη καρδία επιείκεια (λόγω υπέρμετρης λατρείας) είτε σε κάποιον βιαστικό αφορισμό (μέσα από τη μόνιμη επίκληση των glory days του Άλεν). Κι όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι θέμα μιας υπέρ το δέον θετικής προαίρεσης. Το A Rainy Day in New York ανήκει στην αφρόκρεμα της γουντιαλενικής φιλμογραφίας του 21ου αιώνα και είναι πέρα για πέρα άδικο να μπει στο ζύγι με τα αριστουργήματα περασμένων δεκαετιών.

O Γούντι γράφει διαλόγους και σκαρώνει στιχομυθίες που χαϊδεύουν τα εγκεφαλικά κύτταρα με την ευστροφία, την ετοιμολογία και το πανέξυπνο wit από το οποίο ξεχειλίζουν (και το οποίο δυστυχώς ξεγλιστρά από τον μετριότατο ελληνικό υποτιτλισμό της ταινίας) και πραγματοποιεί μια καίρια, αν και ανεπαίσθητη, μετατροπή στο βασικό μοτίβο που διατρέχει τη ραχοκοκαλιά της φιλμογραφίας του. Ο Γούντι, σε αυτή την τόσο γοητευτική βροχερή μέρα, δεν αναπολεί νοσταλγικά τον χρόνο που γλίστρησε μέσα από τα δάχτυλα ανεπιστρεπτί, αλλά λαξεύει το χθες σε ένα συγκεχυμένο σκαρίφημα του σήμερα.

Με τον Τιμοτέ Σαλαμέ να τρυπώνει ακριβώς στο μεδούλι της γουντιαλενικής ψυχοσύνθεσης και κοσμοθεωρίας, πλάθοντας ένα alter ego που σφύζει από νεανικό φόβο θανάτου, από μελαγχολική και γκρίζα αισιοδοξία, από την αποφασιστικότητα εκείνη που ενσταλάσσεται σε εκείνη την ακαθόριστη γραμμή του ορίζοντα όπου η καρδιά μοιάζει γέρικη και εφηβική την ίδια ακριβώς στιγμή. Ανοίγοντας μια παρένθεση, να αναφέρουμε ότι είναι πραγματικά τόσο στενάχωρη η μιντιακού τύπου αποκήρυξη της ταινίας από έναν εκκολαπτόμενο σταρ, τον οποίο κάδραρε, φώτισε (ο Βιτόριο Στοράρο μετατρέπει τις γωνιές κάθε κλειστού χώρου σε πεδίο θαυματουργής φωτογένειας) και ενέδυσε σεναριακά ο Άλεν με τόση τρυφερότητα και μεράκι.

Φυσικά, μέσα σε αυτό το γαϊτανάκι από συμπτώσεις, τρεχαλητά, ματαιώσεις και αναπάντεχα, καιροφυλακτούν όλα τα ζητήματα που απασχόλησαν τον Γούντι από τα σκηνοθετικά μικράτα του. Η αδυναμία του ανθρώπινου συνταιριάσματος παρά μόνο όταν πασπαλιστεί η κάθε επαφή με μπόλικο παραμύθι. Η περιφρόνηση για τα ήθη και έθιμα που κυριαρχούν στον κόσμο του θεάματος, τόσο στην ιλουστρασιόν εκδοχή του όσο και στο υποτιθέμενα σκεπτόμενο-διανοουμενίστικο σύννεφό του. Το κινηματογραφικό πλατό ως η μόνη ερωτογενής ζώνη. Αναλογιστείτε την πανέξυπνη η αντιδιαστολή του αγνού ειδυλλίου που γεννιέται την ώρα των γυρισμάτων σε σύγκριση με τις φτηνιάρικες απόπειρες ειδυλλίου που κυοφορούνται σε πάρτι, συναθροίσεις, καμαρίνια και συνεντεύξεις.

Mέσα σε όλα αυτα, όπως πάντα, βροντόφωνα παρούσα η Νέα Υόρκη, ως ιερός τόπος αναπάντεχης σύγχυσης και λυτρωτικού αυτοπροσδιορισμού. Μια Νέα Υόρκη στην οποία ο Γούντι απευθύνει, τούτη τη φορά, όχι ακριβώς μια επιστολή αγάπης, αλλά μια παράκληση ικέτη προκειμένου να ξαναβρεί τις μαγικές της δυνάμεις, σε μια εποχή δύσκολη και ζόρικη για πλανευτές, γητευτές, μούσες και ταχυδακτυλουργούς.

Ο Γούντι εφορμά προς το αναπόδραστο φινάλε με νεανικό μπρίο και σου δημιουργεί την αίσθηση νοσταλγίας μιας συνθήκης που μάλλον ουδέποτε υπήρξε. Για να το θέσουμε πιο απλά, ακόμη και αν δεν έχεις ακούσει ποτέ μια μπαλάντα του Έρβινγκ Μπέρλιν (όπως ο υπογράφων, λόγου χάρη) ξάφνου σε κυριεύει μια ανίκητη επιθυμία. Όχι ακριβώς να εντρυφήσεις στον Μπέρλιν και την τζαζ, αλλά να γίνεις εκείνος ο άνθρωπος που ανατρέχει σε τέτοιες μελωδίες σε στιγμές συναισθηματικού στραπάτσου. Διότι, όπως μας υπενθυμίζει η ομορφότερη ατάκα της ταινίας, Η αληθινή ζωή είναι γι᾽ αυτούς που δεν μπορούν καλύτερα.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑