Σκηνοθεσία: Βέρνερ Χέρτσογκ
Παίζουν: Νικόλ Κίντμαν, Τζέιμς Φράνκο, Ντέιμιεν Λούις
Διάρκεια: 128’
Μεταφρασμένος τίτλος: “Η βασίλισσα της ερήμου”
Είναι ορισμένες φορές που η ζωή σε κάνει να απορείς. Να αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να συμβιβάζονται γεγονότα που δείχνουν πέρα για πέρα ασυμβίβαστα. Να σπαζοκεφαλιάζεσαι για το πώς γίνεται ένας σκηνοθέτης που α) έχει βάλει να κουβαλήσουν ολόκληρο πλοίο σε λασπώδη πλαγιά βουνού της ζούγκλας του Αμαζονίου, σε μία bigger than life ταινία που θα μπορούσε να αποτελεί επεξήγηση στα λήμματα «μεγαλομανία» και «εμμονή» σε κάθε λεξικό (Fitzcarraldo, 1982), β) έχει σκηνοθετήσει μία ταινία – αληθινή επίθεση στις αισθήσεις, έχοντας ως κεντρικό μοτίβο μία συμμορία από νάνους τρόφιμους ψυχιατρείου, οι οποίοι εξεγείρονται εναντίον των επίσης νάνων δεσμοφυλάκων, στη μέση του πουθενά, υπό τους ήχους διαβολικά φάλτσων μελωδιών (Ακόμη και οι νάνοι ξεκίνησαν μικροί, 1971), γ) έχει προσπαθήσει να αλληλοσκοτωθεί (κυριολεκτικά, δεν το λέμε χαριτολογώντας) με τον πρωταγωνιστή του Κλάους Κίνσκι, στη διάρκεια των γυρισμάτων τόσο του Fitzcarraldo (1982) όσο και του Αγκίρε, η μάστιγα του Θεού (1972), σε μία σχέση σκηνοθέτη – πρωταγωνιστή που έκανε κάθε γνωστό ψυχοπαθολογικό δίπολο να μοιάζει κυριακάτικη βόλτα στο πάρκο, δ) έχει σκηνοθετήσει την πιο μυσταγωγικά υπνωτιστική σκηνή που μπορώ εν τάχει να ανακαλέσω από όλες τις ταινίες που έχω ποτέ δει (Καρδιά από γυαλί, 1976), ε) έχει υφάνει μία τόσο δηκτική και ειρωνική σπουδή πάνω στις έννοιες της ανθρώπινης φύσης και της κατασκευής του πολιτισμού (Το αίνιγμα του Κάσπαρ Χάουζερ, 1974), να γυρίσει μία τόσο σοκαριστικά συντηρητική και «τουριστική» ταινία;
Εν τέλει, όπως έχει πολλάκις αποδειχτεί, μόνο του σπανού τα γένια δεν γίνονται και ο Βέρνερ Χέρτσογκ ευθύνεται για το ανοσιούργημα που ακούει στο όνομα Η βασίλισσα της ερήμου. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η κεντρική φιγούρα της ταινίας είναι η ιστορική περσόνα της Αγγλίδας Γκέρτρουντ (ή Γερτρούδης, αν είστε από εκείνους που αποκαλούν Οράτιο Καρτέσιο τον Ρενέ Ντεκάρτ) Μπελ, η οποία υπήρξε η απόλυτη femina universalis.
Αρχαιολόγος, εξερευνήτρια, διπλωμάτις, συγγραφέας, ειδήμων σε ζητήματα αραβικού πολιτισμού και αραβικής ιστορίας, άριστη γνώστρια της αραβικής και της περσικής γλώσσας. Διατελώντας κομβικής σημασίας σύνδεσμος της βρετανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή και συμμετέχοντας στη οριοθέτηση των συνόρων του σύγχρονου Ιράκ, η Γκέρτρουντ Μπελ έλαβε τα κολακευτικά προσωνύμια «θηλυκός Λώρενς της Αραβίας» και «βασίλισσα της ερήμου» και συνιστά, το δίχως άλλο, μία παραγνωρισμένη πρωταγωνίστρια ενός παραδοσιακά ανδροκρατούμενου σκηνικού.
Δυστυχώς όμως, αυτή η πολυσχιδής προσωπικότητα είναι υποταγμένη στη μοίρα που της επιφυλάσσει μία ταινία, στην οποία, όπως προείπαμε, τα πάντα είναι φτιαγμένα σαν κακόγουστη φάρσα. Οι διάλογοι, ο εσωτερικός περιγραφικός μονόλογος, η μουσική επένδυση, που περισσότερο διακωμωδούν παρά «ντύνουν» τα δρώμενα. Τα καρτποσταλικά καδραρίσματα, το ντεκουπάζ φτηνιάρικης τηλεταινίας, οι επιπέδου και αισθητικής Άρλεκιν ρομαντζάδες. Όπως και ο υποτιθέμενος υφέρπων φεμινισμός, που θυμίζει ταινία της Φίνος Φίλμς στη χουντική περίοδο.
Και φυσικά, το συνολικό ψηφιδωτό που σχηματίζεται, το οποίο στερείται σεναριακής υποδομής, οποιουδήποτε πολιτικού, ιστορικού, ανθρωπολογικού υπόβαθρου και παπαγαλίζει αργόσυρτα κούφιες εικόνες και άνυδρα λόγια. Αποκορύφωμα όλων ο οριεντάλ εξωτικός τόνος στις σκηνές της ερήμου, που φέρνει στο νου ρετρό διαφήμιση αποσμητικού ή αφρόλουτρου (Badedas ή Rexona, ας πούμε) και φυσικά, όλες (σχεδόν) οι ερμηνείες.
Η Νικόλ Κίντμαν περιφέρεται σαν κέρινο δύσκαμπτο ομοίωμα της πάλαι ποτέ αληθινής Νικόλ Κίντμαν, σε μία new age εκδοχή της Μπελ, κατάλληλη για εξώφυλλα περιοδικού και τηλεοπτικές εμφανίσεις. Ο ανυπέρβλητος Τζέιμς Φράνκο, από την άλλη, συνεχίζει στο διάβα που χαράζει εδώ και καιρό, με θαυμαστή συνέπεια. Μιλάει (ή πιότερο μουρμουρίζει), αφουγκράζεται, κοιτάζει και φιλά στην καλύτερη σαν να υποφέρει από βαρυστομαχιά, στη χειρότερη σαν να έχει υποστεί κάποια ανήκεστο εγκεφαλική βλάβη που του έχει αφήσει μόνιμο κουσούρι στην ομιλία και στο βλέμμα.
Ο Ρόμπερτ Πάτινσον (τον οποίο διόλου δεν σνομπάρουμε, ίσα ίσα τον αποθεώσαμε τόσο στο Cosmopolis όσο και στο Life) κάνει -χωρίς να ευθύνεται αυτός- τα κόκαλα του Πίτερ Ο’ Τουλ να τρίζουν με την ολιγόλεπτη καρικατουρίστικη εμφάνισή του ως Λώρενς της Αραβίας, ενώ ο Ντέιμιεν Λούις είναι ο μόνος που κρατά τα μπόσικα στον ρόλο ενός παλαιάς κόπιας και ηθικής ερωτευμένου αξιωματικού. Αντί επιλόγου, μία προτροπή. Ανατρέξτε στις ταινίες που αναφέρονται στην αρχή του κειμένου, είτε για να γνωρίσετε είτε για να θυμηθείτε τον μεγάλο σκηνοθέτη Βέρνερ Χέρτσογκ, τον οποίο συνδέει μία απλή συνωνυμία και τίποτα παραπάνω με τον σκηνοθέτη αυτής της ταινίας.