Σκηνοθεσία: Ροντρίγο Σορογκόγιεν
Παίζουν: Αντόνιο ντε λα Τόρε, Ρομπέρτο Άλαμο, Χαβιέρ Περέιρα
Διάρκεια: 127’
Όσο μας δίνονται οι ανάλογες αφορμές, θα συνεχίσουμε να το διατυπώνουμε με σαφήνεια και έμφαση. Η σύγχρονη ισπανική κινηματογραφική παραγωγή ειδικεύεται πλέον στις ταινίες είδους. Διαθέτει την απαραίτητη τεχνογνωσία, τα κατάλληλα υλικά (από καλοδουλεμένα σενάρια μέχρι «καλογυμνασμένους» ηθοποιούς), καθώς και ενδελεχή γνώση όλων των άγραφων νόμων που απορρέουν από το καταστατικό κάθε επιμέρους genre. Τα τελευταία χρόνια, λοιπόν, το ισπανικό σινεμά μας έχει βομβαρδίσει με προσεκτικά ζυγοσταθμισμένες ταινίες είδους, κινούμενο σε ποικίλα μονοπάτια. Από ταινίες τρόμου μέχρι ταινίες εκδίκησης, από heist movies ώς σκοτεινά αστυνομικά θρίλερ.
Στην τελευταία κατηγορία (όπου το πλέον αξιομνημόνευτο πρόσφατο δείγμα υπήρξε το νουαρικών απολήξεων Το μικρό νησί) ανήκει και το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ροντρίγο Σορογκόγιεν, το οποίο επιδιώκει τον πλέον πολυπόθητο στόχο κάθε καλοφτιαγμένης genre movie. Να αντλήσει υλικό, έμπνευση, παραστάσεις, ύφος και «γενετικό υλικό» από τις εσωτερικές συμβάσεις του είδους, με απώτερο όμως σκοπό να μην εξαντληθεί σε μία παπαγαλίστικη παράθεση εξωτερικών γνωρισμάτων. Διότι το μηχανιστικό κοπιάρισμα όλων των τεχνικών προδιαγραφών καταντά βαρετό και άνευρο, όταν λείπει η εσωτερική φωνή, η προσωποπαγής ταυτότητα.
Πράγματι, το Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει (η κατά λέξη μετάφραση του πρωτότυπου ισπανικού τίτλου είναι, πάντως, «Ας μας συγχωρήσει ο Θεός»), τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο, δεν εξαντλείται σε κάποιον περίτεχνα μπλεγμένο whodunit γρίφο, μήτε σε μία νοσηρή απεικόνιση ενός serial killer. Μάλιστα, ακόμη και το χιλιοφορεμένο κλισέ του αταίριαστου ντουέτο αστυνομικών συνεργατών αποκτά στιβαρό κορμό και γοητευτικές διακλαδώσεις χάρη τόσο στις ερμηνείες των Αντόνιο ντε λα Τόρε (που ήταν εξαιρετικός και στο πολύ ενδιαφέρον Η οργή ενός υπομονετικού ανθρώπου) και του Ρομπέρτο Άλαμο όσο και χάρη στη διεισδυτική ματιά του Σορογκόγιεν.
Η δράση τοποθετείται στη Μαδρίτη του 2011, η οποία κοχλάζει υπό το βάρος ενός πρωτοφανούς και ανυπόφορου αυγουστιάτικου καύσωνα, και (ψυχ)αναγκάζεται να φορέσει τα γιορτινά της για την επίσημη επίσκεψη του Πάπα. Ενόσω, όμως, το πανηγύρι της πίστης μαίνεται, κάτι σκοτεινό σέρνεται στο υπέδαφος, κάτι βέβηλο, ανίερο και ασεβές. Δύο αστυνομικοί καλούνται να εξιχνιάσουν μία σειρά από βίαιες δολοφονίες ηλικιωμένων γυναικών, στις οποίες έχει προηγηθεί άγριος βιασμός.
Ο Αλφάρο είναι οξύθυμος, αθυρόστομος, αδιαπραγμάτευτα μάτσο, ένας άνθρωπος που πασχίζει να φανεί A type male από την κορφή ώς τα νύχια. Ο Βελάρδε, από την άλλη, κατατάσσεται μάλλον στα Z type males, εσωστρεφής και φιλήσυχος, οριστικά και αμετάκλητα ακρωτηριασμένος -κοινωνικά και ψυχικά- από το τραύλισμά του. Κι όμως, τα φαινόμενα απατούν και μάλιστα μεγαλοπρεπώς, με λεπτομέρειες -άλλες σχετικά προφανείς κι άλλες αθέατες- να υποδηλώνουν πως πίσω από την σκληράδα κρύβεται ευαισθησία, πως πίσω από τη νηνεμία κρύβονται πυκνά σκοτάδια.
Το Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει δεν αποκτά σε καμία στιγμή την ένταση και τη διαύγεια μίας μεγαλεπήβολης αλληγορίας (γεγονός πολλές φορές καλοδεχούμενο, γιατί ο κρότος μίας αποτυχημένης αλληγορίας μπορεί να αποδειχθεί εκκωφαντικός), αλλά κατορθώνει, μέσα από ένα καλοσχηματισμένο μυστήριο και μια φινιρισμένη τονικότητα, να σκάψει κάτω από τον αρχικό φλοιό. Να μεταδώσει μία αίσθηση αναπόδραστου αδιεξόδου, να αποπνεύσει την πεποίθηση ότι η βία, η ασχήμια, τα τραύματα τρυπώνουν μέσα μας, φιλτράρουν την καθημερινότητά μας και μας σπρώχνουν ασυναίσθητα προς το Κακό.
Καθώς εισερχόμαστε στο τελικό στάδιο της επίλυσης του μυστηρίου, ο Σορογκογιέν επιλέγει (και δεν τον κακίζουμε, σε πρώτη ανάγνωση, για αυτή την επιλογή) να εξαϋλώσει το αρχικό αίνιγμα, προκειμένου να ξεκλειδώσει τα πιο απόκρυφα δωμάτια του λαβύρινθου. Δυστυχώς, όμως, εμφανίζει μία αμήχανη ατολμία απέναντι στα δικά του σκοτάδια, σαν να μην τα εμπιστεύεται απόλυτα. Με αποτέλεσμα να καταφεύγει σε επεξηγηματικές απαγγελίες ερμηνείας του Κακού, θαρρείς φοβούμενος μην κατηγορηθεί για ασάφεια ή για υπερβολή.
Εν ολίγοις, όταν έχεις χτίσει επαρκώς και αξιοπρεπώς μία διαρκής αίσθηση ανησυχίας και πεσιμισμού πως κάτι ολοένα και πιο ειδεχθές κρύβεται στην επόμενη γωνιά, απαγορεύεται δια ροπάλου να υπονομεύσεις αυτή την αίσθηση, ακριβώς στην τελική ευθεία. Το Κακό έχει άπειρα πλοκάμια και αμέτρητες ρίζες. Είναι λογικό και παράλογο μαζί, είναι ανεξήγητο και ερμηνεύσιμο ταυτόχρονα. Και σίγουρα δεν χρειάζεται φωτεινές ενδείξεις για να το εντοπίσουμε.