Σκηνοθεσία: Πάολο Τζενοβέζε
Παίζουν: Τζουζέπε Μπατιστόν, Άνα Φολιέτα, Μάρκο Τζαλίνι, Άλμπα Ρορβάχερ, Βαλέριο Μασταντρέα
Διάρκεια: 97′
Αυτή είναι η 8η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Paolo Genovese, ενώ έχει συν-σκηνοθετήσει κι άλλες δύο μεγάλου μήκους, μαζί με τον Luca Miniero. Και με τούτη την ταινία σημείωσε τη μεγαλύτερη εμπορική και καλλιτεχνική του επιτυχία. Στην Ιταλία την είδαν πάνω από 2,5 εκατομμύρια θεατές, ενώ ήταν και υποψήφια για οκτώ βραβεία David di Donatello (τα ιταλικά Όσκαρ) κερδίζοντας τελικά τα δύο πιο σημαντικά: καλύτερης ταινίας και σεναρίου. Είναι η πρώτη του ταινία που θα δούμε στη μεγάλη οθόνη στη χώρα μας. Καναδυό προηγούμενές του κυκλοφόρησαν σε dvd, όπως πχ το Για όλα φταίει ο Φρόιντ (2014).
Ο παραγωγικότατος σεναριογράφος – σκηνοθέτης, έχει άλλες δύο ταινίες στα σκαριά, για τις οποίες γνωρίζουμε τους αγγλικούς τους τίτλους. Μιλάμε για τις ταινίες The Place, στην οποία παίζουν τρεις από τους επτά που παίζουν στο Perfetti Sconosciuti, και συγκεκριμένα οι Marco Giallini, Alba Rohrwacher και Valerio Mastandrea, και The First Day of My Life. Επίσης, όσοι διαβάσατε το κείμενό μας για την ταινία του Álex de la Iglesia El Bar, θα γνωρίζετε ήδη ότι ο Ίβηρας σκηνοθέτης ετοιμάζει τη δική του εκδοχή (ελπίζουμε όχι σκηνή – σκηνή ίδια, όπως του Αθερίδη) πάνω στο Perfetti Sconosciuti. Μια χαρά ο Genovese λοιπόν…
Ένα ζευγάρι καλεί τους φίλους του για δείπνο, στο σπίτι του, στη Ρώμη, σε μια νύχτα με ολική έκλειψη σελήνης. Οι οικοδεσπότες είναι ο Ρόκο και η Εύα. Ο Ρόκο είναι ένας πολύ ανθρώπινος και ευαίσθητος χαρακτήρας, πλαστικός χειρουργός στο επάγγελμα. Η σύζυγός του, η Εύα, είναι ψυχολόγος και περνάει μία δύσκολη περίοδο στη ζωή της, μη γνωρίζοντας αν συνεχίζει να είναι ερωτευμένη με τον άντρα της από τη μια και πώς να έρθει κοντά στην έφηβη κόρη της από την άλλη. Στην αντίθετη πλευρά βρίσκονται η Μπιάνκα και ο Κόσιμο, νεόνυμφοι και πολύ ερωτευμένοι. Εκείνη είναι κτηνίατρος, ευγενική, πρόσχαρη και αρεστή σε όλους. Ο Κόσιμο οδηγεί ταξί, αλλά στο κεφάλι του υπάρχουν καθημερινά χιλιάδες ιδέες, όπως το να ανοίξει ένα μαγαζί με ηλεκτρονικά τσιγάρα ή να εκτρέφει σκύλους.
Ο Λέλε και η Καρλότα είναι μαζί πάρα πολλά χρόνια: εκείνος δουλεύει στο νομικό τμήμα μίας μεγάλης ιδιωτικής εταιρίας, όπου και γνώρισε τη γυναίκα του. Εκείνη έχει αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στα παιδιά τους, αφήνοντας τη δουλειά της για την οικογένειά. Τέλος, ο Πέπε είναι ένας καθηγητής γυμνασίου, ο οποίος απολύθηκε πρόσφατα εξαιτίας περικοπών στη δουλειά του. Την ημέρα του δείπνου θα παρουσίαζε το νέο του φλερτ στην παρέα, αλλά την τελευταία στιγμή εκείνη δεν μπόρεσε να έρθει επειδή αρρώστησε.
Με προτροπή της Εύα, όλοι οι συνδαιτυμόνες δέχονται τελικά να παίξουν ένα παιχνίδι: να μοιραστούν μεταξύ τους το περιεχόμενο κάθε μηνύματος, email και κλήσης που λαμβάνουν στο κινητό τους. Το παιχνίδι, όμως, είναι επικίνδυνο: πολλά μυστικά βγαίνουν στην επιφάνεια και οι ισορροπίες διαταράσσονται. Πόσα θα αλλάξουν μετά από αυτό το δείπνο; Πώς θα βρει τους φίλους το τέλος της έκλειψης;
Είναι λίγο… κουλή η απόφαση της Odeon να βγάλει στους κινηματογράφους τούτη την ταινία. Θέλω να πω, αγόρασε τα δικαιώματα του ιταλικού φιλμ προκειμένου ο Θοδωρής Αθερίδης να γυρίσει τους Τέλειους ξένους, την ελληνική εκδοχή της ταινίας, που είναι ντάλε κουάλε ίδια με το πρωτότυπο! Μόνο οι ηθοποιοί αλλάζουν, εννοείται η γλώσσα, καθώς και μερικά τοπωνύμια (πχ αλλού θα φυτέψει ο Κόσιμο, ο οδηγός ταξί, την κάπαρή του, σε μια ακόμα λαμπρή επιχειρηματική ιδέα και αλλού ο Αλέκος του Άλκη Κούρκουλου, που υποδύεται τον ίδιο ρόλο – αν θυμάμαι καλά, αυτός θα φυτέψει ελιές). Νομίζω τρώνε και διαφορετικό φαγητό στο τραπέζι, ενώ και η διακόσμηση είναι ελάχιστα διαφορετική. Πέρα από αυτά, όμως, όλα τα άλλα είναι ολόιδια! Ο Αθερίδης έκανε ταινία – αντιπατάρα, τίμια και όμορφα! Δεν έκλεψε κάτω από το τραπέζι, δεν δανείστηκε. Η συμφωνία ήταν: «θα κάνω το ελληνικό αντίγραφο του Perfetti sconosciuti». Κι αυτό έκανε. Και η ταινία έκανε γκελ στο ελληνικό κοινό τον περασμένο χειμώνα, όταν βγήκε στις αίθουσες, ενώ τα πάει και πολύ καλά και στις ενοικιάσεις ως dvd.
Προκύπτει όμως το εξής ερώτημα. Σε ποιους απευθύνεται το ιταλικό πρωτότυπο, που βγαίνει στις αίθουσες επτάμισι μήνες μετά την ελληνική εκδοχή και ενάμισι χρόνο αφότου πρωτοβγήκε στις αίθουσες στη γείτονα χώρα; Σε παράξενους μανιακούς, που βλέπουν τα πάντα; Σε περίεργους, που ενθουσιάστηκαν με το ελληνικό και σκίζονται να δουν και το ιταλικό; Σε πανεπιστημιακούς και λόγιους του σινεμά; Σε μελετητές του κινηματογράφου; Ή σε αυτούς που δεν είδαν την ταινία του Αθερίδη για διάφορους λόγους (πχ, δεν τους αρέσουν οι ελληνικές ταινίες) και δεν θα έλεγαν όχι να δουν την ταινία του Genovese; Πεδίον δόξης λαμπρόν, λοιπόν, και μένει να δούμε αν η εγχώρια εταιρία διανομής θα δικαιωθεί από την επιλογή της, για μια ταινία που «βρίσκεται εκεί έξω» εδώ και πάρα, πάρα, πάρα πολύ καιρό.
Πάντως, όπως και να έχει, πρόκειται για ένα δυνατό φιλμ, που δείχνει την υποκρισία των ανθρωπίνων σχέσεων και τη σαθρότητα του θεσμού που ονομάζουμε γάμος. Μυστικά και ψέματα, πισώπλατα χτυπήματα και παράλληλες σχέσεις, που δεν υπολογίζουν ούτε φιλίες ούτε ιερά κι όσια. Και εννοείται τα ζευγάρια δομούνται από άτομα που συχνά-πυκνά δεν είναι παράξενο να έχουν παρωχημένες σκέψεις και απόψεις για φλέγοντα θέματα που εξακολουθούν να είναι ταμπού, όπως αυτό της ομοφυλοφιλίας. Το ζητούμενο δεν είναι να «παίξεις» αλλά να μπορέσεις να κινείσαι πέρα από συμβάσεις και κατά συνθήκην ψεύδη. Μπορείς; Δύσκολο.
Αλλά υπάρχει και το εξής οξύμωρο τόσο σε τούτη την ταινία όσο και στην ταινία του Αθερίδη: κατηγορούνται ευθέως τα κινητά για το γεγονός ότι έχουν περιορίσει τα μάλα την ιδιωτικότητά μας. Μέσω του παιχνιδιού, όπου βασικό ρόλο παίζουν τα κινητά (άρα το μέσον γίνεται το μήνυμα), ξεσκεπάζεται η υποκρισία των σχέσεων. Άρα, τα κινητά είναι… καλά! Τόσο καλά, που γίνονται… επικίνδυνα! Το ίδιο μπέρδεμα παρατηρήσαμε και στην πρόσφατη ταινία Ο κύκλος. Τέλος πάντων, όποιοι δεν έχει τύχει να δουν την ελληνική εκδοχή και δεν ξέρουν τα θαύματα του σύγχρονου διαδικτύου, μια χαρά θα περάσουν, αν διαλέξουν αυτήν την ταινία για τη διασκέδασή τους.
- Αναδημοσίευση από MoviesLtd