Σκηνοθεσία: Σοφία Εξάρχου
Με τους: Δημήτρη Κίτσο, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Enuki Gvenetadze, Λένα Κιτσοπούλου
Διάρκεια: 100′
Δέκα χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, μια παρέα αγοριών ζει ανάμεσα στις εγκαταλελειμμένες αθλητικές εγκαταστάσεις του Ολυμπιακού Χωριού της Αθήνας. Τα αγόρια περιφέρονται άσκοπα ανάμεσα στα ερείπια, στήνοντας παιχνίδια και οργανώνοντας ζευγαρώματα σκύλων για να βγάζουν χρήματα. Ο μεγαλύτερος της παρέας, ο 17χρονος Δημήτρης, μαζί με την 22χρονη Άννα –πρώην αθλήτρια– προσπαθούν να ξεφύγουν από το Χωριό με προορισμό τα τουριστικά ξενοδοχεία των νοτίων προαστίων. Καθώς οι εξορμήσεις τους συνεχίζονται και τα δυο παιδιά εισχωρούν όλο και πιο πολύ στις ζωές των τουριστών, η επιθυμία του Δημήτρη για αποδοχή θα δοκιμαστεί με βίαιο τρόπο.
To weird greek wave συναντά τον Κωνσταντίνο Γιάνναρη του Από την άκρη της πόλης, θα μπορούσαμε να πούμε για τη συγκεκριμένη ταινία. Η επιλογή της Εξάρχου να γυρίσει την ταινία στα χαλάσματα των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων, εκεί που το 2004 η Ελλάδα έζησε τις τελευταίες ημέρες και νύχτες μεγαλείου της (εντός ή εκτός εισαγωγικών), είναι αν μη τι άλλο ευφυής. Χωρίς πολλά λόγια και με πολύ εύστοχο συμβολισμό, επιτυγχάνει να πιάσει εντελώς εξαιρετικά την παρακμή της Ελλάδας σε όλα τα επίπεδα. Αυτή, όμως, μοιάζει να είναι και η μοναδική καλή ιδέα της ταινίας, που θα μπορούσε κάλλιστα να περιοριστεί σε ένα φιλμάκι μικρού μήκους ή ακόμα ακόμα σε ένα ντοκιμαντέρ.
Η Εξάρχου επιλέγει να γυρίσει μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας, έχοντας μόνο μια εξαιρετική σεναριακή ιδέα στη φαρέτρα της. Α, και μερικές πολύ ενδιαφέρουσες φάτσες παιδιών, αυθεντικών τσογλανακίων (sic), που καθόλου πείρα από υποκριτική δεν έχουν, γράφουν όμως εξαιρετικά στο φακό. Αναγκαστικά, η σκηνοθέτιδα οδηγείται στην επανάληψη και στο προφανές. Και σε κατάχρηση του «ου» ως επιφώνημα του στυλ «περνάμε καλά». Τόσο «ου» καταντά ενοχλητικό, αν και πάλι στόχος είναι να δει ο θεατής παιδιά που δεν μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους ή με τους μεγαλύτερους παρά μόνο να ουρλιάξουν σε πρώτο επίπεδο. Μέσα στα χαλάσματα ανθίζει κι ένας έρωτας αλλά… να ‘χαμε να λέγαμε. Έρωτας καταγής σε μια χώρα διαλυμένη δεν μπορεί παρά να είναι καταδικασμένος. Κανένας ρομαντισμός, καμία κίνηση προσέγγισης του θεατή. Μόνο παρατήρηση.
Όλα εκεί, μια φέτα ζωής εντελώς άνοστη. Και να η κόντρα του Δημήτρη με το αφεντικό του στα μάρμαρα (what;) και να τα ντουζ στις χαλασμένες εγκαταστάσεις και να η σχέση του με τη μητέρα του (εντελώς αναξιοποίητη η Κιτσοπούλου) και να τα επί πληρωμή ζευγαρώματα των σκύλων. Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι υπάρχει σενάριο, δεν υπάρχει πλοκή, δεν υπάρχει δραματουργία: το όλο πράγμα δεν πάει πουθενά. Εκεί που τα πράγματα χειροτερεύουν είναι με τη σκηνή στην ταβέρνα του ξενοδοχείου, όπου γίνεται συνέδριο και οι σύνεδροι το ρίχνουν έξω, παίζουν και – με υπόσχεση πληρωμής – διασκεδάζουν «αναγκάζοντας» τον νεαρό Δημήτρη να πέσει βραδιάτικα στην παγωμένη θάλασσα. Βρε τους κακούς Ευρωπαίους που μας έκαναν εμάς τους Έλληνες, μετανάστες στην ίδια μας τη χώρα! Και μας εξευτελίζουν για λίγα ευρώ αυτοί που μας οδήγησαν ως εδώ. Ok. Say no more.
Συγχαρητήρια στην Εξάρχου, που έπεισε έναν σπουδαίο Δανό ηθοποιό να συμμετάσχει στην ταινία της (τον Thomas Bo Larsen τον θαυμάσαμε μεταξύ των άλλων στο υπέροχο Κυνήγι του Thomas Vinterberg αλλά και στην παλιότερη αριστουργηματική Οικογενειακή γιορτή του ιδίου σκηνοθέτη). Ελπίζουμε η επόμενη ταινία της εμφανώς ταλαντούχου δημιουργού να πιάσει υψηλότερες επιδόσεις, μακριά από τις… κακές επιρροές ταινιών του Larry Clark.
- Αναδημοσίευση από MoviesLtd