The Old Man & the Gun

Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Λάουερι

Παίζουν: Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Σίσι Σπέισεκ, Κέισι Άφλεκ

Διάρκεια: 93′

Οι περισσότεροι άνθρωποι (και ο υπογράφων μαζί, για να μην παρεξηγηθούμε), δεν είναι γεννημένοι για κάποιο σκοπό. Δεν τρέχει ξοπίσω τους κάποιο πεπρωμένο, δεν είναι νομοτελειακά υποταγμένοι σε κάποια αναπόδραστη μοίρα. Ενίοτε, φυσικά, ενδέχεται να ψιθυρίσουν ορισμένες μεγαλοστομίες σε κάποιον ευήκοον ους, συνήθως το δικό τους, περί του αντιθέτου. Για το πώς η μαγιά τους ήταν φτιαγμένη από ένα συγκεκριμένο υλικό ή για το πώς πρόδωσαν το ριζικό τους και λοξοδρόμησαν από το μονοπάτι που είχε χαραχτεί για τα μάτια τους μόνο. Η πικρή αλήθεια είναι ότι, στη συνηθέστερη των περιπτώσεων, είμαστε φτωχά έρμαια των συνθηκών και των συμπτώσεων. Σκέτα καρυδότσουφλα στη μεγάλη φορτούνα της ζωής, της τυχαιότητας και της ματαιότητας.

Υπάρχουν, όμως, και εξαιρέσεις. Όπως, λόγου χάρη, ο αξιότιμος κύριος Φόρεστ Τάκερ. Ένας καθ’ έξιν ληστής τραπεζών, ένας δια βίου δραπέτης και φυγάς. Ένας άνθρωπος που πέρασε ολόκληρη τη ζωή του είτε πίσω από τα σίδερα είτε ξεγλιστρώντας ανάμεσά τους, λες και ήταν ντυμένος με κάποιον αόρατο μανδύα. Ο Φόρεστ Τάκερ δεν υπήρξε κάποιος σεσημασμένος επαναστάτης με ή χωρίς αιτία, δεν ελκυόταν από τη σκοτεινή όψη του φεγγαριού, δεν είχε την παραμικρή ροπή προς τη βία.

Αντιθέτως, ήταν ένας ορκισμένος τζέντλεμαν, που πρότασσε το όπλο του με την ίδια χάρη και αβρότητα με την οποία θα μπορούσε κάλλιστα να προσφέρει ένα μπουκέτο λουλούδια, ένα πακέτο γλυκά ή ένα μπουκάλι κρασί. Ο Φόρεστ Τάκερ ήταν εμποτισμένος ώς το μεδούλι με την πιο ευγενή βερσιόν ενός good old αμερικάνικου ιδεαλισμού. Του αθεράπευτα ανεξάρτητου τυχοδιώκτη, που αναπνέει μονάχα στην απεραντοσύνη του ανοιχτού ορίζοντα, που είναι αμετανόητα και ιδεοληπτικά ερωτευμένος με το «επάγγελμά» του, ακόμη κι αν αυτό δεν πληροί ακριβώς τα στερεότυπα της νομιμοφροσύνης.

Περίπου αντίστοιχη περίπτωση με αυτή του Τάκερ, αλλά με πεδίο δράσης τα κινηματογραφικά πλατό κι όχι τις τράπεζες, υπήρξε και ο αισίως 82χρονος Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ο οποίος είχε προαναγγείλει ότι ο συγκεκριμένος ρόλος θα σηματοδοτούσε το φινάλε μιας ασύλληπτης καριέρας που διήρκεσε πάνω μισό αιώνα. Κι ο Ντέιβιντ Λάουερι, μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες φωνές του σύγχρονου αμερικάνικου σινεμά, άδραξε την ευκαιρία να σμιλεύσει δύο μύθους στη συσκευασία ενός συμπιεσμένου φόρου τιμής, δοσμένου με ατόφια νοσταλγία, πλάγιους κωμικούς τόνους και τολμηρή απλότητα.

Το The Old Man & the Gun στέκει παλιομοδίτικα περήφανο, χωρίς καμία ντροπή για τις ρυτίδες και τις αργόσυρτες κινήσεις του, για το χαμόγελο ρέμβης που επιλέγει αντί για τον ενθουσιασμό και τη διέγερση των νιάτων και του σφρίγους. Με το όχημα του heist movie και της αστυνομικής ταινίας να εξαϋλώνεται πολύ γρήγορα, ο Λάουερι συνθέτει ένα σχεδόν αυτοσχεδιαστικό homage σε μια Αμερική, τόσο κινηματογραφική όσο και χειροπιαστή, που σχεδόν αναρωτιέσαι αν υπήρξε στα αλήθεια ή ήταν μονάχα αποκύημα μιας νοσταλγικής αναμόχλευσης (αδιανόητα υπαινικτική η εμβόλιμη σκηνή με την κόρη του πρωταγωνιστή).

Εύστοχα γυρισμένο στην τραχιά φόρμα των 16mm, μεταδίδει μια αφτιασίδωτη αίσθηση αρχοντικού γήρατος, περίπου σαν το αυλακωμένο από δεκαετίες στιλ, φλέγματος και αξιοπρέπειας πρόσωπο του Ρέντφορντ και το αναλλοίωτο χαμόγελο της Σίσι Σπέισεκ (ονειρεμένη η χαμηλότονη απεικόνιση του έρωτα τρίτης ηλικίας). Γεμάτο με τζαζ ιντερλούδια που ρέπουν περισσότερο προς την ενδοσκοπική αναπόληση παρά προς ένα φρενήρες εσωτερικό τέμπο, το The Old Man & the Gun δείχνει ποια είναι η μοίρα των παλιών και μόνων καουμπόι, όταν πλέον το λυκόφως είναι η μόνιμη βιτρίνα και όχι μονάχα η αποφώνηση στο τελευταίο καρέ.

Με οδηγό μια νιότη που δεν λέει να ξεφτίσει, με σκόρπια διαλείμματα συγκρατημένης και στιβαρής αυτοκριτικής, με την αταλάντευτη προσήλωση στην ευυποληψία της κομψότητας και του αθεράπευτου class, ο καλλιτέχνης της απόδρασης και ο ακούραστης εργάτης της υποκριτικής θα ενωθούν σε σάρκα μία. Και θα αναλογιστούν το πώς ακριβώς κύλησε μια ολόκληρη ζωή, όχι στο περιθώριο της κοινωνίας, αλλά σε μια προνομιακή εσοχή, ειδικά φυλαγμένη για όλους όσοι έμαθαν μια τέχνη και δεν την αποχωρίστηκαν ποτέ: την ασύστολη γοητεία.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑