Σκηνοθεσία: Σέιν Μπλακ
Παίζουν: Ράσελ Κρόου, Ράιαν Γκόσλινγκ
Διάρκεια: 116’
Στην καρέκλα του σκηνοθέτη, το παλμαρέ του είναι αραιό και όχι ιδιαίτερα άξιο αναφοράς. Ντεμπούτο με το, εξαιρετικά τίμιων προθέσεων, αλλά κάπως ελαττωματικό και αλλοπρόσαλλο στην εκτέλεση, Kiss Kiss Bang Bang (2005) και επανεμφάνιση με το τρίτο sequel του Iron Man, το οποίο (αναμενόμενα) έσπασε τα ταμεία. Ο Σέιν Μπλακ έχει υπάρξει κατά κύριο λόγο σεναριογράφος και όχι σκηνοθέτης, φιγουράροντας μάλιστα στη λίστα των πιο ακριβοπληρωμένων σεναριογράφων του Χόλιγουντ στα late ‘80s – early ‘90s. Στο ενεργητικό του καταγράφονται οι δύο πρώτες ταινίες της θρυλικής σειράς Φονικό όπλο (1987&1989), ο Τελευταίος πρόσκοπος (1991), με τον Μπρους Γουίλις, αλλά και ο Τελευταίος μεγάλος ήρωας (1993), με τον Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ.
Σε όλες τις παραπάνω ταινίες, μπορούμε να διακρίνουμε κάποια κοινά χαρακτηριστικά, όσον αφορά τους διαλόγους, την πλοκή, αλλά και το γενικότερο υφολογικό – ειδολογικό πλαίσιο. Έξυπνες και cheesy ατάκες, ακόμη και εν μέσω δράσης, μία μίξη κωμωδίας και περιπέτειας, διάθεση να σπάσει ο «τέταρτος τοίχος» και να απευθυνθούν οι πρωταγωνιστές στο κοινό. Και ίσως ένα ακόμη στοιχείο, το οποίο κυριαρχεί στη νέα του ταινία, σε βαθμό που ίσως και να την καταπίνει αμάσητη.
Το The Nice Guys κινείται από την πρώτη στιγμή στα όρια μίας pastiche αποθέωσης και μίας υπονομευτικής παρωδίας ολόκληρου του genre των comedy action movies και (γιατί όχι;) του παρελθόντος του ίδιου του Σέιν. Στοιχείο -αυτό καθαυτό- πέρα για πέρα καλοδεχούμενο, με τις υποσχόμενες αρχικές νύξεις να μην τελειώνουν εδώ. Πρώτα απ’ όλα, μία αίσθηση ολοκληρωτικού παράλογου αφήνεται να διαφανεί, από την εναρκτήρια κιόλας σεκάνς, που προσπαθεί να σε πλανέψει, με θέλγητρα χάους, αταξίας και παράνοιας.
Δεύτερον, πλανιέται μία υπόνοια ήττας και υποχώρησης, σύμφυτη με την εποχή των late ‘70s. Οι χίπιζ και η όποια «επαναστατικότητα» είναι παρελθόν, τα όνειρα και η διεκδίκησή τους μοιάζουν να έχουν ευτελισθεί, η στρασαρισμένη φτήνια κυκλοφορεί παντού, τα ναρκωτικά και η σεξουαλική απελευθέρωση έχουν καταλήξει κομμάτι του παιχνιδιού και όχι ξέσπασμα διαφορετικότητας, η αναδίπλωση της αμερικάνικης κοινωνίας και ο ρηγκανισμός ανατέλλουν με σκοτεινιά στη δύση μίας φωτεινής εποχής.
Τρίτον, το όλο αισθητικό στήσιμο δείχνει ταιριαστό και επιτυχημένο. Μία φωτογραφία που κρατά ζωντανή την αίσθηση μυστηρίου σε μία κατά τα λοιπά new age μπουρλέσκ κωμωδία δράσης. Μία χρωματική παλέτα του βασικού καμβά και των επιμέρους αποχρώσεων που εντείνουν την αίσθηση της ξεφτισμένης neon γκλαμουριάς, ενός πάλαι ποτέ ηλεκτρισμού που μοιάζει να χάνει τα βολτ του και να ξεψυχά. Τέταρτον, ο Ράσελ Κρόου και ο Ράιαν Γκόσλινγκ, πατώντας στο χιλιοφορεμένο τρικ του αταίριαστου διδύμου, αυτό-παρωδούνται με κέφι και μπρίο (όχι μόνο λεκτικά, αλλά και σωματικά, ιδίως ο Κρόου με πιο έμμεσο τρόπο) και μοιάζουν συμβατοί με τον πλαγίως ειρωνικό τίτλο της ταινίας. Δεν είναι και οι καλύτεροι άνθρωποι του κόσμου, αλλά σε αυτό τον βούρκο που αναδύεται τάχιστα, δικαιούνται, τουλάχιστον σε συγκριτική κλίμακα, να καπαρώσουν αυτό τον απλοϊκό και συμπαθή χαρακτηρισμό. Μέσα σε όλο αυτό το συρφετό, δεν είναι ακριβώς οι good guys, αλλά είναι σίγουρα δυο nice guys.
Όλα καλά κι όλα ανθηρά, λοιπόν, σε επίπεδο προκαταρκτικών εξαγγελιών και προπαρασκευαστικού κλίματος, αλλά η εκτέλεση χρειάζεται κι άλλες αρετές. Όπως τη φειδώ, την αποτίναξη του αυτοσκοπού, τη στοιχειώδη αυτοπεποίθηση που θα αποτρέψει την υπερβολή. Διότι το The Nice Guys λυγίζει δυστυχώς υπό το βάρος μίας ασταμάτητης υπονόμευσης του εαυτού του, η οποία σε κάποια στιγμή ξεφεύγει από οποιοδήποτε γενικό πλαίσιο αναφοράς. Ο καταιγισμός των αστεϊσμών γίνεται κάπως ψυχαναγκαστικός, οι εξωφρενικές και εξωπραγματικές καταστάσεις στοιβάζονται η μία πάνω στην άλλη, ολίγον τι άκριτα και καταχρηστικά.
Ουκ εν τω πολλώ το ευ φυσικά, με την πρώτη εντύπωση ενός άκρατου και παραληρηματικού παραλόγου να ατονεί και την αυτό-υπονόμευση να σαμποτάρεται σχεδόν εκ των έσω. Σαν να θέλεις με όλη την καλή διάθεση να αφεθείς σε ένα γιομάτο σαρκασμό και ξάφνου να πετιούνται αδέσποτες εξυπνάδες που σου αποσπούν την προσοχή. Το αληθινό pastiche εξυμνεί και αποδομεί συγχρόνως, ενώ το ακατάσχετο τρολάρισμα απλώς κουράζει. To The Nice Guys μπορούσε και άξιζε να πετύχει ένα πιο ντελικάτο touch, ένα πιο φινιρισμένο κλείσιμο ματιού. Με το φινάλε του, πάντως, να σε επαναφέρει, έστω και στιγμιαία, σε ένα κλίμα χαβαλεδιάρικης και ειρωνικής αποδόμησης, χωρίς τα περιττά ευφυολογήματα.