Motherless Brooklyn

Σκηνοθεσία: Έντουαρντ Νόρτον

Παίζουν: Έντουαρντ Νόρτον, Γουίλεμ Νταφό, Γκούγκου Μπάρθα-Ρο, Άλεκ Μπόλντγουιν

Διάρκεια: 144′

Ελληνικός τίτλος: “Οι σκιές του Μπρούκλιν”

Στα θεμέλια του Motherless Brooklyn, της ταινίας που πάλευε εδώ και μια εικοσαετία να γυρίσει ο Έντουαρντ Νόρτον, και στην οποία κρατά τριπλό ρόλο σκηνοθέτη, σεναριογράφου και πρωταγωνιστή, εντοπίζεται ένα τρίπτυχο από συγκοινωνούσες κινητήριες δυνάμεις: η ορφάνια, η εξιλέωση και (όσο κι αν ηχεί παράξενο) η τζαζ. Το Σκιές πάνω από το Μπρούκλιν (μια μετάφραση εύσχημη και εύηχη μεν, μακριά από τον σπαραγμό του πρωτότυπου τίτλου δε) ρίχνει στάχτη στα μάτια με τα γκανγκστερικά του τερτίπια και τα νουάρ του νάζια, προτού σε βυθίσει (αν επιδείξεις λίγη πίστη και λίγη περισσότερη υπομονή) σε ένα υπαρξιακό δράμα εποχής, γεμάτο old school θέλγητρα και αρετές.

Στάση πρώτη: η ορφάνια. Ο τίτλος της ταινίας κουβαλά μέσα του πολλά περισσότερα από ένα ευφυολόγημα ή μια καλοσχηματισμένη επικεφαλίδα, καθώς ο Νόρτον χαράζει μια διαδρομή πολύ πιο κακοτράχαλη από ένα hard-boiled αναπόδραστο ριζικό. Το Motherless Brooklyn δεν γραπώνει ακριβώς τον παλμό, αλλά τον ψίθυρο μιας εποχής ξεσκέπαστης από τρυφερότητα. Που γαλουχεί τα τέκνα της με τον μύθο του ισχυρού και αρρενωπού ανδρός και όχι με χάδια και νανουρίσματα για τον πρίγκιπα που σώζει την damsel in distress. Διόλου τυχαία, ο κεντρικός ήρωας είναι περίπου το αντίθετο του macho αρρενωπού μοναχικού καβαλάρη.

Χωρίς να στερείται παρουσιαστικού ή γοητείας, είναι δέσμιος της πάθησής του (ένας συνδυασμός συνδρόμου Τουρέ και OCD), η οποία του έχει κληροδοτήσει μια χιονοστιβάδα από τικ και ξεσπάσματα για τα οποία ζητά μανιωδώς συγγνώμη ακόμη και όταν συνομιλεί με τους «κακούς» της ιστορίας. Στο ίδιο πνεύμα, όλοι οι ήρωες και κάθε σταυροδρόμι της δαιδαλώδους (ίσως και πιο δαιδαλώδους απ’ όσο θα ήταν ανάγκη) πλοκής, η ορφάνια είναι πανταχού παρούσα, πέρα από την καταγωγή και τις ρίζες του κεντρικού ήρωα. Αγιάτρευτο πένθος για την απώλεια της μητέρας, ολοκληρωτική πατρική απουσία, υποκατάστατα πατρικής φιγούρας που βρίσκουν τραγικό τέλος, δεύτερες μητέρες που οπλίζουν με θάρρος και κρατούν το χέρι στην καταιγίδα.

Στάση δεύτερη: η εξιλέωση. Στο Motherless Brooklyn, τα πάντα περιστρέφονται γύρω από το ξεπλήρωμα ενός ηθικού χρέους, μια αποστολή που αποκτά σχεδόν μεσσιανική σημασία σε έναν κόσμο που έχει στρέψει με σιδηρά πειθαρχία του το βλέμμα σε μία άκαμπτη κατεύθυνση: προς τα μπροστά και προς τα πάνω (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Σε μια σχεδόν αθέατη αποστροφή του voice over του κεντρικού ήρωα (υποδειγματική η λειτουργία του, χωρίς την παραμικρή κατάχρηση), φανερώνεται το αφανές επιμύθιο. Βρισκόμαστε σε μια εποχή χυδαίας αυτοπεποίθησης.

Ενώ η επομένη του Κραχ είχε βρει την Αμερική τσακισμένη και ακρωτηριασμένη, διαρκώς φοβούμενη μήπως ξανακούσει τον εκκωφαντικό κρότο της πτώσης, το ξημέρωμα της μεταπολεμικής ευφορίας βρίσκει την υπερδύναμη χωρίς εσωτερικό αντίπαλο, δίχως την ευεργετική επίπτωση του φόβου, της αμφιβολίας και του αντίλογου. Ο κεντρικός ήρωας μπλέκει σε μια περιπέτεια ατελείωτων προπατορικών εκκρεμοτήτων, αρχικά ως απόδοση τιμών απέναντι στον νεκρό μέντορα-σωτήρα του, αλλά στη συνέχεια ως αυτόβουλος εκφραστής μιας αναγκαίας επιβράβευσης της ηθικής.

Σε αυτό τον βούρκο εξουσιομανίας και φιλαυτίας, όποιος νοιάζεται για οτιδήποτε πέρα από το δικό του τομάρι έχει έναν μάλλον ασυνήθιστο φύλακα-άγγελο στο πλευρό του: ο Λάιονελ του Νόρτον δεν ξεπληρώνει την αδικία με αίμα, δεν ξυλοφορτώνει, δεν βάζει κανέναν στη θέση του με τον πατροπαράδοτο τρόπο, αντιθέτως κεκεδίζει, βρίζει ακατάληπτα και δεν ελέγχει τις σπασμωδικές του κινήσεις. Εντούτοις, διαθέτει ένα ακαταμάχητο πλεονέκτημα: οι αντίπαλοί του τον υποτιμούν αδιάκοπα.

Στάση τρίτη: η τζαζ. το Motherless Brooklyn δεν διαποτίζεται απλώς από μια τζαζ αισθητική, δεν περιδιαβαίνει καρτποσταλικά τα jazz joints της εποχής, δεν αποτίει κάποιο πλάγιο ή έμμεσο φόρο τιμής σε ένα ρετρό συναίσθημα. Αντιθέτως, κινείται, ζει, αναπνέει και ξεδιπλώνεται σε τζαζ τέμπο: σχεδόν αυτοσχεδιαστικά, ακανόνιστα (όχι χωρίς συνέπειες, θα επανέλθουμε ευθύς αμέσως σε αυτό), με εμβατηριακά διαλείμματα, με φρενήρη σολαρίσματα μέσα στη νηνεμία.

Η τζαζ, στο σύμπαν του Motherless Brooklyn, αποτελεί τρόπον τινά το κρυφό αντιστάθμισμα, το έσχατο καταφύγιο. Εκεί όπου το ανθρώπινο βλέμμα μπορεί επιτέλους να στριφογυρίσει και να αντισταθεί στη δικτατορία του μπροστά. Ενας ιερός τόπος όπου το αίμα βράζει χωρίς να υπάρχει κίνητρο ή σκοπός, αλλά επειδή το μυαλό κουρδίζεται σε μια παράλληλη διάσταση.

Την ίδια στιγμή, βέβαια, αυτό το κάπως ασουλούπωτο τζαζίστικο ξεδίπλωμα του Motherless Brooklyn έχει και τις επιπτώσεις του. Χαρακτήρες που δεν εξερευνούνται επαρκώς και θα μπορούσαν μέχρι και να λείπουν ολωσδιόλου από το κάδρο, υποπλοκές που αποσυντονίζουν παρά συνεισφέρουν, καθώς και μια συγκεχυμένη φλυαρία. Μια φλυαρία που δεν εντοπίζεται πάντως στο αμιγώς βερμπαλιστικό σκέλος, καθώς οι διάλογοι είναι ολόγιομοι από παλαιική (όχι vintage) κομψότητα και χάρη, αλλά στην υπερσυσσώρευση από συγκρούσεις και «αποκαλύψεις» που φορτώνουν την ταινία με περιττά βαρίδια σε ύφος, διάρκεια και τονικότητα.

Κάπως έτσι, η ταινία του λατρεμένου Έντουαρντ καταλήγει σε ένα σαγηνευτικό παράδοξο. Λόγω της ακανόνιστης εσωτερικής κατάτμησης, βαδίζει προς μια σχετικά άπνοη κορύφωση, όπου η τελική (λεκτική) αντιπαράθεση είναι, όλως περιέργως, η πιο άτονη στιγμή της ταινίας. Πρωτύτερα, όμως, ακριβώς κάτω από τη σκηνή της μπάντας, εκεί όπου το καθησυχαστικό χάδι συναντά τις πιο βαθείς τύψεις -τις τύψεις για το ποιος είσαι ερήμην της θέλησής σου- θα βιώσεις μια έκρηξη ενσυναίσθησης που δεν την περίμενες, δεν την αποζήτησες, ίσως και να μην την άξιζες κιόλας. Η συγκίνηση, εξάλλου, δεν είναι ορειβασία για να σε περιμένει στην κορυφή. Είναι σαν φαγούρα, σου επιτίθεται όποτε θελήσει και εσύ δεν μπορείς με τίποτα να αντισταθείς.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑