Σκηνοθεσία: Μπάρι Τζένκινς
Παίζουν: Ναόμι Χάρις, Μαχερσάλα Αλί
Διάρκεια: 110′
Η πρώτη αίσθηση από το Moonlight είναι πως συντάσσεται και ψιθυρίζεται με τον ήσσονα τρόπο και την μείζονα αντήχηση του αριστουργήματος. Είναι κρίμα –και ίσως μια μικρή ενοχή να του αξίζει– που έρχεται σε μια χρονιά που διαδέχεται την φασαρία του περσινού οργίου πολιτικής ορθότητας και πιθανόν θα αντιμετωπιστεί με την καχυποψία μιας ταινίας για έναν μαύρο, φτωχό, με crackhead μάνα (εκπληκτική η Ναόμι Χάρις, της πρέπει το όσκαρ), που είναι ομοφυλόφιλος, θύμα μπούλινγκ και μπαίνει και φυλακή (και που μόνο ένα –λευκό- Steinway & Sons δεν του πέφτει στο κεφάλι απ’ το πύργο του Τραμπ για να κλείσει η κλάψα της ορθότητας που θα το περιστοιχίσει.)
Είναι κρίμα πολύ.
Γιατί ο Μπάρι Τζένκινς έχει φτιάξει ένα έργο πάνω στο «who is you?», πάνω στο τι είσαι, τι θέλεις να είσαι, από τι κινδυνεύεις να μην είσαι αυτό που θέλεις να είσαι και αφήνει και μια μόλις χαρμόσυνη λύπη, πιο επίκαιρη, πιο ζεματιστή, πιο χρειαζούμενη, πως ίσως αν προσπαθήσεις, αν είσαι τυχερός, αν είσαι καλός, μπορεί μια ικμάδα της ελπίδας σου να αναπνεύσει πάνω σου. Τα πάντα είναι εντυπωσιακά εδώ, μόνο που συμβαίνουν μερικούς χτύπους πιο κάτω από κει που έχεις συνηθίσει, χρειάζεται λίγη παραπάνω έγνοια (έχει μείνει;) για τον Άνθρωπο, πέρα από διαιρέσεις, υποδιαιρέσεις και κακοήθεια, για να την συναντήσεις.
Γιατί εκείνη δεν θα έρθει να σου παιανίσει σε παστέλ ροζ κι ελεκτρίκ γαλάζια, δεν θα θελήσει να εκποιήσει ποτέ τη λάβα της για μεγαλοστομίες και συναισθηματισμό τρέχουσας κουλτούρας, δεν θα χορέψει τα βάσανά της στο ηλιοβασίλεμα. Θα μείνει σιβυλλική, λιγόλογη σαν τον ήρωά της, διερωτώμενη, φοβισμένη πως οι λέξεις αλλιώς λέγονται κι αλλιώς ακούγονται, πως προτού γεννηθούν οι ανάγκες δεν ρωτούν πως θά ‘βρουν ικανοποίηση αφ’ ότου, πως οι πόθοι πεθαίνουν σε παρθένα σώματα, πως η ελπίδα όσο σιωπηλά γεννιέται (ή ανίκητα σε μετρά) τόσο συγκλονιστικά σε κατατρέχει.
Χτισμένη γύρω από τρία κεφάλαια και δυο σπουδαίες σκηνές, η ταινία του Τζένκινς συνομιλεί με την εποχή της μ’ έναν τρόπο που θα φοβόσουν τόσο εύκολο να εκπέσει στην χυδαιότητα μιας περιρρέουσας ορθότητας -που μιλάει πως νοιάζεται αλλά κουφάρια αφήνει η απραξία της– αλλά και στον φανατισμό που, αναπόφευκτα, γεννά το θνήσκον κλίμα που ζούμε. Ή, από πλευράς αισθητικής, θα έλεγες πως θα υπέπιπτε στο αμάρτημα της δημαγωγίας της διαφορετικότητας.
Δεν κάνει τίποτα απ’ τα δύο.
Σαν τον ήρωά της, περπατά, αγναντεύει, περισυλλέγεται, μοιάζει να εκκρεμεί αβοήθητα στην ακούσια μελαγχολική αιώρηση μιας προσδοκίας. Όμως δεν είναι παρά η εντέλεια μιας κινηματογραφικής κατασκευής που φέρνει τη μορφή έτσι που να καθρεφτίζει το νόημα. Τον σιωπηλό στην πνιγηρότητα της αναμονής του (σπαρακτικά) ευαίσθητο άνθρωπο. Όταν έρχεται η ώρα, σ’ αυτήν την καταπληκτική σκηνή στο ρεστωράν, μια γωνιά της μεγαλούπολης γίνεται το κέντρο όλου του κόσμου. Ο Τζένκινς σκηνοθετεί πάνω απ’ όλα τον Χρόνο εκεί, χαρίζοντάς του όλη τη μικρή, ατέλειωτη διάρκεια μιας στιγμής που δεν θες να τελειώσει, αλλά τρέμεις και την έκβασή της. Η διαδικασία του μεταξύ μας χρόνου γίνεται ό,τι ήσουν, ό,τι είσαι, ό,τι ήλπισες να σου αναλογήσει. Χειρονομίες, βήματα, κοιτάγματα (αλλά και η άρνησή τους, η ακινησία, το χαμήλωμα του βλέμματος) αναγορεύονται σε άθροισμα ζωής.
Μια σειρά καθημερινοτήτων, μια μηχανική, διαδικασιακή παράταξη του (νομίζεις) τίποτα εδώ έξαφνα μοιάζει με μια φρικτά αγωνιώδη συρραφή. Το σασπένς, η αναστολή του κάτι, προικίζει το τίποτα με την άρρητη βαρύτητα που πάντα φοβόσουν και ήλπιζες. Κι η δημιουργία και περιγραφή αυτού ακριβώς του σασπένς, αυτός ακριβώς ο χειρισμός του χρόνου, είναι το μεγαλειώδες που ζητάς από μια σκηνοθεσία. Και είναι τελικά αυτό που απογειώνει στρατοσφαιρικά μια δραματουργία που, για καλό σας, μην αφήσετε τα κουτσομπολιά και τις μικρότητες να θολώσει το κύρος της.