Σκηνοθεσία: Φράνσις Φορντ Κόπολα
Παίζουν: Άνταμ Ντράιβερ, Νάταλι Εμάνιουελ, Τζιανκάρλο Εσπόζιτο, Ομπρεϊ Πλάζα, Σάια ΛαΜπεφ, Γιον Βόιτ, Λόρενς Φίσμπερν, Ταλια Σάιρ, Κάθριν Χάντερ, Τζέισον Σουόρτσμαν, Ντάστιν Χόφμαν
Διάρκεια: 138′
Υπάρχει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορία του κινηματογράφου αφιερωμένο στα απανταχού καταραμένα σχέδια σπουδαίων κινηματογραφιστών που δεν έφτασαν ποτέ στη σκοτεινή αίθουσα, διατηρώντας εσαεί το αίνιγμα του απραγματοποίητου. Το Dune του Αλεχάντρο Χοδορόφσκι, το Λένινγκραντ του Σέρτζιο Λεόνε ή ο Ναπολέοντας του Στάνλεϊ Κιούμπρικ συγκαταλέγονται ανάμεσα σε αυτές που εύσχημα αποκαλούμε «ωραιότερες ταινίες που δεν έγιναν ποτέ». Σε αυτή την ομάδα, περίοπτη θέση μέχρι πρότινος κατείχε το Megalopolis, ένα πρότζεκτ που γνώριζε τη μια κακοτοπιά μετά την άλλη αλλά είχε πίσω του έναν δημιουργό που ομολογουμένως ήξερε τι θα πει να μην το βάζει κανείς κάτω. Άλλωστε, το χειρότερο που θα μπορούσε να πάθει ήταν να χάσει όλη του την περιουσία. Του είχε ξανασυμβεί στο παρελθόν.
Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα έχει χαράξει μια καριέρα που κατέκτησε τα δυσθεώρητα ύψη με την ίδια ευκολία με την οποία προσέγγισε τα απροσμέτρητα βάθη. Από την κορυφή του New Hollywood στην οικονομική κατάρρευση της δεκαετίας του 1980, και από εκεί ανάκαμψη με τον λατρεμένο του Δράκουλα και στη συνέχεια στην πειραματική αφάνεια που κανείς δε θα μπορούσε να προβλέψει ως πιθανή κατάληξη ενός δημιουργού αυτού του βεληνεκούς. Από αυτή την τελευταία συνθήκη ήρθε να τον βγάλει το ακατάτακτο Megalopolis, που παραπέμφθηκε στις καλένδες δεκάδες φορές, άλλαξε καστ, διαγράφηκε από τα πλάνα οποιασδήποτε μεγάλης εταιρίας παραγωγής, αλλά έμεινε ζωντανό στο μόνο μέρος που τελικά ήταν απαραίτητο, στο μυαλό του Κόπολα.
Όπως κάθε τι που ξεκινάει να διαβεί τον ανώμαλο δρόμο που ενώνει ένα φαντασιακό μέγεθος με την υλοποίησή του, το φιλμ του Κόπολα έχει να αναμετρηθεί με τις ετερόκλητες προσδοκίες του κινηματογραφικού κόσμου, ο οποίος για χρόνια ανέμενε την άφιξή του και ριγούσε στη σκέψη ότι ο Αμερικανός καλλιτέχνης θα προσθέσει ένα ακόμα επικό διαμάντι στη φιλμογραφία του. Παράλληλα, υπάρχουν και οι σύμφυτες ματαιώσεις που αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους κατά την πραγμάτωση ενός passion project. Ο χρόνος που κυλάει ανάμεσα στη σύλληψη και την τελική εκτέλεση έχει αλλάξει τον έξω κόσμο αλλά, κυριότερα, τον ίδιο τον καλλιτέχνη που επισκέπτεται εκ νέου το έργο του, πλέον με τη μορφή ενός παλίμψηστου. Από τη στιγμή που ο Φ.Φ. Κόπολα ξεκίνησε να γράφει την ταινία πέρασαν σχεδόν πέντε δεκαετίες γεμάτες κινηματογραφική δημιουργία, συγκρούσεις, διαλείμματα, αμπελώνες (!), αλλά κυριότερα γεμάτες από την ίδια τη ζωή που σπανίως τα φέρνει όπως καθένας μπορεί να τα φαντάστηκε.
Όλα αυτά δε διατυπώνονται σε μια προσπάθεια να βρεθούν άλλοθι για τις αστοχίες του έργου, ούτε για να υποστηρίξουν εμμέσως την άποψη ότι στους σπουδαίους καλλιτέχνες αρμόζουν αποκλειστικά υποκλίσεις και παιάνες. Σκοπός είναι να προσεγγιστεί το φιλμ εντός της πορείας και της καλλιτεχνικής προσωπικότητας του δημιουργού του όπως έχει εκφραστεί ανά τα χρόνια. Δεν είναι, βέβαια, μια ακόμα ταινία που ολοκληρώνει ο Κόπολα της ύστερης πειραματικής εποχής ή μια επαναφορά στο αφηγηματικό σφρίγος της δεκαετίας του 1970, ούτε φυσικά μια προσθήκη στη λίστα των κατά παραγγελία ταινιών που υπάρχουν στη φιλμογραφία του. Το Megalopolis μοιάζει να έρχεται από εκείνη τη ρωγμή του χρόνου κατά την οποία ο δημιουργός του είχε αποφασίσει να κοιτάξει κατάματα την άβυσσο, όταν μετά την εφιαλτική εμπειρία της παραγωγής του Αποκάλυψη Τώρα εξάντλησε με πάθος τα όρια της στουντιακής παραγωγής με το –όνομα και πράγμα– One From the Heart. Όπως σε εκείνες τις περιπτώσεις, ο Φ.Φ. Κόπολα δίνει και πάλι μία αυτοκαταστροφική μάχη με την ίδια του τη μεγαλομανία, χωρίς να σημαίνει ότι η έκβαση είναι το ίδιο σαγηνευτική.
Το Megalopolis, λοιπόν, με τη μορφή που έφτασε εν τέλει σε εμάς, θυμίζει μια ανομοιογενή συρραφή πολλών διαφορετικών ταινιών που στροβιλίζονται γύρω από το ίδιο θέμα, την ολέθρια δίψα για εξουσία, η οποία, εκτός από βασική αιτία κατάρρευσης των δημοκρατικών θεσμών, συνιστά και τροχοπέδη στην ανθρώπινη πρόοδο. Παραλληλίζοντας την παρακμή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με την πολιτειακή και κοινωνικοπολιτική κρίση των σύγχρονων ΗΠΑ, σε έναν χρονισμό απροσδόκητα επίκαιρο (που δείχνει βέβαια και το εύστοχο της αρχικής σύλληψης), ο Κόπολα επενδύει στο σαιξπηρικών διαστάσεων camp, στιλιζάροντας ανηλεώς την αφήγησή του. Οι ερμηνείες μοιάζουν επί τούτου ασυντόνιστες, οι διάλογοι γραμμένοι με παρωδιακή ευθύτητα, ενώ η εικόνα πνίγεται διαρκώς στα εφέ. Στα χέρια του, η «νέα ρωμαϊκή» αυτοκρατορία δεν τελειώνει ούτε με κρότο, ούτε με λυγμό, αλλά συνθλίβεται μέσα στην ίδια της τη γελοιότητα, μικραίνοντας μέρα με τη μέρα, ενώ ο κόσμος της, αποκομμένος από τα προνόμια της άρχουσας τάξης, χάνει όλο και περισσότερο την πίστη του σε αυτήν.
Το παράδοξο είναι ότι το sui generis εγχείρημα λειτουργεί, σίγουρα όχι απρόσκοπτα και απροβλημάτιστα, καθώς υπάρχουν στιγμές που απορείς πώς επιβίωσαν στο τελικό cut, πάντως όμως κερδίζει το δικαίωμα να σταθεί ως αισθητική πρόταση. Η αποτύπωση μιας εικόνας του μέλλοντος που επιστρέφει χιλιετίες πίσω, στην εκ των έσω κατάρρευση της αρχαίας Ρώμης, διαθέτει μια εγγενή απελπισία, όπως αντίστοιχα προκύπτει κάτι το αποκαρδιωτικό στη νύξη ότι η Ιστορία δεν είναι μια γραμμική πορεία προς τα μπρος, αλλά κάνει κύκλους και επιστρέφει στα σκοτάδια της. Αντίστοιχα, υπάρχει ένας εσωτερικός ρυθμός στην αταξία της αφήγησης: μπορεί ο Κόπολα να πηδάει από τη μία ιδέα στην επόμενη και να μας αφήνει να αναρωτιόμαστε αν θα οδηγήσουν κάπου οι γραμμές που χαράσσει στο κινηματογραφικό του τετράδιο, αλλά κυβερνάει στο ψηφιακό του ημίφως με χαρακτηριστικό στυλ, με φρενήρες μοντάζ, με οπερετικές κορώνες, με στομφώδεις παραθέσεις ποιητικών αποσπασμάτων και με χίλια δυο αφηγηματικά μέσα που συνθέτουν το υστερικό του χάος.
Ο πλούσιος αρχιτέκτονας Κατιλίνας, με τις σπαρταριστές αναλογίες προς την ομώνυμη συνωμοτική φιγούρα της ρωμαϊκής ιστορίας, στέκει στην αφήγηση σαν alter ego του δημιουργού και έχει την ικανότητα να σταματά τον χρόνο ως καλλιτέχνης, σε ένα από τα λειτουργικά ευρήματα του έργου. Οραματίζεται την ιδανική πόλη του μέλλοντος, συστατικό στοιχείο του οποίου είναι το θαυματουργό megalon, το οποίο ανακάλυψε ο ίδιος και ανάθεμα αν κανείς από όσους και όσες παρακολούθησαν την ταινία έχει καταλάβει ποιες είναι οι απειράριθμες δυνατότητές του. Έρχεται σε σύγκρουση με τον γραφειοκράτη δήμαρχο Σίσερο (Κικέρωνα), ερωτεύεται σαπουνοπερικά την κόρη του εχθρού του και μέσα στην αυταρέσκειά του δίνει τη μάχη για να εξασφαλίσει στην ανθρωπότητα ένα καλύτερο μέλλον, ενώ παράλληλα πρέπει να υπερβεί το εμπόδιο του ξαδέρφου του, γόνου ενός κροίσου τραπεζικού, που εποφθαλμιά τον πολιτικό έλεγχο της πόλης. Με άλλα λόγια, υπακούει στο απαρχαιωμένο δόγμα του «μεγάλου άνδρα», και από εκεί ξεκινούν οι πλέον ισχυρές ενστάσεις για το κείμενο της ταινίας.
Αδυνατώντας να αφουγκραστεί τις οικολογικές ανησυχίες που πηγάζουν σχεδόν αυτόματα από την ίδια την ιστορία, ο Φ.Φ. Κόπολα αφιερώνει την προσοχή του στο προφίλ ενός ηγέτη του μέλλοντος, ενός οραματιστή που θα πάρει από το χέρι ολόκληρη την κοινωνία για να την οδηγήσει σε μία φουτουριστική Εδέμ. Εκτός του ότι η απεικόνιση εν τέλει της ουτοπίας του στο τέλος της ταινίας είναι παντελώς αβαρής, η ίδια η σύλληψη μυρίζει ναφθαλίνη στον πυρήνα της. Η ιδέα του μεσσιανικού εφευρέτη/επιχειρηματία/πολιτικού που ευεργετεί τα πλήθη είναι πολιτικά αφελής και βρίσκει δυσάρεστη ανταπόκριση σε διάφορες γλοιώδεις φιγούρες της πραγματικότητας. Η ακλόνητη πίστη του ότι δρα προς όφελος της ανθρωπότητας τον καθιστά ενδιαφέροντα ως χαρακτήρα, αλλά δεν επαρκεί για την πληρότητα της προσέγγισης, καθώς η γραφή του Κόπολα αποφεύγει τις επικίνδυνες γωνίες του οράματός του και ακυρώνει τις λαϊκές αντιδράσεις εναντίον του ως υποκινούμενες από τη λαϊκιστική ρητορική των φασίζοντων αντιπάλων του. Από την άλλη, ιδωμένος αποκλειστικά από τη συμβολική του οπτική ως καλλιτέχνης εντός μιας κοινωνίας σε αποσύνθεση, προβάλλει ως αταλάντευτος θιασώτης μιας τέχνης με αληθινό κοινωνικό αντίκτυπο και ουσιώδη προσφορά· εξίσου αφελής ως θεώρηση, πλην όμως ευγενής.
Το Megalopolis πληγώνεται, τελικά, περισσότερο από τη συγχυσμένη πολιτική του ανάγνωση παρά από την τρικυμιώδη μορφή του. Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα ανατρέχει στις φιλοσοφικές του καταβολές, στο Metropolis του Φριτζ Λανγκ, στον Πολίτη Κέιν, τις ρωμαϊκές χολιγουντιανές υπερπαραγωγές και παράλληλα σαρκάζει ανερμάτιστα, υπερβάλει σκόπιμα, κατακερματίζει την οθόνη αμέτρητες φορές σαν σε παροξυσμικό επεισόδιο. Αδιαφορεί πλήρως για την ισορροπία στον τόνο, αφήνει τους χαρακτήρες να επιδίδονται σε μονολόγους που λοξοδρομούν συνεχώς από το προκείμενο, αναμειγνύει ετερόκλητες υφολογικές προσεγγίσεις και φτιάχνει τη Νέα Υόρκη, ως Νέα Ρώμη, σαν ένα χωνευτήρι αρχαιοπρέπειας και cyberpunk αισθητικής. Η αφήγησή του είναι κάθε άλλο παρά συμπαγής, αλλά ταυτόχρονα πάλλεται με πάθος, μαρτυρά ορμή και διάθεση για νέους κινηματογραφικούς δρόμους, ασχέτως αν αυτοί καταλήγουν αδιέξοδοι.
Το πιο ευαίσθητο σημείο της, βέβαια, το φυλάει για το τέλος, σε μία σύντομη σεκάνς που στρέφει το βλέμμα στο μέλλον, σαν αυτό να είναι το μόνο που έχει σημασία. Η αμφιθυμία απέναντι σε ένα φιλμ που φλερτάρει με την καταστροφή σε κάθε του σεκάνς πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Η γοητεία του, όμως, βρίσκεται ακριβώς σε αυτή την άναρχη δομή του, στην τεχνητή όψη του και στη δημιουργική ελευθερία που είναι ολοφάνερη στο σώμα του, περιγελώντας κάθε έννοια αφηγηματικού μέτρου. Τοποθετείται, σε κάθε περίπτωση, σε εκείνη την κατηγορία ταινιών που πρέπει να τις δεις για να πιστέψεις ότι υπάρχουν.