Love, Simon

Σκηνοθεσία: Greg Berlanti

Με τους: Nick Robinson, Josh Duhamel, Jennifer Garner

Διάρκεια: 110′

Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Greg Berlanti. Έχουν προηγηθεί: The Broken Hearts Club: A Romantic Comedy (2000) και Life as We Know It (2010). Είναι παντρεμένος με τον Robbie Rogers, κι έχουν κι ένα παιδί. Η επόμενη ταινία που θα σκηνοθετήσει ο Berlanti είναι το «Booster Gold», βασισμένη σε υπερήρωα της DC Comics! Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο βιβλίο Simon vs. the Homo Sapiens Agenda της Becky Albertalli.


Ο Σάιμον Σπιρ είναι ένας έφηβος όπως όλοι οι άλλοι. Οι γονείς του δεν του δημιουργούν προβλήματα, αγαπάει τη μικρή του αδελφή, που θέλει να γίνει σεφ, κι έχει κολλητούς φίλους, με τους οποίους περνάει υπέροχα. Είναι η τελευταία του χρονιά στο λύκειο και δείχνει ευτυχισμένος. Δεν είναι όμως. Κάτι τον βασανίζει: είναι γκέι και δεν βρίσκει τη δύναμη να το αποκαλύψει. Όταν σε ένα δημοφιλές μπλογκ του σχολείου του διαβάζει ένα κείμενο από έναν συμμαθητή του, που αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα, και αποκαλύπτεται μη… αποκαλύπτοντας την πραγματική του ταυτότητα, αλλά υπογράφοντας με το ψευδώνυμο «Blue», ο Σάιμον νιώθει ότι βρήκε την αδελφή ψυχή του. Αρχίζει να ανταλλάσσει μέιλ με τον «Blue» υπογράφοντας ως «Jacques». Και τον ερωτεύεται. Θα καταφέρει να βρει ποιος κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμο «Blue»; Πώς θα χειριστεί τον εκβιασμό ενός συμμαθητή του; Και θα βρει τη δύναμη να πει την αλήθεια στον κόσμο σχετικά με τη σεξουαλική του ταυτότητα;


Έχουν γίνει πάρα πολλά βήματα για να πάψει να αποτελεί ταμπού η ομοφυλοφιλία, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο. Κάποια από τα βήματα αυτά ήταν άτσαλα… άλματα. Εδώ, στην περίπτωση τούτης της ταινίας, συμβαίνουν δύο πολύ ενδιαφέροντα τινά. Το πρώτο είναι πως για πρώτη φορά ένα μεγάλο στούντιο των ΗΠΑ χρηματοδοτεί και διανέμει παγκοσμίως μια ταινία με ήρωα έναν έφηβο ομοφυλόφιλο, ο οποίος περιγράφεται θετικά. Το δεύτερο είναι πως διαχειρίζεται το ευαίσθητο (ακόμα) θέμα ως μία ρομαντική κομεντί. Στη ζυγαριά των πραγμάτων, το μήνυμα είναι θετικό. Η ταινία ως ταινία, όμως, ας μην κρυβόμαστε, δεν λέει και πολλά.

Στην περίπτωση που ο Σάιμον ερωτευόταν ΤΗΝ Blue, τα πράγματα θα ήταν ξεκάθαρα και αποκρυσταλλωμένα. Αν κρατούσε την ίδια λογική, θα ήταν λοιπόν μια «κανονική» ρομαντική κομεντί, που θα διέφερε από τις άλλες εξαιτίας του θριλερικού ζητήματος που θέτει σχετικά με το ποια κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμο Blue. Αυτό κάνει και η ταινία εντέλει στην κυριολεξία. Προσπερνάει με μεγάλη ευκολία το ζήτημα της σεξουαλικής ταυτότητας και επικεντρώνεται στο ζήτημα της ταυτότητας του Blue!

Δεν νιώθουμε το βάρος που κουβαλάει ο Σάιμον. Δεν νιώθουμε την πάλη του, την αγωνία του, την καταπίεσή του. Είπαμε: δίκοπο μαχαίρι. Η ταινία δεν θέλει να δούμε τον Σάιμον ως διαφορετικό. Θέλει να τον αναγνώσουμε ως έναν ακόμα έφηβο, που έχει απλώς προβλήματα αισθηματικής φύσης. Ναι, αλλά από την άλλη, η ομοφυλοφιλία του Σάιμον τον κάνει να πέφτει θύμα εκβιασμού. Η ομοφυλοφιλία του τον βάζει στο επίκεντρο χλευασμού. Η ομοφυλοφιλία του τον κάνει να συμπεριφέρεται παράξενα.


Ο πατέρας, τον οποίο υποδύεται ο Duhamel όλο «παρενοχλεί» τον γιο του για πιθανές κατακτήσεις με το άλλο φύλο κι όταν ο Σάιμον αποκαλύπτει τον ερωτικό του προσανατολισμό, η κουβέντα που κάνουν είναι νερόβραστη (το ακριβές αντίθετο, δηλαδή, της αντίστοιχης σκηνής στο Call Me By Your Name). Ο δε ρόλος της μητέρας είναι τελείως διακοσμητικός και χρησιμεύει ίσα ίσα για να δικαιολογηθεί η παρουσία του μεγαλύτερου ονόματος του καστ, της Jennifer Garner (που, σημειωτέον, υποδύεται την ψυχολόγο, αλλά χαμπάρι δεν πήρε…)

Όσο για τα φιλαράκια του Σάιμον πιο πολύ τσατίζονται για τα άλλα ψέματα που τους είπε ο φίλος τους παρά για το ότι τους έκρυβε την αλήθεια, την τόσο βασική για τον εαυτό του. Μπόλικες οι αστοχίες, λοιπόν, και προβληματικές γενικώς οι ερμηνείες (τι να πω για τον διευθυντή του σχολείου, ήμαρτον) εκτός από εκείνην του πρωταγωνιστή!


Ο 23χρονος Nick Robinson πείθει με άνεση ως 17χρονος Σάιμον και είναι καλός στο ρόλο του. Η δε σκηνή που τραγουδάει το Add it up των Violent Femmes σε πάρτι είναι από τις καλύτερες της ταινίας. Γενικά, το σάουντρακ είναι προσεγμένο. Ευτυχώς, ο κεντρικός ήρωας δεν παρουσιάζεται ως το απόλυτο καλό, ο άψογος χαρακτήρας, το τέλειο αγόρι. Όχι, έχει τα φάουλ του με κυριότερο τον εγωισμό: προκειμένου να κρατήσει ασφαλές το μυστικό του δεν θα διστάσει να ανακατέψει άσχημα τις ζωές των φίλων του. Το σίγουρο πάντως είναι πως, αν μη τι άλλο, η ταινία αυτή είναι μια αρχή. Δεν μπορεί, θα έρθουν και καλύτερες στιγμές.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑