Σκηνοθεσία: Χον Γαράνιο, Χοσέ Μαρί Γενάγα
Παίζουν: Ιτσιάρ Ιτούνιο, Ναγκόρε Αρανμπούρου, Ιτσιάρ Αϊθπούρου, Χοσέαν Μπενγοετσέα, Εγοῒτς Λάσα
Διάρκεια: 99′
Το σκηνοθετικό δίδυμο των Γαράνιο και Γενάγα γυρίζει μια ταινία στη βασκική γλώσσα και αυτή προτείνεται από την Ισπανία για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Έχετε ήδη μια αφορμή για να ασχοληθείτε με το φιλμ. Πέρα από την αφορμή ωστόσο, υπάρχουν και πραγματικοί λόγοι για να σταθεί κανείς αποσβολωμένος μπροστά σε τούτο το χαμηλόφωνο κομψοτέχνημα. Για να μιλήσουμε αναλυτικά γι’ αυτό απαιτούνται αρκετά spoilers, άρα όσοι δεν έχετε δει τα Λουλούδια σπεύσατε και μετά συνεχίζετε την ανάγνωση!
Το πρόσωπο με το οποίο έχουμε την αρχική επαφή είναι η Άνε, μια γυναίκα στην αρχή της εμμηνόπαυσης, ευδιάκριτα πνιγμένη σε μια μίζερη και αγέλαστη συμβίωση με τον άνδρα της. Η εμφάνιση ενός μπουκέτου λουλουδιών στο σπίτι τής φέρνει χαρά, καθώς νομίζει ότι έρχονται να αναθερμάνουν τη συζυγική σχέση, αλλά πού τέτοια τύχη! Η αλήθεια είναι ότι πίσω από την ανθοδέσμη κρύβεται κάποιος άλλος, που δεν θέλει να της αποκαλυφθεί. Της τη στέλνει, μάλιστα, στο εξής σε τακτική, εβδομαδιαία βάση, προκαλώντας τη ζήλια του αρσενικού, αλλά και την αναστήλωση του δικού της ηθικού.
Δεν πρόκειται για θρίλερ, αλλά οι δύο δημιουργοί ξέρουν να ξετυλίγουν το κουβάρι, έτσι ώστε να συντηρούν διαρκώς το ενδιαφέρον. Σύντομα θα μας παρουσιάσουν και μια δεύτερη εξίσου (ή μάλλον περισσότερο!) δυσλειτουργική οικογένεια, ενώ δεν θα αργήσει και η σύνδεση των στοιχείων. Στην πρώτη φαμίλια έλειπε ξεκάθαρα το παιδί, κάτι που πιθανά απομάκρυνε τον έναν από την άλλη. Στη δεύτερη τα άτομα που απαρτίζουν το σύνολο είναι πιο πολλά, καθώς το ανδρόγυνο έχει και ένα αγόρι, μόνο που αυτό είναι καρπός του παρελθόντος της γυναίκας. Τούτο προκαλεί φανερές εντάσεις με την πεθερά της, αλλά και καθιστά τη σχέση του ζεύγους ανολοκλήρωτη και ευάλωτη στις έξωθεν πιέσεις. Και ένα απαραίτητο συμπλήρωμα: ο Μπενάτ, ο άνδρας του δεύτερου ζευγαριού μαθαίνουμε ότι εργάζεται στον ίδιο χώρο με την Άνε.
Τι μπορεί να λειτουργήσει σαν καταλύτης για να αλλάξουν εκ νέου οι συνθήκες; Ένας θάνατος. Ο απόλυτος καταλύτης. Καταρχήν τα πράγματα στο χώρο δουλειάς προδίδουν ότι από τον νεκρό (τον Μπενάτ) προέρχονταν τα άνθη που λάμβανε η Άνε. Εκείνη αισθάνεται πια μια απροσδιόριστη αγάπη για τον σχεδόν άγνωστό ως τότε συνάδελφό της και ανταποδίδει στο εξής την κατάθεση λουλουδιών. Εκεί που έγινε το δυστύχημα. Η Λούρντες, η γυναίκα του, αποφασίζει να αποκοπεί πλήρως από οτιδήποτε της τον θυμίζει –πόσο μάλλον από την ούτως ή άλλως εχθρική πεθερά. Αντίθετα, η μάνα του, η Τερέ, δεν δύναται να προσπεράσει τα γεγονότα, για εκείνη η μνήμη είναι δυνατή και οφείλει να κάνει ότι περνά από το χέρι της για να τη διατηρεί, ακόμα κι αν αυτό προϋποθέτει τη σύμπραξη με τη νύφη. Μόνο που η νύφη τη διώχνει πια μακριά. Αυτό συνεχίζεται για μια τριετία, ώσπου…
Αυτό που πετυχαίνουν οι Γαράνιο και Γανάγα στα Λουλούδια είναι εντυπωσιακό. Χωρίς στάλα μελοδράματος, ξεγυμνώνουν τις ψυχές των ηρώων (καλύτερα ηρωίδων, μια που κατ’ ουσίαν μόνο ο ταχέως εξαφανισθείς από την οθόνη Μπενάτ έχει καίριο ανδρικό ρόλο). Όλα εκφράζονται διαμέσου των λουλουδιών. Λουλούδια πρωτοεμφανίζονται για να θερμάνουν την παγωμένη καρδιά της Άνε, αργότερα μαθαίνουμε ότι και τα λουλούδια, όπως οι άνθρωποι, μπορεί να πληγωθούν αν δεν τους συμπεριφερθούμε σωστά, κατόπιν με τα λουλούδια αποδίδεται φόρο τιμής στο νεκρό. Ο Μπενάτ, ο αρχικός αποστολέας, είναι ο από μηχανής Θεός, σαν τα αρχαιοελληνικά δράματα, που επιβλέπει από ψηλά τον κόσμο και φροντίζει να τον ομορφύνει, εκεί που είναι σε θέση να το κάνει. Η Άνε, που θα αντιστρέψει τη σχέση αποστολέα – παραλήπτη, είναι μπερδεμένη σε μια παράξενη κατάσταση, ανάμεσα στην υποχρέωση και στην ευγνωμοσύνη. Η Τερέ, που κι εκείνη δεν παραλείπει να φέρει μαζί της άνθη, το πράττει πρωτίστως για να αποχαιρετήσει νεκρούς, από σεβασμό στη μνήμη. Τέλος, η Λούρντες τα πετά σαν να είναι σκουπίδια, τα ποδοπατά, τα σιχαίνεται, αλλά θα έρθει η στιγμή που θα συμφιλιωθεί μαζί τους…
Κάπου εδώ, οφείλουμε να εγκαταλείψουμε το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης του φιλμ, αυτό που καταπιάνεται με την ανθρώπινη ύπαρξη, τη μοναξιά, την αποξένωση μέσα στο οικογενειακό κύτταρο. Ναι, τα Λουλούδια μιλούν για αυτά, τα διόλου ασήμαντα, μιλούν και για τη μνήμη, και το πώς αντιμετωπίζεται και λειτουργεί από άνθρωπο σε άνθρωπο, την εξοικείωση και συμφιλίωση μαζί της, το πόσο σκληρή μπορεί να γίνει η απώλειά της. Είναι αυτή η τρομακτική στιγμή, όταν αντικρίζει κανείς ένα πρόσωπο με αμνησία, που ξέρει ότι πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να μη βρεθεί στην ίδια αφόρητη θέση. Πρέπει να συντηρήσει τη μνήμη, που ως τότε μάλλον πάσχιζε να σβήσει!
Σε ένα δεύτερο και πολύ σημαντικό επίπεδο για την ταινία, η μνήμη παύει να είναι ατομική, περνάμε στη συλλογική μνήμη. Κι εδώ παίζουν το μεγάλο παιχνίδι οι Γαράνιο και Γενάγα. Σε μια διόλου τυχαία σεκάνς, νωρίς νωρίς, η Άνε και ο σύζυγός της βλέπουν τηλεόραση. Στις ειδήσεις ακούγεται: «Θα συνεχιστούν οι συνομιλίες μεταξύ εκείνων που αποζητούν τη δικαιοσύνη κι εκείνων που επιθυμούν και θεωρούν ότι είναι ώρα να επουλωθούν οι παλιές πληγές». Ναι, οι πρώτοι είναι όσοι δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να βάλει στην άκρη την ιστορική μνήμη (τον Φράνκο και τα έργα του, εν προκειμένω), ενώ οι δεύτεροι τη θυσιάζουν, έστω κι αν τους πονά, για να προχωρήσουν.
Δύο από τις ηρωίδες μας προσωποποιούν ακριβώς αυτό. Η Τερέ, η παλιότερη γενιά, έχει προτεραιότητα το να μη σβήσει το καντήλι του νεκρού, ενώ η Λούρντες, η νεότερη, απομακρύνεται, θέλει μια νέα ζωή, διαγράφοντας το παρελθόν. Ποια από τις δύο κάνει το σωστό; Η ζωή δίνει συνήθως τη λύση. Η Τερέ θα αναγκαστεί από τα γηρατειά, από τον πανδαμάτορα χρόνο δηλαδή, να απολέσει βίαια το μνημονικό της. Αυτό, ωστόσο, θα επιφέρει την επώδυνη συνειδητοποίηση της Λούρντες για το μάταιο της τόσο σφοδρής σύγκρουσης με το παρελθόν. Θα είναι πια η δική της σειρά να το προσεγγίσει με μεγάλο σεβασμό, να το αποδεχθεί. Οι σκηνοθέτες γνωρίζουν ότι η λύση βρίσκεται κάπου στο μέσο της διαδρομής. Οι παλιές ιστορίες κλείνουν κάπως έτσι, όπως έγραψε και ο Κώστας Βίρβος: «Μη σκαλίζεις τη στάχτη να ξανάβρεις φωτιά»…