Σκηνοθεσία: Μαρκ Γουέμπ
Παίζουν: Κάλουμ Τέρνερ, Κέιτ Μπέκινσεϊλ, Πιρς Μπρόσναν, Τζεφ Μπρίτζες
Διάρκεια: 90′
To 1970, o Πολ Σάιμον, των Simon & Garfunkel γράφει τους στίχους του τραγούδιου The Only Living Boy in New York, απευθύνοντας ένα κρυμμένο μήνυμα παραπόνου προς τον Διόσκουρό του. Ο Αρτ Γκαρφάνκελ, εκείνη την εποχή, έχει φύγει από τη Νέα Υόρκη για το Μεξικό, όπου πρωταγωνιστεί στην (καταπληκτική) ταινία Catch 22, του Μάικ Νίκολς. Το διάσημο μουσικό σχήμα βρίσκεται εκείνη την περίοδο στη διαδικασία ηχογράφησης του πέμπτου και τελευταίου άλμπουμ της καριέρας τους, με τίτλο Bridges Over Troubled Water. Εξ ου και η αίσθηση εγκατάλειψης από την πλευρά του Σάιμον, που αποτυπώνει την απογοήτευσή του στους στίχους του συγκεκριμένου bromance τραγουδιού. Ο Σάιμον απευθύνεται στον Γκαρφάνκελ με την προσφώνηση “Tom”, παραπέμποντας στα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας τους, όταν είχαν το προσωνύμιο “Tom & Jerry”.
Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, το 1966, ο Μπομπ Ντίλαν αγγίζει μία από τις στιχουργικές του κορυφές, μέσα από το πανέμορφο τραγούδι Visions of Johanna. Ένα νεαρό αγόρι, που παίρνει υπερβολικά στα σοβαρά τον εαυτό του, που πασχίζει να καταπιεί ωκεανούς ολόκληρους με μία μόνο γουλιά. Που περιδιαβαίνει τις ομορφιές και της ασχήμιες της Νέας Υόρκης, ενός τρεμάμενου ειδώλου απατηλής ομορφιάς και μάταιων προσδοκιών. Που καταδιώκεται από το οράματα μίας μούσας που είναι πανταχού παρούσα, αλλά ποτέ δεν παίρνει σάρκα και οστά. Το κυνήγι της τέλειας έμπνευσης είναι εξ ορισμού μάταιο, αλλά δεν πρέπει ποτέ να σταματήσει, γιατί τότε είναι που η ζωή πλημμυρίζει με ματαιότητα, μοιάζει να λέει ο Ντίλαν, ο οποίος, ως είθισται, τα έλεγε πολύ όμορφα.
Αυτά τα δύο τραγούδια αποτελούν όχι τη δραματουργική ή αισθητική ραχοκοκαλιά, αλλά τα ψυχικά υποστυλώματα της νέας ταινίας του Μαρκ Γουέμπ, που δανείζεται τον τίτλο της από το τραγούδι των Simon & Garfunkel. Ο Γουέμπ προσπαθεί να βαδίσει στα χνάρια της μεγάλης του επιτυχίας 500 Days of Summer, με τη συνεχή διαπλοκή ρομαντισμού και μελαγχολίας και μια μοντέρνα κόπια indie ευαισθησίας να πλανιέται χωρίς φειδώ σε κάθε πλάνο και στιχομυθία.
Δυστυχώς, όμως, στο The Only Living Boy in New York προσπαθεί να δώσει στο δράμα του μεγαλύτερες και πιο σύνθετες διαστάσεις απ’ όσο μπορεί να αντέξει ο καμβάς του. Με αποτέλεσμα να εγκλωβίζει την ταινία του σε ρηχά νερά, όπου ρίχνει αδέξιες απλωτές. Η αρχή και το φινάλε ενός πολλά υποσχόμενου, αλλά κατά βάθος εκ προοιμίου καταδικασμένου έρωτα, είχε επιτρέψει στον Γουέμπ να ξεδιπλώσει 8 χρόνια νωρίτερα ένα μικρόκoσμο από αβαθείς χαριτωμενιές, μικρά και στρωτά μαθήματα ερωτικής απογοήτευσης για αρχαρίους και πινελιές γλυκιάς ευαισθησίας που (θέλουν να) θυμίζουν μία γουντιαλενική οπτική της καλλιτεχνίζουσας Νέας Υόρκης.
Εν προκειμένω, οι κορυφώσεις του δεν έρχονται να αναπαυθούν σε μικρό-στιγμές θριάμβων και απογοήτευσης μίας χειροπιαστής συναισθηματικής πραγματικότητας (ακόμη κι αν αυτές ήταν κάπως εξωραϊσμένες σαν φροντισμένη vintage βιτρίνα), αλλά ξεπετιούνται ολίγον άναρχα και αλλοπρόσαλλα από συγκρούσεις και εντάσεις που διαλαλούν την ύπαρξή τους, αλλά εν τέλει δεν διαθέτουν ουσιαστική υπόσταση.
Μπουρδουκλωμένο σε μία arty farty αιθαλομίχλη που υποκρύπτει σοβαρότατες δόσεις φιλαυτίας, το The Only Living Boy in New York καταλήγει σχεδόν να κουβαλά το ίδιο κρίμα που (υποτίθεται ότι) καταλογίζει προς τη Νέα Υόρκη. Δεν έχει αληθινή ψυχή. Μόνο που αυτό δεν την έχει χάσει στη φλόγα της μάχης με τον συμβιβασμό, αλλά έχει πείσει τον εαυτό του ότι την δικαιούται εσαεί, χωρίς να χρειάζεται ποτέ να το αποδείξει.
Όσο περνά η ώρα, νιώθουμε περισσότερο την ανάγκη να αποσυνδεθούμε από τους ήρωες και τη δίνη στην οποία έχουν μπλεχτεί, παρά να βουτήξουμε μαζί τους στο σκοτάδι. Κι η αυτή η αίσθηση αποστασιοποιήσης αγγίζει την ανώτατη τιμή της, όταν βρεθούμε τετ-α-τετ με ένα φινάλε που σχεδόν παπαγαλίζει ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις κι ότι τα κλισέ της προκάτ ευτυχίας δεν αντιστοιχούν στην αληθινή ζωή, υποκύπτοντας στην πανεύκολη λύση μίας φωτογενούς γκρίζας ζώνης που δεν έχει τίποτα το αληθινά γκρίζο, διφορούμενο ή μεταιχμιακό. To The Only Living Boy in New York έχει την ψευδαίσθηση πως σε προσκαλεί στον κόσμο του, ενώ κατά βάθος δεν πιστεύει ότι υπάρχει καν άλλος κόσμος πέραν του ανυπόστατου δικού του.