What's On Little Girl Blue (2023)

23 Νοεμβρίου 2024 |

Little Girl Blue (2023)

Σκηνοθεσία: Μονά Ασάς

Πρωταγωνιστεί: Μαριόν Κοτιγιάρ

Διάρκεια: 96′

Ελληνικός τίτλος: “Μικρό Θλιμμένο Κορίτσι

Το Μικρό Θλιμμένο Κορίτσι εκκινεί από μια θεμελιώδη αντίφαση: η κάμερα της Μονά Ασάς είναι ένα εσωστρεφές εργαλείο που χρησιμοποιείται για την κατανόηση ενός κόσμου εσωτερικού, όχι για την καταγραφή και την αναδιάταξη της πραγματικότητας σε συνεκτική μορφή εντός ενός συγκεκριμένου καλλιτεχνικού οράματος. Το υβριδικό αποτέλεσμα αποτυπώνει την αγωνία της σκηνοθέτιδας να συνθέσει την προσωπικότητα της μητέρας της ιχνηλατώντας την πορεία της ζωής της. Ακόμα όμως και αν αυτή είναι γεμάτη από στιγμές και σημαίνοντα πρόσωπα που θα αρκούσαν για να γεμίσουν την αφήγηση με αρκούντως ενδιαφέρον υλικό, η Ασάς αντιπαρέρχεται την γεγονοτολογική εξιστόρηση μιας larger than life διαδρομής. Αντίθετα, επιχειρεί πρωτίστως να συντονίσει τον χτύπο της καρδιάς της με αυτόν της μητέρας της, να αφουγκραστεί τους ήχους του καλά εδραιωμένου ψυχικού πόνου που δεν την εγκατέλειψε ποτέ, ακόμα και αν δε μπορεί να τον εξηγήσει.

Η Καρόλ Ασάς, γνωστή σε περασμένες δεκαετίες με το όνομα Καρόλ Λανζ, μεγάλωσε στην καρδιά της rive gauche της δεκαετίας του 1950. Κόρη της πολυπράγμονος Μονίκ Λανζ, που δραστηριοποιήθηκε στον εκδοτικό χώρο, βρέθηκε από μικρή ανάμεσα σε κορυφαίους εκφραστές της καλλιτεχνικής διανόησης, όπως ο Ουίλιαμ Φόκνερ και ο Ζαν Ζενέ. Συνεργάστηκε ως ηθοποιός με δημιουργούς σαν τον Κώστα Γαβρά και τον Τζόσεφ Λόουζι, δραπέτευσε στη Νέα Υόρκη όπου δούλεψε ως σεξεργάτρια, έγινε μητέρα, προς τη δύση της ζωής της έγραψε πέντε βιβλία. Σε κάθε της βήμα, ωστόσο, την ακολουθούσε μια τραυματισμένη μοναξιά που ολοένα και μεγάλωνε, ή τουλάχιστον έτσι σκιαγραφείται μέσα από την ποικιλόμορφη κινηματογραφική ανασύνθεση που επιμελείται η κόρη της.

Η δημιουργός έχει στη διάθεσή της σωρεία αρχειακού υλικού, φωτογραφίες, ηχογραφήσεις, ιδιωτικά βίντεο, ημερολόγια. Η σπουδαιότερη βοήθεια, ωστόσο, της προσφέρεται από μία απροσδόκητη κατεύθυνση. Η Μονά Ασάς αναθέτει στην Μαριόν Κοτιγιάρ την αποστολή να γίνει η Καρόλ όπως την πλάθει η ίδια, και εκείνη απεκδύεται την εικόνα της και μεταμορφώνεται, αγκαλιάζοντας το τεχνητό του εγχειρήματος. Αντλεί από αυτή την ιδέα την πιο γοητευτική πτυχή του φιλμ, αφού η μεταμόρφωση είναι καταδικασμένη να παραμένει ατελής, σαν ένα σχόλιο πάνω στην αφερεγγυότητα της μνήμης και το ατελέσφορο της επανάκτησης του παρελθόντος. Ακόμα και με την αρωγή μιας σταρ και της θαυματουργής κινηματογραφικής γλώσσας, το μόνο που μπορεί να πετύχει η Ασάς είναι η συμφιλίωση με το κενό της απώλειας και η πικρή παραδοχή της ματαιότητας του αγώνα της να καταδυθεί στον ψυχισμό της εκλιπούσας. Όχι ότι αυτό είναι μικρό πράγμα.

Θαρρείς πως η Μονά Ασάς είναι προορισμένη να κουβαλά τη διαγενεακή υποχρέωση να αναμετρηθεί με τα φαντάσματα του παρελθόντος που οργιάζουν με την έλλειψη της μητρικής φιγούρας, παίρνοντας τη σκυτάλη από τη μητέρα της, η οποία στο αξιοσημείωτο βιβλίο Fille De… φιλοτέχνησε το λογοτεχνικό πορτρέτο της δικής της μητέρας. Η πορεία προς τον ψυχισμό της Καρόλ είναι γεμάτη εμπόδια, αμήχανες αλήθειες και τραύματα που έμειναν αγιάτρευτα μέχρι τον πρόωρο χαμό της. Το πρώτο και πλέον συνταρακτικό αφορά τον επιστήθιο οικογενειακό φίλο Ζαν Ζενέ, το enfant terrible του γαλλικού θεάτρου, που συμμετείχε στην κακοποίησή της όταν εκείνη ήταν μόλις δώδεκα χρονών. Η Μονά δε θα το αποκρύψει, αλλά δε θα επιλέξει να στήσει όλη την αφήγηση γύρω από αυτό. Τα αδιαπέραστα σκοτάδια της Καρόλ είναι που την αφορούν, αυτά που διατηρήθηκαν μέχρι τη στιγμή της αυτοκτονίας της, όχι η ανακριτική ματιά επί ενός εγκληματικού γεγονότος.

Το Little Girl Blue, που δανείζεται τον τίτλο του από το ομώνυμο αμερικανό τραγούδι που ακούγεται στην ταινία με την ακατέργαστη ευαισθησία της φωνής της Τζάνις Τζόπλιν, είναι σε σημεία αφοπλιστικό, ακριβώς επειδή δε διστάζει να παραδεχτεί τα εγγενή όριά του. Η Μαριόν Κοτιγιάρ φωτίζει με αφοσίωση το όραμα της Ασάς και θυμίζει ότι εκτός από μεγάλη σταρ, είναι μία σπουδαία ηθοποιός. Η παρουσία ενός εξωγενούς παράγοντα, και δη με τη μορφή μιας αναγνωρίσιμης παγκοσμίως προσωπικότητας, σε μια ιαματική κινηματογραφική συνθήκη εμπλουτίζει με προσιτά στοιχεία μια αφήγηση που εύκολα θα μπορούσε να έχει καταστεί ερμητική. Η φόρμα της ταινίας, που επικοινωνεί με τον πυρήνα της κινηματογραφικής (ανα)κατασκευής, συνιστά οπωσδήποτε έναν πειραματισμό που καθιστά το όλο εγχείρημα σε έναν βαθμό δύσβατο, αλλά το συνολικό αποτέλεσμα αποπνέει κάτι το γοητευτικά εύθραυστο, ικανό να συγκινήσει αβίαστα.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑