Σκηνοθεσία: Γκαρθ Ντέιβις
Παίζουν: Ντεβ Πατέλ, Ρούνι Μάρα, Νικόλ Κίντμαν
Διάρκεια: 120’
Ένα μικρό παιδί που χάνεται, δεν γνωρίζει πώς να γυρίσει στο σπίτι και την οικογένειά του και καταλήγει να περιπλανιέται στους δρόμους μίας μεγαλούπολης είναι πάντοτε μία άσχημη εξέλιξη. Ένα μικρό παιδί που υφίσταται όλα τα παραπάνω στην Καλκούτα, 1.600 ολόκληρα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του (ναι, είναι ολίγον μεγαλούτσικη χώρα) κάπου στις δυτικές εσχατιές της Ινδίας, χωρίς καν να μιλάει τη γλώσσα των ντόπιων (στην Καλκούτα ομιλείται η γλώσσα Μπενγκάλι, ενώ συνολικά υπάρχουν 21 συνταγματικά αναγνωρισμένες γλώσσες στην Ινδία!), τότε τα πράγματα χειροτερεύουν επικίνδυνα. Η περίπτωση του Sheru Munshi Khan είναι από εκείνες τις ιστορίες που αποτυπώνουν στην εντέλεια μία από τις διάσημες ρήσεις του Λουίτζι Πιραντέλο: η πραγματικότητα δεν χρειάζεται να φανεί αληθοφανής, διότι είναι απλούστατα αληθινή.
Ο Sheru (το όνομά του θα πει «λιοντάρι», εξ ου και ο τίτλος της ταινίας), που όταν ήταν πιτσιρίκι πρόφερε λανθασμένα το όνομά του, μετατρέποντάς το σε Saroo, υπήρξε αρχικά μία ακόμη σταγόνα νερού στον αχανή ωκεανό των χαμένων παιδιών της Ινδίας, που καταλήγουν είτε νεκρά είτε μισοπεθαμένα κουφάρια εκμετάλλευσης, χωρίς ποτέ να υπάρξει κάποιο amber alert για την εξαφάνισή τους. Ακόμη όμως και εν μέσω ωκεανού, υπάρχουν κάποιες ανέλπιστες σανίδες σωτήριας.
Ο Saroo υιοθετήθηκε από μία αυστραλιανή οικογένεια και άφησε πίσω του την κόλαση επί Γης. Είκοσί πέντε ολόκληρα χρόνια μετά την εξαφάνισή του, κατόρθωσε να εντοπίσει το σπίτι του στην Ινδία και να συναντήσει τη βιολογική του μητέρα. Η απίθανη αυτή ιστορία καταγράφηκε στην αυτοβιογραφία του με τίτλο A Long Way Home, της οποίας μεταφορά αποτελεί το Lion. Μία ταινία που πάσχει από τις γνωστές παθογένειες που καιροφυλακτούν κάθε φορά που μεταφέρεται μία τέτοια ιστορία στο κινηματογραφικό πανί.
Πρώτα απ’ όλα, γιατί ο σκηνοθέτης διαφημιστικών Γκαρθ Ντέιβις (στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο) αφήνει παντελώς γυμνό και μετέωρο το ενδιάμεσο στάδιο, που μάλλον θα ήταν και το πιο ενδιαφέρον. Διότι σε κανένα σημείο δεν βλέπουμε την παραμικρή αλληλεπίδραση των δύο επιπέδων ζωής του ήρωά μας, ενός παρόντος ευμάρειας και ευτυχίας κι ενός παρελθόντος ανέχειας και σκληρότητας. Το Lion σε κανένα σημείο δεν αποπειράται να τρυπώσει στην τόσο εύθραυστη ψυχολογία ενός ανθρώπου που, παρότι δεν έχει κανένα λόγο να νιώθει τύψεις, καταλήγει να νιώθει πως έχει ανεξόφλητα γραμμάτια ενοχών.
Σε καμία περίπτωση, δεν φιλοδοξεί να αιχμαλωτίσει το μεγαλειώδες συναίσθημα της αποκοπής από τις ρίζες, του πόνου της απώλειας, της αδήριτης ανάγκης για μία απελπισμένη παλιννόστηση. Ο ήρωάς μας είναι ένας εξ ορισμού τραγικός ήρωας, καθώς αναζητεί μία χαμένη ταυτότητα που στην ουσία υπερβαίνει κι αυτόν τον χαρακτηρισμό. Είναι μία ταυτότητα που έχει πλέον καταστεί ανύπαρκτη, αλλά δεν παύει να είναι ολόδική του, σάρκα εκ της σαρκός του, ένα αμνιακό υγρό στο οποίο θέλει με μανία να βουτήξει ακόμη κι αν αυτό έχει πλέον εξατμιστεί.
Όλα τα παραπάνω συνιστούν το πιο χτυπητό πρόβλημα του Lion, στο οποίο ήμασταν ούτως ή άλλως έτοιμοι να συγχωρήσουμε όλες τις πέρα για πέρα αναμενόμενες αδυναμίες κι ατολμίες. Όπως την μανιώδη φωτογενή απεικόνιση της μιζέριας και της εξαθλίωσης, τις προβλεπόμενες συγκινησιακές εξάρσεις, την προδιαγεγραμμένη τονικότητά του, την έλλειψη χαρακτηρολογίας (με μικρή εξαίρεση τον χαρακτήρα που υποδύεται η Νικόλ Κίντμαν, ο οποίος μένει ανεκμετάλλευτος σε σχέση με τις δυνατότητές του).
Το Lion μοιάζει, λοιπόν, με καλογυαλισμένο σποτ κάποιου διεθνούς οργανισμού για την καταπολέμηση της εγκατάλειψης ανηλίκων και της παιδικής πορνείας, γεγονός που θα μπορούσαμε να προσπεράσουμε. Ομοίως, θα ήμασταν διατεθειμένοι να ανεχτούμε τις εκβιαστικές του συναισθηματικές μανούβρες, δεχόμενοι να αφεθούμε ολίγον απενοχοποιημένα στο based on true story effect στο οποίο βασίζει όλη του την ύπαρξη.
Αλλά το να βλέπεις το πιο ζουμερό κομμάτι να λειτουργεί μονάχα ως καταναγκαστική (και κακοφτιαγμένη) γέφυρα για μία ούτως ή άλλως a priori γνωστή κορύφωση, δεν είναι συγχωρητέο. Όπως και να το βλέπεις την αγαπημένη Ρούνι Μάρα να υποφέρει, βολοδέρνοντας σε έναν από τους πιο άχαρους ρόλους που θα μπορούσε ποτέ κανείς να φανταστεί. Όπως και να ανέχεσαι τον Ντεβ Πατέλ, μόνο και μόνο επειδή έχει καπαρώσει τον πατενταρισμένο ρόλο του (οποιουδήποτε) Ινδού σε κάθε mainstream ταινία!