Σκηνοθεσία: Πάολο Βιρτζί
Παίζουν: Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι, Μικαέλα Ραματσότι
Διάρκεια: 118’
Μεταφρασμένος τίτλος: «Η τρελή χαρά»
Μια χαρωπή και καλοντυμένη ώριμη γυναίκα περπατά καμαρωτή καμαρωτή σε ένα ηλιόλουστο σκηνικό. Το στόμα της είναι σκέτο μυδραλιοβόλο, η πολυλογία της μία καταιγίδα που δεν σου αφήνει ούτε μισή σπιθαμή να προστατευτείς. Ρωτά και απαντά μόνη της, μονολογεί θριαμβευτικά. Χαριτολογεί με σκέρτσο, προσβάλλει αβέρτα με γούστο. Την ίδια στιγμή, τα χρώματα λάμπουν, ακτινοβολούν. Σου ζεσταίνουν την καρδιά, σου φτιάχνουν τη διάθεση. Μέχρι να στη χαλάσουν απότομα, υπενθυμίζοντας ότι τα σκοτάδια όσο και να πασαλειφτούν με χρώμα δύσκολα φωτίζουν. Δεν βρισκόμαστε σε κάποιο παραθεριστικό θέρετρο ή οικισμό αναψυχής, αλλά σε μία γυναικεία «κατασκήνωση» αποκατάστασης ψυχικά νοσούντων.
Η Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι διαθέτει ισχυρές δόσεις από Μπλανς Ντυμπουά (Λεωφορείον ο πόθος) και φέρνει εντονότατα σε Νόρμα Ντέσμοντ (Λεωφόρος της Δύσης, 1950). Ξεχύνεται σαν ανεμοστρόβιλος μέσα σε υαλοπωλείο και κατορθώνει να μην σπάσει ούτε το πιο μικρό γυαλάκι, παρότι παραληρεί και στροβιλίζεται με εκστατική μανία. Φορά με δαντελένια κομψότητα την αριστοκρατική της ξιπασιά. Φλυαρεί ακατάπαυστα, σε ένα μόνιμο καθεστώς κλαυσίγελου, με μία φωνή θαρρείς έτοιμη να γίνει ανά πάσα στιγμή χίλια κομμάτια. Περιφέρει τη θλιμμένη της ύπαρξη ανάμεσα σε περασμένα μεγαλεία διηγώντας τα να κλαις και φαντασιακές παλιές αγάπες. Και όταν αποφασίζει να σωπάσει, σου κλέβει μία κι έξω την καρδιά. Το άλλο της μισό είναι το ετερώνυμο ενός δίπολου αμοιβαίας έλξης, σε μία -ας πούμε- ενεργειακή ισοστάθμιση.
Η Μικαέλα Ραματσότι (σύντροφος του σκηνοθέτη Πάολο Βιρτζί στην αληθινή ζωή) είναι το πληγωμένο και σιωπηλό αγρίμι που έχει πεταχτεί στη χωματερή της ζωής. Τσαλαβουτά στις τύψεις και στη συναίσθηση των ψυχώσεών της, με έναν απώτερο σκοπό να την κρατά μετά βίας στη ζωή. Αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως περιττή αποσκευή που θα ήθελε να ξεφορτωθεί, αλλά γαντζώνεται ακριβώς τη στιγμή που πέφτει στον γκρεμό. Από την ελπίδα να διορθώσει ένα λάθος, αλλά και από την πρώτη φίλη που απέκτησε στη ζωή της.
Ο Πάολο Βιρτζί (που θα πραγματοποιήσει το αγγλόφωνο ντεμπούτο του, μέσα στο 2017, με τίτλο The Leisure Seeker και πρωταγωνιστές τους βετεράνους ογκόλιθους Ντόναλντ Σάδερλαντ και Έλεν Μίρεν) συνεργάζεται εκ νέου με την Μπρούνι Τεντέσκι μετά Το Ανθρώπινο Κεφάλαιο (2013) και φτιάχνει μία ταινία σκέτη τρέλα. Με δύο πρωταγωνίστριες που κάνουν πράξη το ρητό του ποιητή Γουίλιαμ Μπλέικ και επιμένουν τόσο εμφατικά στην τρέλα τους που στο τέλος κατακτούν τη σοφία. Που θα ριχτούν με τα μούτρα στην ελευθερία που τόσο έχουν στερηθεί, αλλά και στα κρίματα και τα λάθη που βαραίνουν το παρελθόν τους.
Η τρελή χαρά, κινούμενη μεταξύ πλάγιου φόρου τιμής στο θρυλικό Θέλμα και Λουίζ (1991) και θηλυκής βερσιόν του Στη φωλιά του κούκου (1975), βρίσκει ρυθμό και ταυτότητα από την πρώτη στιγμή, αποφεύγοντας να λοξοδρομήσει ή να υπερβάλλει. Κοιτάζει από απόσταση αναπνοής το κατακερματισμένο μυαλό και την αδυναμία διαχείρισης του πόνου, της απώλειας, της ενοχής και της μοναξιάς, χωρίς όμως να κραδαίνει τη μιζέρια ως ατού. Πιστεύει ολόψυχα όχι ακριβώς στην ευτυχία, αλλά στην αναγκαιότητα του κυνηγιού της, ευτυχώς χωρίς να τη μετατρέπει σε μελό ευχολόγιο. Παράλληλα, αφήνει ένα δηκτικό και εκλεπτυσμένο σχόλιο για την αληθινή παράνοια ενός εξ ορισμού ελαττωματικού και παράλογου θεραπευτικού συστήματος. Που αποστερεί μεν την ελευθερία στον βωμό της ίασης, αλλά καταλήγει να απαιτεί αποδείξεις υγείας από ασθενείς, προτού (και για να) ξεκινήσει να τους γιατρεύει.
Η τρελή χαρά πάλλεται και βιώνει μέχρι το μεδούλι κάθε στιγμή της τρέλας και της χαράς της, καθ’ οδόν προς ένα φινάλε λεπτεπίλεπτης συγκίνησης. Κι αν τυχόν νιώσετε στιγμιαία πως ο συναισθηματικός εκβιασμός απειλεί να πάρει το πάνω χέρι, δείξτε το ελάχιστο της υπομονής γιατί θα ανταμειφθείτε αναλόγως. Με μία σκηνή όπου ο μικρός και ο τρελός μαθαίνουν ο ένας στον άλλο την αλήθεια κι έπειτα, τη διδάσκουν και σε εμάς τους αδαείς. Με έναν αποχαιρετισμό κι έναν επακόλουθο χαιρετισμό όλο σιωπή και μόνο αγάπη. Διότι στο κάτω κάτω της γραφής, ο Αυστριακός ψυχίατρος Άλφρεντ Άντλερ είχε μάλλον δίκιο. Εν τέλει, οι μόνοι «φυσιολογικοί» άνθρωποι είναι αυτοί που δεν γνωρίζουμε αρκετά καλά.