Σκηνοθεσία: Τομά Κρουιτόφ
Παίζουν: Φρανσουά Κλυζέ, Ντενί Πονταλιντές, Σαμί Μπουαζιλά, Άλμπα Ρορβάχερ
Διάρκεια: 88’
Μεταφρασμένος τίτλος: “Η συνωμοσία της σκιάς”
Ένας σεσημασμένα μοναχικός άνδρας, άνεργος εδώ και χρόνια και χαμηλόφωνος νικητής στη μάχη με τον δαίμονα του αλκοόλ, δέχεται μία ασυνήθιστη και, από κάθε άποψη, ύποπτη προσφορά εργασίας. Βυθισμένος σε μία μηχανιστική ρουτίνα και εθισμένος στην απόλυτη απάθεια, γίνεται ασυναίσθητα γρανάζι ενός σκοτεινού μηχανισμού που τον ξεπερνά και τον καταπίνει. Από τελευταίος τροχός της αμάξης, μετατρέπεται σταδιακά σε γνώστης απόρρητων μυστικών, συνεργός, καταζητούμενος από πολλές πλευρές, και άμεσα εμπλεκόμενος σε μία συνωμοσία που αγγίζει τα υψηλότερα επίπεδα εξουσίας.
Η αλήθεια θα του αποκαλυφθεί κομματάκι προς κομματάκι, σαν τα παζλ στα οποία επιδίδεται για να σκοτώσει την ώρα και τη θλίψη του. Μονάχα που, αυτή τη φορά, δεν θα έχει την ευχέρεια να φιξάρει τον εαυτό του σε ένα ασφυκτικά στενό πλαίσιο και να αφεθεί στη θαλπωρή του. Θα αναγκαστεί να κοιτάξει κατάματα την ευρύτερη εικόνα και να αντιδράσει. Να καταστρέψει το παζλ προτού μπουν όλα τα κομμάτια στη θέση τους, γιατί τότε θα είναι ήδη πολύ αργά.
Παρακολουθώντας το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Τομά Κρουιτόφ, το μυαλό μας ταξιδεύει ασυναίσθητα στην εμβληματική Συνομιλία (1974), του Φράνσις Φορντ Κόπολα, με τον Τζιν Χάκμαν. Χωρίς αυτό να συνεπάγεται, βέβαια, ότι Η Συνωμοσία της σκιάς έχει τη δυνατότητα να σταθεί επάξια δίπλα της, σε οποιοδήποτε επίπεδο, παρά στην πρωτόλεια πρόθεση κοπιαρίσματος ενός κλίματος υπόκωφης έντασης και σταδιακού εγκλωβισμού. Ο Κρουιτόφ φλερτάρει επιδερμικά με όλους τους άγραφους κανόνες του παραδοσιακού πολιτικού – κατασκοπικού θρίλερ, τους εντάσσει με σχεδόν παρατακτική σύνδεση στην κατασκευή του, και προσπαθεί να υπονοήσει ένα αιχμηρό σχόλιο, έστω και ψιθυριστά.
Είναι, πάντως, ορθώς και καλοδεχούμενα προσηλωμένος σε μία αφηγηματική λιτότητα, χωρίς διάθεση για πολλές εξηγήσεις ή φλυαρίες. Προσπαθεί να καδράρει τα πλάνα του σε αρμονία με τις βαθύτερες συγκρούσεις. Δεν φοβάται το ποντάρισμα στους ηθοποιούς του, μέσα από μία σειρά καλοστημένων κοντινών ψυχογραφικών πλάνων. Έχει, παράλληλα, την τύχη να διαθέτει έναν πρωταγωνιστή που προσπαθεί (και είναι σε θέση) να αντικαταστήσει τα λόγια με σιωπές βλέμματα, παύσεις και μορφασμούς. Ο Φρανσουά Κλυζέ, που είχαμε γνωρίσει μέσα από την κωμωδία Άθικτοι και ο οποίος πραγματοποίησε ένα μίνι πέρασμα από το πρόσφατο ελληνικό Έτερος εγώ, διαθέτει μία εξωστρεφή εσωτερικότητα, που δείχνει να ταιριάζει γάντι στον ήρωά του.
Από εκεί και έπειτα, όμως, ο Κρουιτόφ μοιάζει να μπερδεύει την οικονομία στην αφήγηση και το στυλ με τη έλλειψη ψαχνού στην ιστορία που ξεδιπλώνει. Με αποτέλεσμα η χαμηλής φωτιάς ένταση, στην οποία μας υποβάλλει, να μην μετατρέπεται σε φλόγα, αλλά σε μία χλιαρότητα που αφήνει την αίσθηση ξαναζεσταμένου φαγητού. Κι ενώ η πρώτη ύλη, αλλά και η εκκίνηση, προσφέρονται για μία κλιμακωτή καταβύθιση σε ένα μικρόκοσμο παράνοιας, ατελείωτης υποψίας και δολοπλοκίας, η ταινία βιάζεται να καταλήξει στα προφανή.
Ο Κρουιτόφ, δείχνοντας στην ουσία έλλειμμα εμπιστοσύνης στη δική του ματιά και αισθητική, δεν αφήνει χώρο και χρόνο στην ιστορία του να βυθιστεί σε μία μαύρη τρύπα αναπόδραστης ασφυξίας. Αντιθέτως, πασχίζει να πυροδοτήσει όλες τις εκρήξεις συνειδητοποίησης και να δρομολογήσει όλες τις καθοριστικές εξελίξεις. Και αφήνει να πλανάται συνεχώς μία αίσθηση ημιτελούς και ανολοκλήρωτου, τόσο ως προς τα πιο τεχνικά σκέλη της δραματουργίας, των χαρακτήρων και της δομής όσο (και κυριότερα) από τη σκοπιά της συνολικής ατμόσφαιρας και διάθεσης.