What's On La Bête (2023)

19 Οκτωβρίου 2024 |

La Bête (2023)

Σκηνοθεσία: Μπερτράν Μπονελό

Παίζουν: Λέα Σεϊντού, Τζορτζ ΜακΚάι

Διάρκεια: 148′

Ελληνικός τίτλος: “Το Θηρίο”

Με πρώτη ύλη τη νουβέλα του Χένρι Τζέιμς Θηρίο στη Ζούγκλα, αφαιρώντας τη ζούγκλα από τον τίτλο και αλλάζοντας το φύλο του πρωταγωνιστή, ο αιρετικός Μπερτράν Μπονελό συνθέτει μία αλλόκοτη ρομαντική ιστορία που ακολουθεί την ίδια γυναίκα σε τρία διαφορετικά χρονικά σημεία. Ξεκινάει από το Παρίσι του 1910, μεταφέρεται στο Λος Άντζελες του 2014 και καταλήγει, αν και αποφεύγει τη γραμμικότητα, στο μελλοντικό 2044, όπου η ηρωίδα θέτει εαυτήν σε μια διαδικασία γενετικής επαναφοράς στο μηδέν, εξαφανίζοντας το ανεξήγητο (και ανεξίτηλο) αποτύπωμα που αφήνουν οι προηγούμενες ζωές στη δική της πραγματικότητα.

Θέτοντας ως αφηγηματικό παρόν τη δυστοπική φαντασία του μέλλοντος, όπου το συναίσθημα εξαλείφεται και αντικαθίσταται από μια λογική που κατασπαράζει κάθε ανθρώπινο μυστήριο, ο Μπονελό επισκέπτεται τα υπόλοιπα επίπεδα με τη λογική ενός λοξού φλασμπάκ, κάτι ανάμεσα σε ανάμνηση και ονειρική παρέκβαση, όπως δηλαδή υπονοεί ότι λειτουργούν και για την ίδια την Γκαμπριέλ, σαν διαγενεακά βαρίδια. Σε κάθε ένα, βέβαια, θέτει τους δικούς του κανόνες, τη δική του εσωτερική λογική, η οποία διαρρηγνύεται εύστοχα από την παρουσία ορισμένων κοινών όρων και συνθηκών.

Έτσι, κατά την περιδιάβαση του στη μπελ επόκ, το φιλμ κουβαλά τη δυσκαμψία της εποχής, την αύρα του απαγορευμένου ρομάντζου, τη ντελικάτη αίσθηση της καλής παρισινής κοινωνίας που συνδιαλέγεται υποκριτικά σε τεράστια δωμάτια και σουαρέ. Αντίστοιχα, στο Λος Άντελες σχεδόν έναν αιώνα μετά, βασιλεύει ο κυνισμός του κόσμου του θεάματος, καθώς η Γκαμπριέλ προσπαθεί να οικοδομήσει μια καριέρα στη βιομηχανία με αμφίβολη επιτυχία. Στο δε μέλλον, η εκδίωξη των συναισθημάτων μεταφράζεται σε μία ολόστεγνη, αρραγή και μηχανιστική λογική που εκφράζεται σε κάθε εκδοχή της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Ωστόσο, μέσα από παντελώς διαφορετικές αφετηρίες, η Γκαμπριέλ των τριών χρονικών επιπέδων έρχεται αντιμέτωπη με παρεμφερή αδιέξοδα. Η μοναξιά που δοκιμάζει τις αντοχές της και ανατρέπεται από την παρουσία ενός άνδρα (παντού ο Τζόρτζ ΜακΚάι, ενσαρκώνοντας διαφορετικές όψεις του ανθρώπου που διαταράσσει τις ισορροπίες στη ζωή της πρωταγωνίστριας) και η ρομαντική ιστορία που πάει να αναδυθεί αλλά βρίσκεται υπό το κράτος μιας επερχόμενης καταστροφής που θα ρημάξει τα πάντα. Αντίστοιχα, τα τοπόσημα του καταδικασμένου έρωτα επανέρχονται σε κάθε εποχή παραλλαγμένα, ενώ ορισμένα πρόσωπα βρίσκουν τον δρόμο τους σε όλες τις περιστάσεις, δυναμώνοντας την κλωστή που ενώνει τα αφηγηματικά επίπεδα της ταινίας.

Οι μεγάλες αποκλίσεις των τριών επιπέδων επιτρέπουν στον Μπονελό να εκφράσει τον δημιουργικό του μαξιμαλισμό στο έπακρο. Τα ντεκόρ που στη μία εκδοχή μοιάζουν υπερφορτωμένα, στην επόμενη κυριαρχούνται από μουντό μινιμαλισμό, έντονες σουρεαλιστικές εικόνες σημαδεύουν το φιλμ (για παράδειγμα η παράθεση των καταστροφικών πλημμυρών του Παρισίου του 1910 γεννά μία σεκάνς μεγάλης δραματουργικής αξίας και υψηλής αισθητικής), ενώ κάθε φορά το συμπαγές του κάθε επιπέδου της αφήγησης δοκιμάζεται από την εισβολή κάποιου από τα υπόλοιπα. Η ευρύτητα στην προσέγγιση της ιστορίας εκφράζεται και από την εναλλαγή των κινηματογραφικών ειδών: το ρομαντικό δράμα δίνει τη θέση του στο λιντσιανό αστικό θρίλερ και αυτό με τη σειρά του στην επιστημονική φαντασία και ο Μπονελό εξαντλεί τα όρια του κάθε genre δίχως περιστροφές.

Εμφανώς, λοιπόν, το Θηρίο δε στερείται δημιουργικού οράματος, ίσως όμως να υποφέρει από την αντίθετη πάθηση. Στο αχανές κείμενό του ενυπάρχουν τόσο πολλά στοιχεία και τόσο πολλά εκφραστικά μέσα που, συνδυασμένα με τη φύσει περίπλοκη ιστορία, καταλήγουν σε ένα φορτικό αποτέλεσμα που διατηρεί την απόστασή του από το κοινό. Φορμαλιστικά είναι αξιοθαύμαστο, λεπτοδουλεμένο, αλλά και σε σημεία αχρείαστα περίτεχνο, σαν να ορθώνει άμυνες απέναντι στον ίδιο του τον φιλοσοφικό πυρήνα, τις οποίες αποπειράται διαρκώς, όχι πάντοτε με επιτυχία, να καταρρίψει στο δρόμο για το φορτισμένο φινάλε του. Κυριαρχείται, βέβαια, από μία μεγάλη εμφάνιση από την αφοσιωμένη Λέα Σεϊντού, σε έναν ρόλο σύνθετων αποχρώσεων.

Είναι, όμως, και ανισοβαρές, καθώς τα τρία μέρη δε μοιράζονται την ίδια δυναμική. Τα τεκταινόμενα στο ενδιάμεσο χρονικά επίπεδο, στο Λος Άντζελες, μαγνητίζουν εντονότερα από όλα τα υπόλοιπα, με τη μάλλον παράτολμη επιλογή του Μπονελό να θέσει στη θέση του διαχρονικού πόλου έλξης για την Γκαμπριέλ έναν εν δυνάμει γυναικοκτόνο incel που εκφέρει λόγο ανατριχιαστικού μισογυνισμού να γεννά συνθήκες αφόρητης έντασης και τρόμου. Καταλήγει σε συζητήσιμες θέσεις ως προς τη σύγχυση του προσώπου του θύτη με το ερωτικό αντικείμενο, αλλά δεν παύει να αποτελεί μια αξιοπρόσεκτη κορύφωση του μεγαλεπήβολου δράματος της ταινίας.

Ακροβατώντας ανάμεσα στη στυλιστική καινοτομία, την υπέρμετρη φιλοδοξία και την ανθρώπινη καρδιά του, το Θηρίο του Μπερτράν Μπονελό στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό του, δημιουργεί εικόνες απαράμιλλου κάλλους, πλατειάζει, εξασθενεί και δυναμώνει ξανά. Ρισκάρει να αποξενώσει το κοινό, υποκρίνεται μεγάλη εγκεφαλικότητα και αδυνατεί να αναπτύξει τη σωρεία των ιδεών του, αλλά γοητεύει και κρύβει κάτω από την κρυπτική του όψη γενναία ευαισθησία. Πιθανότατα είναι ένα έργο που οι πολλαπλές θεάσεις θα ευνοήσουν.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑