Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος
Παίζουν: Εμα Στόουν, Τζέσι Πλέμονς, Γουίλεμ Νταφόε, Μάργκαρετ Κουόλι, Χονγκ Τσάου, Μαμούντου Ατι, Τζο Αλγουιν.
Ελληνικός τίτλος: Ιστορίες Καλοσύνης
Διάρκεια: 166′
Η σαρωτική επιτυχία του Poor Things τον περασμένο Δεκέμβριο μοιάζει να επικύρωσε αυτό που όλοι λίγο πολύ υποπτεύονταν: ο Γιώργος Λάνθιμος είναι πλέον ένας από τους πιο δημοφιλείς δημιουργούς στο διεθνές στερέωμα. Ενώ, λοιπόν, η συζήτηση για τα Χαμένα Κορμιά ακόμα κρατεί, ο Λάνθιμος επιστρέφει στις αίθουσες με τις Ιστορίες Καλοσύνης, τη δεύτερη ταινία μέσα σε μόλις έξι μήνες. Δεύτερη τουλάχιστον με τον τρόπο που εμείς αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο της κινηματογραφικής παραγωγής, μίας και οι δύο ταινίες βρίσκονταν ταυτόχρονα σε διαφορετικά στάδια παραγωγής.
Στην πρώτη τους ανθολογία, λοιπόν, ο Λάνθιμος και ο συσεναριογράφος του Ευθύμης Φιλίππου δίνουν το σύνθημα για επιστροφή στις κοινές τους ρίζες. Οι δυο τους υπήρξαν σταθεροί συνεργάτες μέχρι και το 2017, μετρώντας τέσσερις ταινίες από τον Κυνόδοντα έως και τον Θάνατο του Ιερού Ελαφιού. Το όραμά τους θεωρούνταν εν πολλοίς ενιαίο˙ μαζί, άλλωστε, υπέγραψαν και τη ληξιαρχική πράξη γέννησης ενός κινηματογραφικού ρεύματος ( ; ) για το οποίο χύθηκαν τόνοι ψηφιακού μελανιού και το οποίο γνώρισε ευρύτερη αναγνώριση στο εξωτερικό παρά εντός των συνόρων. Βέβαια, ο ορυμαγδός για το Greek Weird Wave έχει πλέον κατακαθίσει, η καριέρα του Έλληνα δημιουργού τον οδήγησε σε δρόμους ανεξερεύνητους μέχρι πρότινος και η κυκλοφορία κάθε νέας ταινίας του τείνει να γίνεται μείζον εθνικό ζήτημα, με φανατισμένους φίλους που ζητωκραυγάζουν και οργισμένους πολέμιους που περιμένουν να τον δουν να σκοντάφτει.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι Ιστορίες Καλοσύνης φέρνουν μία σχετική αμηχανία στο κοινό. Είναι μια επιστροφή στα βασικά; Είναι ένα υφολογικό και καλλιτεχνικό πισωγύρισμα; Είναι δείκτης της ανάγκης του Λάνθιμου για επαναφορά σε ένα αφηγηματικό περιβάλλον ελεγχόμενο, παρέα με τον πλέον πολύτιμο συνεργάτη του παρελθόντος; Ίσως όλα αυτά, ίσως και τίποτα. Η πορεία ενός κινηματογραφιστή σπανίως είναι γραμμική. Τα έργα που παράγει μοιάζουν συχνότερα με παραλλαγές πάνω στα ίδια θέματα, ενώ τα σημάδια του παρελθόντος πάνω στο φιλμικό κείμενο της κάθε νέας ταινίας εμφανίζονται ακανόνιστα και συχνά συνειρμικά.
Αυτό, φυσικά, σημαίνει πως όσα βλέπουμε στις Ιστορίες φέρνουν στον νου εικόνες από την κοινή πορεία Λάνθιμου και Φιλίππου. Παρεμφερείς θεματικές έχουν εξερευνηθεί στο παρελθόν, μάλλον με μεγαλύτερη κινηματογραφική ευφράδεια και ακρίβεια στη χρήση της ίδιας μεθόδου. Όπως συνέβαινε εν μέρει και τότε, βέβαια, την περίοδο που το δίδυμο άνοιγε νέους παράξενους ορίζοντες στην ευρωπαϊκό σινεμά, η ιδέα -ή καλύτερα οι ιδέες- και η σύλληψη επιβάλλονται στη διάρθρωση της ταινίας και εκβιάζουν τις εξελίξεις της πλοκής σε τέτοιο βαθμό που προκαλούν δυσλειτουργίες στη ροή. Το Kinds of Kindness είναι ένα συνονθύλευμα από σκέψεις, ίδιον της φορτωμένης γραφής του Ευθύμη Φιλίππου, ανομοιογενές μες στη βιτριολική ειρωνεία του. Παραμένει βέβαια γοητευτικό και γριφώδες, μονταρισμένο από τον Γιώργο Μαυροψαρίδη με αλλόκοτη και καλοκουρδισμένη αιχμηρότητα, σαν μια κινηματογραφική πληγή που μεγαλώνει αντί να κλείνει.
Παρά την ασθενική σύνδεση των τριών αυτοτελών μερών της ταινίας, δε λείπουν οι κοινοί όροι στην αφήγηση. Τα κεφάλαια μοιάζουν να στροβιλίζονται διαρκώς γύρω από το ίδιο ζήτημα: την εθελούσια υποταγή του ανθρώπου σε κάθε λογής αφέντες, η οποία διαγράφει τόσο τις επιθυμίες όσο και τις ανάγκες του. Οι χαρακτήρες της ταινίας είναι εμμονικά συμπλεγματικοί, εξαρτημένοι άνευ ορίου από την αποδοχή των άλλων, άνθρωποι που στέκουν έντρομοι μπροστά στην ελεύθερη βούληση και φέρονται σαν πιόνια στο σαδιστικό χέρι ενός πανίσχυρου δυνάστη. Από την άλλη, θαρρείς πως είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να εγκαταλείψουν το κάδρο σε κάποια πιραντελική (ή μπουνιουελική) παρέκβαση, να καταδικάσουν ομόθυμα τον δημιουργό τους και να διαφύγουν από το καταπιεστικό του παράλογο. Περισσότερο από ποτέ, το deadpan των Λάνθιμου/Φιλίππου λειτουργεί σαν μήνυμα διπλής συνεπαγωγής προς την κινηματογραφική δημιουργία, υπηρετώντας το δόγμα της ευτράπελης προσέγγισης των δημιουργών απέναντι στο έργο τους.
Πρόκειται για φιγούρες που αναγνωρίζουν ότι έχουν προδοθεί από το πνεύμα τους˙ αν είναι να βρεθεί κάποια σανίδα σωτηρίας, αυτή πρέπει να αναζητηθεί στο σώμα και τη δική του τάση ανυπακοής. Η κινηματογράφηση του Λάνθιμου αναζητά επίμονα τη σωματικότητα, με πλάνα μεγάλης διάρκειας στα κορμιά, τα μέλη και τα σπλάχνα των (αντι)ηρώων του που αφήνονται ανεξέλεγκτα στο έλεος του κινηματογραφικού φακού. Όσο η απελπισία απειλεί να σκιάσει αμετάκλητα το περιβάλλον, τόσο το ζωογόνο άγγιγμα τής αντιστέκεται. Διαθέτει μια κάποια χάρη αυτή η ελευθεριάζουσα δημιουργική αύρα, και σε συνδυασμό με την εγνωσμένη ικανότητα του διδύμου στον συμβολισμό μετατρέπει το Kinds of Kindness σε ένα παιγνιώδες αίνιγμα σκοτεινής αύρας και χαλαρής διάθεσης. Ακόμα και αυτή, όμως, βρίσκεται υπό την αίρεση της φαρσικής διάθεσης. Όλο το έργο θυμίζει ένα inside joke το οποίο η παρέα αρνείται εμφατικά να (επ)εξηγήσει, αφήνοντας άγαρμπα κάποιες εκφάνσεις του αστείου στην επιφάνεια, αδιαφορώντας αν τα 166 λεπτά της διάρκειάς του αποτελούν εν τέλει μια συνεκτική κινηματογραφική δημιουργία.
Στην πρώτη ιστορία, ο Τζέσι Πλέμονς υποδύεται έναν άνθρωπο η ζωή του οποίου υπαγορεύεται μέχρι κεραίας από τον «εργοδότη» του. Η γυναίκα που θα παντρευτεί, το βιβλίο που θα διαβάσει, η ώρα που θα κοιμηθεί, τα πάντα εντάσσονται σε ένα προκαθορισμένο (και ετεροκαθοριζόμενο) πλαίσιο όπου ο ίδιος μοιάζει με εκτελεστικός βραχίονας μιας αλλότριας διανόησης. Είναι ίσως η λιγότερο πλούσια σε ιδέες, κατάστικτη από σεναριακές προχειρότητες και οπωσδήποτε πλημμελώς εκτελεσμένη, παραμένει όμως η πιο αξιοσημείωτη, καθώς είναι η μόνη που αρθρώνει μία πλήρη αφηγηματική πρόταση. Διανθίζει τη γενικότερη προβληματική της εθελούσιας υποτέλειας με αποχρώσεις μεγάλης κινηματογραφικής υπεραξίας: από το προφανές μίας στραγγαλίστριας εργασιακής συνθήκης, μέχρι την απ-ανθρωποίηση ως απόληξη της απώλειας βούλησης ή την εξουσιαστική φύση της κινηματογραφικής δημιουργίας (χαρακτηριστική η σεκάνς όπου ο Σκηνοθέτης/Εργοδότης/Θεός Γουίλεμ Νταφό θέτει τον υπό τη βάσανο των διαρκών δοκιμών και λήψεων μιας εισόδου στον χώρο). Υφολογικά και τονικά κινείται εγγύτερα στο σύνηθες του Λάνθιμου και του Φιλίππου, καταχνιασμένη και κυνικά θλιμμένη, ενώ η ερμηνεία του πρωτάρη στα λανθιμικά πράγματα Πλέμονς εκτινάσσεται στη στρατόσφαιρα των σπουδαίων ερμηνειών που ξέρει να αποσπά ο Έλληνας δημιουργός.
Το επόμενο κεφάλαιο έχει κάτι από τη Ζώνη του Λυκόφωτος σε μια διαστρεβλωμένη εκδοχή. Ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Πλέμονς (πρωταγωνιστής και πάλι) αντιμετωπίζει με δυσπιστία την άφιξη της επί μακρόν αγνοούμενης συζύγου του (η αφοσιωμένη Έμα Στόουν) και υποπτεύεται ότι στη θέση της έχει έρθει κάποιο μυστήριο πλάσμα πανομοιότυπης εμφάνισης. Εδώ η ειρωνεία μοιάζει ασουλούπωτη και κραυγαλέα, ενώ τα ψυχρά χρώματα του προηγούμενου μέρους δίνουν τη θέση τους στις φωτεινές αποχρώσεις ενός ανθρωποφάγου σαρκασμού που αναμασά μερικές από τις αγαπημένες θεματικές των δημιουργών. Η ανδρική μικροπρέπεια και η εξουσιαστική μανία, ο εγκλωβισμός σε μία συνθήκη μοναχικού παραλόγου που οδηγεί στην αποκοπή από τον έξω κόσμο και η οικειότητα που τίθεται συνεχώς υπό σαδιστική δοκιμασία είναι γνώριμοι όροι στο σινεμά του διδύμου. Χωρίς να δείχνουν τη διάθεση να εμβαθύνουν σε κάποια από τις προεκτάσεις της ιστορίας, οι δημιουργοί μοιάζουν να απολαμβάνουν την κωμική απλοϊκότητά της και να βρίσκουν αφορμή να παραδώσουν ένα δείγμα της αγάπης τους για τον σωματικό τρόμο, σε ένα αποτέλεσμα πάντως που είναι ικανοί να παράξουν με σβηστές μηχανές.
Το τρίτο και τελευταίο σκέλος είναι μακράν το πιο γεμάτο από ιδέες και ταυτόχρονα η αχίλλειος πτέρνα του συνόλου. Η Έμα Στόουν και ο Τζέσι Πλέμονς αναζητούν για λογαριασμό μιας θρησκευτικής/σεξουαλικής αίρεσης τη γυναίκα που ανασταίνει νεκρούς, έχοντας στα χέρια τους έναν χρησμό που τους οδηγεί από τη μία απογοήτευση στην άλλη, δοκιμάζοντας τις αντοχές τους. Η θεματολογία και οι όροι της αφήγησης υπόσχονται υλικό που υπερβαίνει κατά πολύ το μέτρο μίας μεσαίου μήκους ταινίας˙ παραμένουν ωστόσο πεισματικά ανεξερεύνητοι τόποι για τους δημιουργούς, απολαυστικοί μόνο στον βαθμό που δε φοβούνται τη σαχλή όψη τους. Το όλο σύνολο μοιάζει με μεθυσμένο μυθοπλαστικό αστείο που γράφτηκε στο πόδι με σκοπό να εκβιάσει δυο ή τρεις χαρακτηριστικές σκηνές. Μακράν το λιγότερο φαρμακερό, παρά το πρόσφορo πεδίο του, το συγκεκριμένο κεφάλαιο επιχειρεί να μας διασκεδάσει με τις απρόσμενες τροπές του, αλλά καταλήγει να περιφέρει μια σειρά από ατελείς χαρακτήρες που ξοδεύουν το ολοφάνερο κέφι των ερμηνευτών.
Εν τέλει, το συγκεκριμένο τρίπτυχο συνιστά ίσως ένα βήμα μπρος και δύο βήματα πίσω (για να δανειστούμε τον τίτλο γνωστού συγγράμματος), αλλά είναι εκτιμητέο στο επίπεδο της ακέραιης δημιουργικότητας που φανερώνει. Μοιάζει με θεραπευτικό παιχνίδισμα, μα πάνω από όλα δείχνει να είναι μία άσκηση ύφους που ισοδυναμεί με ρητή υπενθύμιση ότι ο βιτριολικός τρόπος του Γιώργου Λάνθιμου δεν έχει εξοβελιστεί από την κινηματογραφική του πράξη. Κι ας μαζεύει πλέον μια συναστρία σε κάθε νέα ταινία του, κι ας τριγυρνά εδώ και χρόνια στα μεγαλύτερα κινηματογραφικά σαλόνια της υφηλίου.