Σκηνοθεσία: Πολ Γκρίνγκρας
Παίζουν: Ματ Ντέιμον, Αλίσια Βικάντερ, Τόμι Λι Τζόουνς, Βενσάν Κασέλ
Διάρκεια: 123’
O Jason Bourne δεν υπήρξε απλώς ένας τρομερά επιτυχημένος κινηματογραφικός ήρωας ταινιών δράσης. Ομοίως, τα Bourne Identity (2002), Bourne Supremacy (2004) και Bourne Ultimatum (2007) δεν αποτέλεσαν απλώς μία blockbuster τριλογία που έσπασε τα ταμεία. Το όλο franchise του Bourne λειτούργησε ως έναυσμα για την επανεκκίνηση (με πιο τρωτό, σκοτεινό και ενδοσκοπικό ύφος) του James Bond, ενώ έμπασε από την μπροστινή και κύρια είσοδο ένα κόσμο μελαγχολίας και σούρουπου σε ένα ταμπλό καταιγιστικής και φρενήρους περιπέτειας.
Ο Jason Bourne, καταδικασμένος να βιώνει το παρόν και να ατενίζει το μέλλον ως ένα μόνιμο κυνήγι του παρελθόντος, είναι η ενσάρκωση της απώλειας ταυτότητας και προσανατολισμού ενός ολόκληρου κόσμου. Σε μία πλοκή που τον φέρνει την ίδια στιγμή θηρευτή και θήραμα, αναζητεί απελπισμένα διέξοδο από μία μοίρα που φαντάζει αναπόδραστη. Κυνηγά τους πάντες, αλλά και την ουρά του ταυτόχρονα. Αντιμάχεται τη «φύση» του, αμφισβητεί το κισμέτ του. Και επιβιώνει, παίρνοντας τη μοναδική μορφή που έχει μείνει διαθέσιμη για μία παράπλευρη απώλεια όπως αυτός.
Είναι μία σκιά που ξεγλιστρά και εξαφανίζεται. Μία ολότελα χαμένη ψυχή σε ένα σύμπαν καθολικής παρακολούθησης κι αδιαπραγμάτευτου αμοραλισμού. Είναι μία ανεπιθύμητη απόκλιση ελεύθερης βούλησης σε ένα καθεστώς αθέατων νημάτων που ορίζουν πλέον το παιχνίδι. Ο Bourne συνεχίζει να δίνει τον τίμιο αγώνα, ακόμη κι όταν έχει επιβεβαιωθεί η οριστική απώλεια του οποιουδήποτε ευ αγωνίζεσθαι. Ο Πολ Γκρίνγκρας, που ανέλαβε τα σκηνοθετικά ηνία από τη δεύτερη ταινία, συνδύασε τη βαθιά υπαρξιακή ήττα του ήρωά του με τις αλλεπάλληλες «νίκες» του, στις λίγες στιγμές που έχει τη δυνατότητα να ανέλθει στην ορατή επιφάνεια.
Επιπλέον, κατόρθωσε να χειραγωγεί τη δράση σε πολλαπλό καμβά. Από τους σκοτεινούς διαδρόμους μίας εξουσίας πολύ πιο υπόγειας από το πρώτο πολιτικό ή corporate επίπεδο ώς την κοσμοπολίτικη περιπλάνηση του Bourne σε ένα one vs. all ραντεβού θανάτου. Αν αναρωτιέστε γιατί δεν γίνεται μνεία στο εμβόλιμο τέταρτο επεισόδιο της σειράς (Bourne Legacy, 2012), είναι επειδή απλούστατα αρνούμαι να αναγνωρίσω την ύπαρξη αυτού του ψευδό-Bourne. Ο Jason Bourne είναι ο Ματ Ντέιμον και μόνο αυτός, σε σημείο που δεν αποκλείω να ισχύει ακόμη και το αντίστροφο.
Το βασικό ερώτημα που πλανάται, λοιπόν, στον αέρα του Jason Bourne είναι μάλλον απλό: γιατί επέστρεψε ο Bourne; Ιδίως όταν ήδη από τη δεύτερη ταινία της σειράς άρχισαν να εμφανίζονται υπόνοιες κατακλείδας, κλεισίματος εκκρεμοτήτων και μάταιης λύτρωσης, οι οποίες, φυσικά, κορυφώθηκαν στο τρίτο μέρος. Είτε από ένδεια νέων ιδεών είτε από αιώνια πίστη σε κάθε κότα που έκανε κάποτε χρυσά αυγά, το Χόλιγουντ καταφεύγει εσχάτως πολύ συχνά στις με το ζόρι «επιστροφές». Και η μαύρη αλήθεια είναι ότι σε κανένα σημείο δεν πειθόμαστε για το αναγκαίο και δεσμευτικό της επανεμφάνισης του Bourne.
Με ένα αρχικό εύρημα που μοιάζει με βιαστικό και πρόχειρο πρόσχημα, ο Bourne περισσότερο σέρνεται, παρά εφορμά σε μία ακόμη απελπισμένη αναζήτηση. Η οποία, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, χάνει μπόλικους πόντους στον τομέα που έχει σταθερά υπάρξει το μεγάλο της ατού, αυτόν της απελπισίας και της μάταιης εσωτερικής πάλης. Παρά τη στιβαρή παρουσία του πιο θλιμμένου από ποτέ (για καλό το αναφέρω) και εξαιρετικά λιγομίλητου (προσωπικά μιλώντας, δεν θα είχα κάποιο a priori πρόβλημα με αυτό, αν λειτουργούσαν όλα τα υπόλοιπα) Ματ Ντέιμον.
Και η δράση; Τι συμβαίνει με τη δράση; Συμβαίνει ότι είναι και πάλι ανά στιγμές συναρπαστική και στο μεγαλύτερο μέρος, καλαίσθητη. Με τα επιμέρους ψεγάδια, όμως, να μην λείπουν και με το βαθύτερο υπόβαθρο που θα την απογειώσει, να λείπει σχεδόν ολοκληρωτικά. Το ταξίδι του Bourne ξεκινά αυτή τη φορά από την Αθήνα των ταραχών και τον οδομαχιών (οι σκηνές γυρίστηκαν στην πραγματικότητα στις δυτικές εσχατιές της Ισπανίας), όπου ο Γκρίνγκρας θυμίζει τις εποχές του Bloody Sunday, με το κοφτερό μοντάζ, το ψευδό-ντοκιμαντερίστικο ύφος, τα απότομα ζουμ στα πρόσωπα, τον συνδυασμό κοντινών, μακρινών και εναέριων λήψεων, σε μία ζουμερή καταδίωξη που διατηρεί το τέμπο της ακέραιο μέχρι τέλους. (Παρένθεση: οι αστοχίες σε λεπτομέρειες του production design είναι άπειρες, αλλά μάλλον ορατές μόνο σε ελληνικά μάτια. Από τη συνύπαρξη ελληνικών και μαυροκόκκινων σημαιών μέχρι τις ανορθογραφίες σε ταμπέλες και πινακίδες. Δεν νομίζω ότι μία τόσο ακριβή παραγωγή δικαιούται να πάρει συγχωροχάρτι για τέτοιες αβλεψίες. Κλείνει η παρένθεση.)
Σε μία, όχι τυχαία, πορεία παλιννόστησης, το ταξίδι λήγει στο Λας Βέγκας, όπου η συναρπαστική τελική barehanded μονομαχία κάπως έχει επισκιαστεί από μία -φαινομενικά εντυπωσιακή, αλλά κατά βάση αχρείαστη- οδηγική καταδίωξη, όπου τα σμπαραλιάζονται τα πάντα, μαζί ολίγον τι κι η ανυπομονησία μας για την τελική μάχη. Όσον αφορά το υπόλοιπο ταμπλό των «αντιπάλων» του Bourne, ο Τόμι Λι Τζόουνς ερμηνεύει με τον αυτόματο πιλότο ένα ρόλο που είναι υπερβολικά απλός για τα κυβικά του, η Αλίσια Βικάντερ κουβαλά επαρκώς το δίπολο babyface – bitch ψυχή, ενώ ο Βενσάν Κασέλ αδικείται από την ίδια την ταινία, που τον αφήνει ξεκρέμαστο, ενώ η εμφάνισή του σκοτεινιάζει ευπρόσδεκτα το τοπίο. Συμπερασματικά, το Jason Bourne δείχνει παρωχημένο όχι επειδή είναι άτεχνο ή επειδή ο ήρωάς του είναι ξεπερασμένος. Αλλά επειδή εκβιάζει την ύπαρξή του. Σε σημείο που όταν πέφτουν οι γνώριμοι κι αγαπημένοι τίτλοι τέλους, περισσότερο νιώθουμε πως είδαμε μία αφορμή να ξαναδούμε την αρχική τριλογία, παρά μία αναγέννηση ενός αγαπημένου ήρωα.