Σκηνοθεσία: Τζέιμς Μάνγκολντ
Παίζουν: Χάρισον Φορντ, Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ, Μαντς Μίκελσεν, Ετάν Ιζιντόρ, Τόμπι Τζόουνς, Τζον Ρις-Ντέιβις
Διάρκεια: 154′
Ακούγοντας ήδη από τις πρώτες στιγμές τον ήχο ενός ρολογιού, το μήνυμα γίνεται πέρα για πέρα σαφές. Στον τελευταίο χορό μιας περιπέτειας που βαστά δεκαετίες ολόκληρες, το Άγιο Δισκοπότηρο που αναζητά πλέον ο Ίντι δεν είναι άλλο από τον χρόνο, το πιο πολύτιμο και ακατανόητο από όλα τα άυλα αγαθά. Ο χρόνος, λοιπόν, που επιστρέφει για να μας βαρύνει με ενοχές, μετάνοιες, παραλείψεις και απωθημένα. Ο χρόνος που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί και μας καλεί να διαχειριστούμε το πένθος για την οριστική του απώλεια. Ο χρόνος που θα κυλήσει αυτή τη φορά σε διπλό άξονα, τόσο στη μεγάλη οθόνη όσο και στα μάτια και στην καρδιά του θεατή. Και ξαφνικά, οι ρυτίδες ενός αγαπημένου ήρωα, που είχε γίνει συνώνυμο της ονειροπόλησης και της διασκέδασης, γίνονται ο καθρέφτης (και) της δικής μας νοσταλγίας.
Το Indiana Jones and the Dial of Destiny (2023) ξεκινά με μια καταιγιστική αναδρομή στο 1944, θυμίζοντας τις σκηνές δράσης που αποτέλεσαν σήμα κατατεθέν του franchise (με τον Χάρισον Φορντ να ξανανιώνει στην κυριολεξία χάρη στην εξωπραγματική τεχνολογία του de-ageing), η οποία μας εισάγει στα όσα έχουν προηγηθεί και είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε. Αμέσως μετά, μεταφερόμαστε στο σήμερα της ιστορίας, σε μια διόλου τυχαία επιλογή. Βρισκόμαστε στο 1969 και στους δρόμους της Νέας Υόρκης συμπορεύονται οι εορταστικές παρελάσεις για την κατάκτηση του διαστήματος και οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις για την εμπλοκή των ΗΠΑ στο Βιετνάμ.
Με άλλα λόγια, σε ένα περιβάλλον μάλλον αφιλόξενο και ανοίκειο για ήρωες όπως ο Ιντιάνα Τζόουνς. Οι άνθρωποι πλέον έχουν στρέψει το βλέμμα στον ουρανό, αντί να τρυπώνουν σε σπήλαια και λαγούμια, αναζητώντας στο υπερπέραν την επαφή με το άγνωστο, με τους νέους και ανεξερεύνητους κόσμους. Από τη μια, στο επιστημονικό πεδίο, οι μαθηματικές εξισώσεις έχουν αντικαταστήσει την αποκρυπτογράφηση, τους χάρτες και τους αρχέγονους μύθους. Από την άλλη, η νεανική κουλτούρα της αμφισβήτησης δεν έχει και πολύ χώρο για ανθρώπινα κειμήλια και πατροπαράδοτους ρομαντικούς όπως ο Ιντιάνα Τζόουνς. Φυσικά, δεν είναι συμπτωματικό ότι στη σπαρταριστή σκηνή καταδίωξης ο Ίντι διαφεύγει καβαλώντας ένα άλογο μέσα στον σταθμό του μετρό: η old school περιπέτεια έχει ακόμη βενζίνη στο ντεπόζιτο, ακόμη και στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο.
Πολύ σύντομα, τον γερασμένο και αποκαμωμένο μας πρωταγωνιστή θα επισκεφτούν δύο φαντάσματα του παρελθόντος (ένα εχθρικό κι ένα φιλικό), συμπυκνώνοντας όλη τη φιλμική κληρονομιά και παρακαταθήκη του Ιντιάνα Τζόουνς. Ο Μαντς Μίκελσεν -θυμίζοντας ελαφρώς τη villain περσόνα του Le Chiffre στο Casino Royale– θα σημάνει το οριστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τη ναζιστική απειλή. Αν ανατρέξουμε στο εναρκτήριο (Raiders of the Lost Ark, 1981) και στο καταληκτικό επεισόδιο (Indiana Jones and the Last Crusade, 1989) της αρχικής τριλογίας, διαπιστώνουμε ότι η πλοκή τοποθετείται το 1936 και το 1938 αντίστοιχα, δηλαδή πριν το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε, οι Ναζί αναζητούσαν ένα ανίκητο όπλο που θα τους εξασφάλιζε τη νίκη εκ των προτέρων. Τώρα, προσπαθούν και πάλι να καπηλευτούν υπέρτερες δυνάμεις για να ξαναγράψουν την Ιστορία.
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει πάντως, η σκόπιμη -και σίγουρα εύστοχη- μετατόπιση του ενδιαφέροντος από την ιουδαϊκή-χριστιανική παράδοση στον αρχαιοελληνικό-ρωμαϊκό πολιτισμό, στην οποία δίνεται έμφαση μέσα από τις πρώτες κουβέντες του ήρωα του υποδύεται ο Μαντς Μίκελσεν. Η Ιερά Λόγχη που αρχικά αντικρίζουμε όχι μόνο αποδεικνύεται πλαστή, αλλά γίνεται εξαρχής ξεκάθαρο πως αδυνατεί να αλλάξει τον ρου της ιστορίας, σε αντίθεση με τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων (τον πρώτο αναλογικό υπολογιστή στην ιστορία της ανθρωπότητας, που εξακολουθεί να συναρπάζει τους επιστήμονες με την πολυπλοκότητα της κατασκευής του και θυμίζει τις αντίστοιχες εφευρέσεις του Αρχιμήδη) που έχει τη δύναμη να φτιάξει τούνελ και εσοχές στον χρόνο.
Από τα θρησκευτικά θαύματα περνάμε λοιπόν στη μυστικιστική-μαγική δύναμη των μαθηματικών και από τις βιβλικές αναφορές ταξιδεύουμε στα αρχαία ευρήματα, σε μια λογική αλλαγή πλεύσης. Δεν πρέπει εξάλλου να λησμονούμε πως η αρχαία Ελλάδα υπήρξε η καταγωγική ταυτότητα που θέλησε να καπηλευτεί ο Χίτλερ, μασκαρεύοντάς την ως φυσική συνέχεια της άριας κτηνωδίας (και προσπαθώντας να την αρπάξει από το γενεαλογικό δέντρο της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού). Βέβαια, αν το καλοσκεφτεί κανείς, το τελικό επιμύθιο δεν έχει παρεκκλίνει ούτε ελάχιστα από τις καταστατικές αρχές της saga, όπως μαρτυρεί και το τελικό συμπέρασμα του Ίντι: δεν μετρά τόσο σε τι πιστεύεις, αλλά πόσο δυνατά το πιστεύεις.
Ο σκηνοθέτης Τζέιμς Μάνγκολντ καταφέρνει να μπολιάσει τη γνώριμη συνταγή επιτυχίας του Στίβεν Σπίλμπεργκ, όπου διαπλέκονται η αγνή περιπέτεια, η σλάπστικ κωμωδία και η ταινία ενηλικίωσης, με τους τίτλους τέλους ενός ήρωα που έρχεται αντιμέτωπος με τη φθαρτότητα και το πέρασμα του χρόνου (είχε δείξει άλλωστε τα διαπιστευτήριά του στην ίδια πρόκληση, στο σπαρακτικό Logan). Παράλληλα, εμπλουτίζει την ιστορία του με τη σύγχρονη μόδα (αλλά κατά βάση πολύ παλαιότερη ιδέα) του multiverse, όπου το παρελθόν γίνεται πραγματικότητα χάρη στο μέλλον και τα πάντα -οι ήρωες, η προσωπική τους μοίρα, αλλά και το ευρύτερο διακύβευμα- διαχέονται σε πολλαπλά επίπεδα όπου το ένα δρομολογεί και επηρεάζει το άλλο. Οι ευκολίες και οι αστοχίες δεν λείπουν, φυσικά, από την ελλιπή χημεία ανάμεσα στον Χάρισον Φορντ και τη Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ, η οποία περισσότερο μοιάζει με κακέκτυπο παρά με διάδοχο του νεανικού Ίντι, μέχρι τις cheesy στιγμές αμηχανίας στην τρίτη πράξη της ταινίας και την κάπως βεβιασμένη τελική κάθαρση.
Πόσο εύκολο είναι όμως να απευθύνεις κατευόδιο σε έναν τόσο δημοφιλή ήρωα, να αποτίσεις φόρο τιμής σε ένα τόσο επιτυχημένο blockbuster franchise και να παραδώσεις μια συναρπαστική feelgood περιπέτεια με τους σημερινούς όρους αισθητικής και πλοκής; Καθόλου, είναι η προφανής απάντηση και η αλήθεια είναι πως ο Τζέιμς Μάνγκολντ, ο Χάρισον Φορντ και το Dial of Destiny περνούν με άνεση τη βάση, αφήνοντας μια γλυκιά γεύση στο στόμα.
Ο Ιντιάνα Τζόουνς δεν είναι κατ’ επάγγελμα ήρωας ή προασπιστής του καλού, δεν είναι καν ταγμένος στην ιερότητα της επιστήμης (του) και της γνώσης. Είναι ένας τυχοδιώκτης της περιπέτειας κι ένα junkie της αδρεναλίνης, που ποτέ δεν θα αρνηθεί την πρόκληση να σώσει τον κόσμο, οπλισμένος με την πεποίθηση ότι οι αγνές προθέσεις και οι καλές πράξεις μπορούν να κάνουν μια μικρή ή και την πιο μεγάλη διαφορά. Και λίγο πριν το φινάλε, θα αντιληφθεί πως η δική μας ιστορία είναι ο σπουδαιότερος θησαυρός του κόσμου, ακριβώς γιατί μπορούμε, μέχρι και την ύστατη στιγμή, να την αλλάξουμε, να τη διορθώσουμε, να τη γλυκάνουμε.
So long, Indy. It has been fun.