Σκηνοθεσία: Μάικλ Γκράντατζ
Παίζουν: Κόλιν Φερθ, Τζουντ Λο, Νικόλ Κίντμαν
Διάρκεια: 104’
Μεταφρασμένος τίτλος: “Ένας χαρισματικός άνθρωπος”
Πίσω από κάθε ντελιριακή κι ανεξέλεγκτη ιδιοφυΐα, (ίσως και να) κρύβεται ένα μετρημένο και συνετό μυαλό. Αυτή η παράφραση του γνωστού γνωμικού περί των σπουδαίων ανδρών θα μπορούσε να είναι το μότο του Genius, στο κινηματογραφικό ντεμπούτο του καταξιωμένου θεατρικού σκηνοθέτη Μάικλ Γκράντατζ. Με πρώτη ύλη το βιβλίο Max Perkins: Editor of Genius, ο Γκράντατζ θέτει στο επίκεντρο της ταινίας του έναν -εκ πεποιθήσεως και δια βίου- αφανή ήρωα.
Ο Μαξ Πέρκινς εργαζόταν στον νεοϋορκέζικο εκδοτικό οίκο Charles Scribner’s Sons, υπήρξε ένας εκ των κορυφαίων λογοτεχνικών επιμελητών του Μεσοπολέμου, ενώ ήταν και ο πρώτος, στον χώρο των εκδόσεων, που ανίχνευσε το απύθμενο συγγραφικό ταλέντο των Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Μεταξύ των λιγότερο προβεβλημένων «ανακαλύψεων» του Πέρκινς φιγουράρει και το όνομα του Τόμας Γουλφ, ο οποίος δεν πρόλαβε να μεγαλουργήσει στον βαθμό που προμήνυε το ταλέντο του, καθώς προσβλήθηκε από κεγχροειδή φυματίωση του εγκεφάλου, σε ηλικία μόλις 38 ετών.
Το υλικό που είχε στα χέρια του ο Γκράντατζ θα μπορούσε να θεωρηθεί από πολλά υποσχόμενο ώς και ατόφιο χρυσάφι. Μία άγνωστη στο ευρύ κοινό ιστορία, της οποίας τα νήματα ενώνουν έναν πρόωρα αδικοχαμένο καλλιτέχνη κι έναν αθέατο είλωτα της ομορφιάς. Πάνω απ’ όλα, μία ιστορία που μπορεί να χρησιμεύσει ως άξονας για να ξεδιπλωθεί μία μεγαλεπήβολη παραβολή για την μεσοπολεμική Αμερική. Για τον τόπο (κυριολεκτικά και μεταφορικά) της μετωπικής σύγκρουσης ανάμεσα στο Αμερικάνικο Όνειρο και το Οικονομικό Κραχ. Για το ηφαίστειο που εξερράγη στην αμερικάνικη λογοτεχνία, μέσα από τα συντρίμμια. Για τους μύθους και όλα τους τα γνωρίσματα. Για το θέριεμα, την υπερβολή, την αποκαθήλωση και την αθανασία, για τις τρωτές και άτρωτες πτυχές τους.
Αντιθέτως, ο Γκράντατζ όσο ξεδιπλώνει την ιστορία του τόσο την κρατά επί της ουσίας βαλτωμένη και στάσιμη, καθ’ οδόν προς ένα φινάλε μηδενικής συναισθηματικής εμπλοκής. Το Genius βρίσκει σε αραιές στιγμές ρυθμό, μονάχα όταν κινείται στον εξ ορισμού φυσικό του χώρο. Στη διαδικασία, δηλαδή, τιθάσευσης και νταντέματος μίας έμπνευσης χαρισματικής, αλλά και αλαζονικής. Εκεί όπου οι διάλογοι μεταξύ του προστάτη και του enfant terrible παίρνουν ασυναίσθητα τη μορφή της πρόζας των έργων του Τόμας Γουλφ, χαρίζοντας την πρόσκαιρη ελπίδα ότι η ταινία διαθέτει τη (δική της) κινηματογραφική ψυχή.
Δυστυχώς, όμως, ο Γκράντατζ δεν αρκείται καν στα στοιχειώδη, αλλά φροντίζει να τα σερβίρει και με ασυγχώρητη χλιαρότητα. Με τις απολύτως προβλέψιμες συγκρούσεις, τις πέρα για πέρα προδιαγεγραμμένες συναισθηματικές κορυφώσεις, τις ολότελα προφανείς υπόνοιες και νύξεις. Με ένα εν τέλει άνευρο bromance, με ένα βηματισμό γέροντα στο πάρκο, αντί για μία ξέφρενη τρεχάλα. Με μία αίσθηση ότι αδυνατεί πλήρως να σου μιλήσει για τη ζωή, τη δημιουργία, την εμμονή, τη γοητεία και την φιλαυτία του ασυμβίβαστου, την πίκρα και τη νηφαλιότητα του συμβιβασμένου, παρά το ότι φλυαρεί ασταμάτητα επί τούτων.
Σακατεύοντας με αυτό τον τρόπο το καστ των αστέρων που έχει στη φαρέτρα του. Καταδικάζοντας τον Κόλιν Φερθ σε μία ερμηνεία υπνηλίας, τον Τζουντ Λο σε μία κατάσταση πομπώδους φλυαρίας και τη Νικόλ Κίντμαν σε μία σειρά μη πιστευτών και ουρανοκατέβατων υστεριών. (Μικρή παρένθεση για το casting της ταινίας. Η North Carolina accent του βέρου Λονδρέζου Τζουντ Λο ήταν μέχρι και ολίγον διασκεδαστική μέσα στην αποτυχία της, το να αναγκάζεις όμως τον Κόλιν Φερθ να καταπνίξει την προφορά Άγγλου μιλόρδου είναι αμαρτία με ανυπολόγιστες καρμικές συνέπειες. Κλείσιμο της παρένθεσης.)
To Genius στερείται τόσο την πηγαία έμπνευση όσο και τη γαλήνια μεστότητα, με την οποίες ήταν προικισμένοι, αντιστοίχως, οι δύο βασικοί του ήρωες. Και στέκει αμήχανο και μετέωρο, σαν ένα μυθιστόρημα που μήτε θα έγραφε ποτέ ο Τόμας Γουλφ μήτε θα επιμελούταν ποτέ ο Μαξ Πέρκινς.