Σκηνοθεσία: Φρανσουά Οζόν
Παίζουν: Πάουλα Μπέερ, Πιερ Νινέ,
Διάρκεια: 113’
To θεατρικό έργο του Γάλλου συγγραφέα του Μεσοπολέμου Μορίς Ροστάν, με τίτλο Ο άνθρωπος που σκότωσα (1925), μεταφέρθηκε για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη μόλις επτά χρόνια μετά τη συγγραφή του. Το 1932, λοιπόν, ο μέγας μάστορας της ανάλαφρης χολιγουντιανής κωμωδίας, ο Γερμανός εμιγκρές Έρνστ Λιούμπιτς, σκηνοθετεί το Broken Lullaby (βλέπε φώτο αμέσως μετά), σε μία από τις σπανιότατες δραματικές αποκλίσεις της φιλμογραφίας του. Χρειάστηκε να περάσουν 84 χρόνια από εκείνη την ταινία για να έρθει το πλήρωμα του χρόνου μίας δεύτερης κινηματογραφικής διασκευής του συγκεκριμένου έργου. Δράστης ο Φρανσουά Οζόν, ο οποίος εκτίνει αυτή την ιστορία ψέματος, ταυτότητας, πένθους και αποδοχής της (κάθε είδους) απώλειας πέρα από το -μάλλον ταιριαστό για το 1932- happy end της ταινίας του Λιούμπιτς.
Βρισκόμαστε στην επομένη της λήξης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενός ατελείωτου, δηλαδή, σφαγείου που έμελλε να λάβει περιορισμένη θέση στα κιτάπια της ιστορίας, για πολλούς λόγους. Το ξέσπασμα ενός δεύτερου πόλεμου, ακόμη μεγαλύτερης κλίμακας, μόλις μία εικοσαετία αργότερα αποτελεί σίγουρα μία προφανή αιτία, αλλά υπάρχουν και μπόλικες αφανείς πτυχές που έχουν παραπετάξει τον ΑΠΠ στο περιθώριο των ιστορικών σελίδων. Ο κυριότερος εξ αυτών είναι η έλλειψη μίας φανερά τερατώδους πλευράς, όπως εκδηλώθηκε περίπου 20 χρόνια αργότερα με τις ναζιστικές και φασιστικές στρατιές.
Αντιθέτως, ο ΑΠΠ είναι πολύ πιο σκιώδης όσον αφορά όλα τα δομικά και ταυτοτικά του στοιχεία και ως εκ τούτου, είναι πολύ δύσκολα αποκρυπτογραφήσιμος. Η σθεναρή στάση απέναντι στον -επί της ουσίας- αποικιοκρατικό αναδασμό που επιδίωξε η Γερμανία, όντας ριγμένη στο τότε γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό πεδίο, καθώς και τα παιχνίδια ισχύος και επιρροής των μεγάλων δυνάμεων της εποχής δεν εμπεριέχουν κανένα στοιχείο ευγενούς αγώνα προάσπισης της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Αντιθέτως, αποπνέουν μονάχα μία αίσθηση αηδίας για ένα πόλεμο που έστειλε εκατομμύρια ανθρώπους σε φρικτό θάνατο, σε μία από τις χυδαίες και βρόμικες συρράξεις στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Η επομένη του ΑΠΠ βρήκε την Ευρώπη τσακισμένη από τις βαριές απώλειες, αλλά πάνω απ’ όλα δηλητηριασμένη μέχρι το μεδούλι. Σε αυτό το κλίμα αναβράζοντος εθνικισμού, αφόρητα πληγωμένης περηφάνιας, πικρόχολης γεύσης ήττας, μηδενικής επιθυμίας για ζωή και ζοφερών σκέψεων (που έμελλε να επιβεβαιωθούν λίαν συντόμως) για το μέλλον, εντάσσει την κομψή και ντελικάτη ιστορία του ο Οζόν. Το Frantz είναι μία ιστορία όπου ένας νεκρός (του τίτλου) κυριαρχεί ασταμάτητα στις ζωές αυτών που έμειναν πίσω. Ως ανάμνηση που ξεθωριάζει, αλλά δεν λέει να εξαφανιστεί. Ως αγιάτρευτη ενοχή και απελπισμένη ικεσία για συγχώρεση. Ως διαρκής και δυσβάσταχτη υπενθύμιση ότι η ζωή οφείλει να συνεχιστεί. Ως παραίνεση μίας οποιασδήποτε, έστω και επινοημένης, νέας ευτυχίας, σε πείσμα του θανατερού ρόγχου που ακόμη αλυχτά.
Ο Οζόν επενδύει αισθητικά, από την πρώτη κιόλας στιγμή, στον διαχωρισμό μεταξύ γκρίζων στιγμών καταβύθισης, αναμόχλευσης της λύπης και μετωπικής σύγκρουσης με τον πόνο του ολέθρου και χρωματισμένων εξάρσεων φαντασιακής ή και πραγματικής ευτυχίας. Μία επιλογή η οποία -όσο κι μοιάζει ξεπατίκωμα μίας δοκιμασμένης συνταγής- λειτουργεί, αποπνέει μία διάχυτη δαντελένια στεναχώρια και την οποία ο Οζόν στηρίζει με μεθοδικότητα και ακρίβεια μέχρι τέλους.
Παράλληλα, ο Οζόν τέμνει με προσοχή την ιστορία του στη μέση, με το κάθε σκέλος να δομείται πάνω σε μία διαδικασία αναζήτησης και σε μία διελκυστίνδα αλήθειας και ψέματος, που αναζητούν με μανία ένα σημείο ισορροπίας. Αποπνέοντας μία old school καλλιέπεια και μία αυθεντική αίσθηση μελαγχολίας, το Frantz κινείται σε ένα κόσμο φαντασμάτων και παραδοξοτήτων. Ένα κόσμο, όπου άπαντες μαθαίνουν να ζουν μέσα στις νέες ιστορίες που έχουν πλάσει, μαθαίνουν να αναζητούν σε αυτές μία υποτυπώδη λύτρωση, μια διαφυγή από την πραγματικότητα που μοιάζει αφόρητη.
Σε ένα κόσμο κατοικημένο από νεκρό χρόνο που δεν πρόκειται ποτέ να ανασυσταθεί, η Γερμανίδα Άννα (η πρωτοεμφανιζόμενη Πάουλα Μπέερ, που συμπυκνώνει τόνους εσωτερικής έντασης σε μικρές και ανεπαίσθητες εκφορές λόγου) και ο Γάλλος Αντριάν (ο σχεδόν ευλογημένα εύπλαστος Πιερ Νινέ του Yves Saint Laurent και του Un Homme Idéal) χάνουν οικειοθελώς τις ταυτότητές τους, και χάνονται σε μία γκρίζα ομίχλη που τους καταπίνει. Και μαθαίνουν πως η αλήθεια πολλές φορές, αντί για λυτρωτική, είναι καταδικαστική. Πως το ψέμα που είμαστε υποχρεωμένοι να βιώσουμε είναι πολλές φορές πολύ βαρύτερο από το ψέμα που αναγκαζόμαστε να εκστομίσουμε. Πως καμία φορά η ζωή εκτυλίσσεται σαν συγκεκαλυμμένο ψέμα και πως το ψέμα μπορεί από φτιαχτό να καταλήξει αφόρητα χειροπιαστό.
Όλα αυτά -και αφότου προσπεράσουμε με καλή διάθεση τόσο κάποιες στιγμές τετριμμένων νύξεων όσο και ορισμένες ασουλούπωτες απόπειρες εξάρσεων- καθ᾽ οδόν προς ένα φινάλε που μοιάζει βγαλμένο από εφιάλτη που σταδιακά ξεφουσκώνει προς ένα απλώς δυσάρεστο όνειρο. Δεν είναι και τόσο αφύσικο, άλλωστε, ο θάνατος να γεννά δίψα για ζωή. Στο κάτω κάτω της γραφής, είναι το σημαντικότερο κεφάλαιό της, τη διαπερνά ως αίσθηση από το πρώτο εκτυφλωτικό φως μέχρι το στερνό σκοτάδι.