Από μια πλευρά, το βασισμένο σε πραγματική ιστορία, Παράφορα, είναι «μια από κείνες» τις γαλλικές ταινίες που βλέπουμε το, αθηναϊκό κυρίως, καλοκαίρι κι έχουν το θλιβερό ποσοστό του 1/20 να μη σκυλοβαρεθείς την ώρα και τη στιγμή που βγήκες απ’ το σπίτι. Είναι διαλογικό όπως μόνο οι Γάλλοι μπορούν να σε τερματίσουν, δεν έχει σχεδόν κανένα οπτικό ενδιαφέρον (ξανά οι Γάλλοι είναι μάστορες σ’ αυτό), έχει μια πραγματολογική ασχετοσύνη που σε βγάζει απ’ τα ρούχα σου γρηγορότερα απ’ όσο η Αντέλ Εξαρχόπουλος συνηθίζει (διευθυντής φυλακών συνουσιάζεται με νεαρά τρόφιμο μέσα στο γραφείο του με ξεκλείδωτη πόρτα), έχει κάτι περίεργες ελλείψεις (αφαιρέσεις τις λένε οι κριτικοί) που περνάει καιρός, αλλά κανείς δεν φαίνεται να συμπεριφέρεται σαν κάτι τέτοιο να συμβαίνει, έχει και υπανάπτυκτους δεύτερους ρόλους (η καημένη η Στεφανί Κλο, η μαμά της Αντέλ, οι υπόλοιπες τρόφιμες) που δεν σε βοηθούν να καταλάβεις το πέριξ της ιστορίας και των κεντρικων χαρακτήρων.
Από μια άλλη πλευρά, εδώ αρχίζουν τα όμως, λοξοκοιτάζει λίγο τον Λανγκ, λίγο τον Κλουζώ (της φράξιας Ανρί Ζορζ), λίγο τον Ρενουάρ, ίσως ακόμα-ακόμα και τον Τρυφφώ, μεγαλειότητες όμως που περισσότερο υπάρχουν εκεί σαν σεναριακός υπαινιγμός (που κάπως πετυχαίνει στην καλή τελευταία σκηνή), αφού ο Πιερ Γκοντώ δεν φαίνεται να μπορεί οπτικά, σαν διεύθυνση ηθοποιών ή και άμεση σεναριογραφή να φτάσει στο τέρας της ερωτικής εμμονής, της εξαπάτησης του αισθησιασμού, της ζήλειας, της αναλλοίωτα ιδιωτικής έννοιας του έρωτα ή, πόσο μάλλον, της σεξουαλικής κακοήθειας.
Η τρίτη πλευρά είναι ο λόγος που το βλέπεις. Για να είσαι εκεί σ’ αυτό που συμβαίνει μ’ αυτό το κορίτσι την Εξαρχόπουλος. Οι Γάλλοι, να μη τους καγχάζουμε μόνο, έχουν βγάλει κατά συρροήν ωραίες γυναίκες στο σινεμά. Η Ντενέβ κι η αδελφή της η Ντορλεάκ, η Μπαρντώ, η Μορώ, η Ζιραρντώ, η Καρίνα (Δανέζα η μισή, έστω), η Αιμέ, η Αρντάν, η Νταλ, η Μαρσώ, η Παριγιώ, η Ατζανί, η Μπεάρ, η Σεϊντού σήμερα έχει τους θαυμαστές της, η Κοτγιάρ, ακόμα και η Λουντβίν Σανιέ. Γυναίκες ή Νυμφίδια, ερωμένες ή μπιμπελό, παγόβουνα ή αισθησιακές, το γαλλικό σινεμά έβγαλε πρόσωπα που λατρεύει ο φακός – και συ δεν ξεχνάς εύκολα.
Η Αντέλ Εξαρχόπουλος είναι απ’ το ίδιο, στ΄ αλήθεια εντελώς σπάνιο, κράμα. Χωρίς την κραυγαλέα κλάση της Ντενέβ, φτιαξιά της Μπεάρ, ποίηση της Καρίνα ή το σημαδιακό της Αρντάν ίσως, τούτη η 23χρονη, επιδεικτικά αφτιασίδωτη, επιμελημένα Κορίτσι αντί Θηλυκό, ξεπερνά (εσύ πάλι όχι) την πηγαία, κακομαθημένη της σχεδόν σεξουαλικότητα με μια υποκριτική κλάση εμφανέστατη στη Ζωή της Αντέλ, κρυμμένη κάπως εδώ (είπαμε δεν υπάρχει δυνατή σκηνοθεσία), που με τη κάμερα κολλημένη σε γκρο πάνω της μοιάζει να την περιφρονεί εντελώς και να παίζει στον δικό της ρυθμό, το δικό της ύφος, τελικά, το δικό της έργο. Και το κάνει, περίπου ανεξαρτήτως, ενδιαφέρον.
Αν βρει τον δικό της Βαντίμ, Πολάνσκι, Γκοντάρ, Τρυφφώ (ακόμα και Ριβέτ, εδώ έχω φτάσει), πράγμα ομολογουμένως πολύ-πολύ δύσκολο, τούτη εδώ είναι η συνέχεια της γαλλικής υπεραξίας. Και πρέπει να βρει γρήγορα τους σκηνοθέτες και τα υλικά της (δεν το πάει καλά για την ώρα) γιατί οι ηθοποιοί εκπολιτίζονται γρήγορα (η στιγμή που την υπολογίζουν την κάμερα δηλαδή) και το τρένο θα περάσει. Ως τότε, ακόμα και το όχι όσο παράφορο θα ‘πρεπε Παράφορα, θα παίξει σαν ένα στάδιο γέννησης ενός αστεριού που ελπίζεις να λάμψει όσο του αξίζει.