What's On Emilia Pérez (2024)

7 Νοεμβρίου 2024 |

Emilia Pérez (2024)

Σκηνοθεσία: Ζακ Οντιάρ

Παίζουν: Ζόι Σαλντάνια, Κάρλα Σοφία Γκασκόν, Σελίνα Γκόμεζ

Διάρκεια: 130′

Η πορεία του Ζακ Οντιάρ μετά τον χρυσό φοίνικα που απέσπασε για το Dheepan πριν από περίπου μια δεκαετία έχει εμπλουτιστεί με ριζικά καινοτόμες προσθήκες. Την πρώτη αγγλόφωνη ταινία του (The Sisters Brothers), ένα ιδιόμορφο γουέστερν, διαδέχτηκε το αναπάντεχα φρέσκο Παρίσι, 13ο διαμέρισμα, σε σενάριο που φέρει την υπογραφή μεταξύ άλλων της Σελίν Σιαμά. Το Εμίλια Πέρεζ είναι το ισπανόφωνο ντεμπούτο του, σε σενάριο για πρώτη φορά αποκλειστικά δικό του, και αποτελεί τον πιο ευρείας κλίμακας πειραματισμό σε μία καριέρα που μέχρι το 2015 διέθετε μια χαρακτηριστική αφηγηματική ταυτότητα.

Η Ρίτα, μία Μεξικανή δικηγόρος και παραγνωρισμένη «συνεργάτιδα» μιας ομάδας με μπροστάρη έναν άνδρα που αγορεύει περισπούδαστα, δέχεται το απρόσμενο τηλεφώνημα ενός βαρόνου ναρκωτικών που υπόσχεται ότι θα την απαλλάξει από τα άχαρα φορτία της καθημερινότητάς της και θα την κάνει πλούσια, αρκεί να ικανοποιήσει ένα δικό του αίτημα. Αφού την απαγάγει και την οδηγεί μακριά από τα αδιάκριτα μάτια, της ζητάει να αναλάβει, υπό άκρα μυστικότητα που εκτείνεται μέχρι και στη σύζυγο και τα παιδιά του, να οργανώσει τη διαδικασία της φυλομετάβασής του. Εκείνη δέχεται και αρχίζει να επιδίδεται σε συνεννοήσεις με ειδικούς και γιατρούς στα πέρατα της οικουμένης, ώσπου η επέμβαση πραγματοποιείται με επιτυχία, ο Μάνιτας εξαφανίζεται θεωρούμενος νεκρός και τη θέση του στον κόσμο παίρνει η Εμίλια.

Η αφήγηση του Οντιάρ διασχίζει τα κινηματογραφικά είδη με το θράσος της απόλυτης ελευθερίας. Με όχημα την οπερετική μορφή του έργου και μία πλοκή που δοκιμάζει τα όρια της προσχηματικότητας όσο βαδίζει προς το φινάλε, ο Γάλλος δημιουργός πηδάει από το φορτωμένο μελόδραμα στο γκανγκστερικό δράμα, αδιαφορώντας για την ισορροπία ανάμεσα στα genres. Περιφρονεί μεν τη σοβαροφάνεια, αλλά δημιουργεί και ορισμένες επιφυλάξεις για τη σοβαρότητα της όλης προσέγγισης, καθώς η επιπολαιότητα υπερνικά την όποια διάθεση διερεύνησης των θεματικών που θίγει η ταινία. Χαρακτηριστικά, στην ταινία η αρρενωπότητα συσχετίζεται με τη βία και αντιδιαστέλλεται από μια φαντασιακή εκδοχή της θηλυκότητας. Ενώ, λοιπόν, η κεντρική ιδέα καθαυτή είναι πολύτιμη και πλούσια σε προοπτική, ο Οντιάρ την αδρανοποιεί με απλουστευτικές τροπές της πλοκής (η Εμίλια ιδρύει μια ΜΚΟ για τα θύματα της βίας των καρτέλ) και κραυγαλέους συμβολισμούς (ερωτεύεται μια κοπέλα που λέγεται «Επιφάνια»). Προλαβαίνει, βέβαια, να συνθέσει ορισμένες ενδιαφέρουσες συμπεριφορικές αποχρώσεις στο αντιθετικό δίπολο Μάνιτας/Εμίλια που κυριαρχεί στην ταινία, προτού το παραδώσει στην κυριαρχία των υπερβολών.

Με οδηγό την ψυχωμένη ερμηνεία της Κάρλα Σοφία Γκασκόν, μια πραγματική αποκάλυψη, η Εμίλια βαδίζει σε έναν δρόμο εξερεύνησης του εαυτού της, γεμάτο αδιέξοδα, παλινωδίες και εγωισμούς, ενώ επιχειρεί να ελευθερωθεί από τα ψυχικά βαρίδια του παρελθόντος της, έχοντας πλέον απαλλαγεί από την προηγούμενη μορφή της. Σε αυτό το πεδίο, ως ατελής χαρακτηρολογική σπουδή, είναι που η ταινία βρίσκει το μεγαλύτερο συναισθηματικό της βάρος, και αυτό παρά τις μεγάλες αστοχίες του Οντιάρ ως προς την τρανς ταυτότητα, την οποία εκλαμβάνει εν μέρει και ατυχώς ως σύμβολο, αντί για φορέα αληθινής ανθρώπινης προσωπικότητας. Από την άλλη, η εγκληματική πραγματικότητα του Μεξικό, ως αφηγηματικός πυλώνας που ορίζει τη δράση των χαρακτήρων, αποτυπώνεται μονοδιάστατα ως μια φετιχοποιημένα βίαιη κοινωνία, την οποία ορίζει η έξωθεν ματιά του δημιουργού. Δυστυχώς, αυτή δεν είναι μία από τις αβλεψίες που το χαλί του μιούζικαλ μπορεί να καλύψει, όπως για παράδειγμα οι ευκολίες της πλοκής ή η αποφυγή προφανών ερωτήσεων στους χαρακτήρες.

Το μεγάλο κατόρθωμα της ταινίας μοιάζει να είναι ότι δεν εκπίπτει ποτέ στη γελοιότητα, παρότι ρέπει διαρκώς προς το μέρος της. Έχει κάτι το απροσδόκητα γοητευτικό η άρνηση του Οντιάρ να μετέλθει τρόπους ειρωνικούς ή κυνικούς, μαρτυρά μια αγνή στοργή και έναν ζεστό σεβασμό προς την Εμίλια που δεν εκφράζεται απλώς και μόνο για να μασκαρέψει τις αδιάκοπες παραδρομές τους έργου. Παράλληλα, ο ζωηρός ρυθμός και η αλμοδοβαρική αισθητική του φιλμ κρύβουν αδιάκοπα μικρές εκπλήξεις σε όλη τη διάρκειά του, ενώ τα περισσότερα νούμερα είναι πραγματικά ευφάνταστα και κομίζουν κατά βάση ουσιώδη στοιχεία στην αφήγηση. Η μη απολογητική διάθεση του Ζακ Οντιάρ, όπως εκφράζεται με τα στερεότυπα και τις απιθανότητες της πλοκής, ευτυχώς βρίσκει ελεύθερο πεδίο και στη φόρμα της ταινίας και οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα που παραμένει αλέγρο ακόμα και όταν αδυνατεί να προτάξει οτιδήποτε απέναντι στις εύλογες ενστάσεις που διατυπώνονται εναντίον του.

Το Εμίλια Πέρεζ είναι πρώτα από όλα ένα αξιοπερίεργο εντός της φιλμογραφίας του δημιουργού του αλλά και εκτός αυτής, μια εξτραβαγκάνζα που γλυτώνει το ναυάγιο χάρη στην ίδια της την ιδιορρυθμία. Μία ταινία που δε θυμίζει τίποτα ανάλογο και ποντάρει τα πάντα στην ιδιαιτερότητά της, δίχως να τη σκιάζει με αυταρέσκεια ή μεγαλομανία. Ακόμα και αν δε μπορούμε να αντιληφθούμε πώς ακριβώς είναι δυνατόν να δουλεύει παρά τη συλλογή τόσων αφηγηματικών παραστρατημάτων, είναι μια συμπαγής κινηματογραφική πρόταση που διασχίζει τα κινηματογραφικά είδη για να καταλήξει με αυτοπεποίθηση σε έναν χώρο απόλυτα δικό της, επ’ ουδενί απαλλαγμένο από οφθαλμοφανή κενά, αλλά σε κάθε περίπτωση κατακτημένο με θράσος.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑