Σκηνοθεσία: Πολ Φερχόφεν
Παίζουν: Ιζαμπέλ Ιπέρ (ναι, μόνο αυτή)
Διάρκεια: 130’
Μεταφρασμένος τίτλος: «Εκείνη»
Αθέατες κραυγές που μοιάζουν με κράμα πόνου και ηδονής, σε ένα ολόμαυρο φόντο. Η αυτόκλητα προσκεκλημένη κάμερα τρυπώνει λαίμαργα από το παράθυρο. Το σινεμά ήταν ανέκαθεν μία ηδονοβλεπτική διαδικασία για τον Ολλανδό σκηνοθέτη Πολ Φερχόφεν. Και σε αυτή τη γειτονιά με τα όμορφα σπίτια, τα ακριβά αμάξια και τις ψηλές καγκελόπορτες, ουδέν μπορεί να μείνει κρυπτόν υπό τον κινηματογραφικό φακό. Η αλήθεια (;) αποκαλύπτεται. Δεν πρόκειται για μία σεξουαλική πράξη, αλλά για ένα βιασμό. Για μία κατεξοχήν δηλαδή πράξη επιβολής, εξουσίας και ελέγχου.
Η αλήθεια (χωρίς ερωτηματικά πλέον στην παρένθεση) αποκαλύπτεται. Το επιμέρους γεγονός (βιασμός) θα εμφανίσει άπειρες προεκτάσεις, διακλαδώσεις, περιδινήσεις. Υπό μία έννοια, θα απολέσει το αρχικό του σημασιολογικό φορτίο. Θα δει μέχρι και τον συναισθηματικό του αντίκτυπο να ατονεί. Το ευρύτερο κάδρο στο οποίο, όμως, εντάσσεται έχει εδραιώσει για τα καλά την ισχύ του. Η αληθινή μάχη είναι υποδόρια και εποπτική ταυτόχρονα. Σέρνεται στα πιο ταπεινά χώματα και κοιτά αφ’ υψηλού από μία απρόσιτη κορυφή.
Μοναδικός αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας του συμβάντος ένας όμορφος τριχωτός γάτος, ο οποίος παρέμεινε αδρανής και απαθής. «Θα μπορούσες να είχες κάνει κάτι, όχι να του βγάλεις τα μάτια, αλλά τουλάχιστον να τον γρατζουνίσεις», θα του πει με τρυφερό κι αγαπησιάρικο θυμό η κεντρική μας ηρωίδα. Το σκαληνό τρίγωνο με κορυφές τον θεατή-παίκτη, την εικόνα-θέαμα, τη συμμετοχή-χειρισμό διατρέχει ολόκληρη τη ραχοκοκαλιά της ταινίας.
Από τον γάτο με το γουρλωμένο ηδυπαθές βλέμμα μέχρι το επαγγελματικό σύμπαν των βιντεοπαιχνιδιών της κεντρικής ηρωίδας. Από τα εισαγωγικά καδραρίσματα σε κάθε σκηνή ευθείας ή έμμεσης βίας ώς το τηλεοπτικά δοσμένο flashback στις ανοιχτές και αγιάτρευτα τραυματικές πληγές του παρελθόντος. Τα πάντα λειτουργούν εντός αυτού του τριγώνου με τις άνισες πλευρές. Το καθετί οφείλει να λάβει υπόψη του τόσο τη γενικής κλίμακας αφήγηση όσο και τη δια ταύτα διαχείριση, όπως άλλωστε μας φανερώνει και η λογομαχία μεταξύ της πρωταγωνίστριας και ενός υπαλλήλου της.
Επιστροφή στην εναρκτήρια σκηνή. Κάθε έντονο ερέθισμα, ιδίως μία τόσο απεχθής πράξη όπως ένας βιασμός, κουβαλά μαζί του ένα ολόκληρο πακέτο από προδιαγεγραμμένες αντιδράσεις και προκαθορισμένα αισθήματα. Εν ολίγοις, κουβαλά μαζί του ένα συγκεκριμένο ορίζοντα προσδοκιών. Ακόμη και όποιες παρεκκλίσεις τυχόν προκύψουν στη σκέψη μας, δύσκολα θα υπερβούν τα (δεύτερα) εσκαμμένα όρια. Τι πράττει μία γυναίκα μετά από ένα βιασμό ή μάλλον, τι πιστεύουμε εμείς ότι οφείλει να πράξει;
Αυτή είναι η πρωταρχική ερώτηση που διατυπώνει ο Φερχόφεν κι οι απαντήσεις του δημιουργούν ευθύς εξαρχής μία αίσθηση ανοίκειου. Η Mich-Elle δεν σπαράζει ανακούρκουδα κάτω από το καυτό λυτρωτικό νερό μιας ντουζιέρας. Δεν θα ενδυθεί τον ρόλο του πληγωμένου θύματος. Δεν θα πανικοβληθεί, δεν θα νιώσει πως χρήζει ιδιαίτερης μεταχείρισης. Θα μαζέψει τα σπασμένα γυαλιά και θα περιποιηθεί το λαβωμένο της σώμα με ψυχραιμία και χωρίς τρεμάμενες κινήσεις. Θα ακολουθήσει το συνηθισμένο της πρόγραμμα σαν να μην συνέβη, όχι ακριβώς τίποτα, αλλά σίγουρα σαν να μην συνέβη κάτι το συνταρακτικό.
Το πρώτο επίπεδο των αναμενόμενων, αλλά και επιβαλλόμενων, αντιδράσεων έχει ήδη παρακαμφθεί. Σταδιακά εισβάλλει στο μυαλό μας η αιρετική σκέψη της παρέκκλισης. Η οποία όμως, όπως προείπαμε, διέπεται κι αυτή από ένα κανονιστικό πλαίσιο, σαν κάθε καλή αίρεση που θέλει να γίνει δόγμα στη θέση του δόγματος. Όχι, ακόμη κι αν υπήρξαν ψήγματα μιας ολίγον πιο νοσηρής απόλαυσης, η αντίδραση της Μισέλ δεν οφείλεται στην απόκρυφη δύναμη κάποιας ένοχης απόλαυσης. Το νήμα ταξιδεύει μακρύτερα, σε πιο απόμερους διαδρόμους του λαβύρινθου των ανθρώπινων συμπεριφορών.
Σε ένα κόσμο κατάχρησης εξουσίας, ανάληψης ρόλων, ανείπωτων τραυμάτων, κατοχύρωσης ηθικών και ανήθικων αξιωμάτων, η Μισέλ δεν θα παίξει το προφανές παιχνίδι, επειδή ακριβώς παίζει το παιχνίδι στα ακραία (δηλαδή, στα κανονικά) όριά του. Ο κυνισμός της τόσο βαθύς. Η ψυχική της ανισορροπία τόσο νηφάλια. Η άσχημη όψη του φεγγαριού τόσο οικεία. Η Μισέλ θα ιδιοποιηθεί τον βιασμό της, θα τον χειριστεί όπως η ίδια θεωρεί πρέπον και αρμόζον. Εκείνη, ως φορέας μίας ελέω σινεμά -κι όχι ελέω θεού- εξουσίας, θα κινηθεί εκτός ορισμών και λημμάτων.
Ο Πολ Φερχόφεν έχει υπάρξει μία συναρπαστικά άνιση περίπτωση σκηνοθέτη. Με κυριότερα γαλόνια στο ολλανδικό παλμαρέ του τις ταινίες Turkish Delight (1973) και Ο τέταρτος άνθρωπος (1983), μετακομίζει στο Χόλιγουντ και κάνει μονομιάς πάταγο. Μετά από δύο back to back επιτυχημένες sci-fi περιπέτειες (Robocop [1987], Ολική επαναφορά [1990]), σαρώνει με το χιτσκοκικών απολήξεων σεξουαλικό θρίλερ Βασικό ένστικτο (1992), χαρίζοντάς μας το πιο θρυλικό σταυροπόδι στην ιστορία του σινεμά.
Ο δρόμος μοιάζει σπαρμένος με ροδοπέταλα, τα οποία μετατρέπονται τάχιστα σε (χρυσά) βατόμουρα, καθώς το Showgirls (1995) κερδίζει -ολίγον υπερβολικά ίσως- μία σταθερή θέση στις λίστες με τις χειρότερες ταινίες όλων των εποχών. Μετά από μία εικοσαετία φθοράς και αφθαρσίας στις συνειδήσεις κοινού και κριτικών, μία αλληλουχία επιλογών και συγκυριών φέρνει τον Φερχόφεν εκ νέου στον αφρό. Αντί να γυρίσει την ταινία στις ΗΠΑ και με πρωταγωνίστρια την Νικόλ Κίντμαν, όπως αρχικά σκόπευε, επιλέγει τη Γαλλία και την Ιζαμπέλ Ιπέρ, μετά την άρνηση της Μαριόν Κοτιγιάρ.
Ειλικρινά και χωρίς καμία διάθεση υπερβολής, ο υπογράφων κατατάσσει την Ιπέρ σε μία προνομιούχο χούφτα ηθοποιών -αμφότερων των φύλων- που μπορούν να διαγράψουν πιρουέτες πάνω σε σπασμένα γυαλιά. Η Ιπέρ σφυροκοπά με ειρωνεία τους πάντες, και τον εαυτό της μαζί, με κάνε ανεπαίσθητο σπασμό ή μορφασμό του προσώπου και του σώματός της. Επωμίζεται, χωρίς καν να αγκομαχήσει, ένα τεράστιο αμοραλιστικό φορτίο, το οποίο τεμαχίζει σε μικρές εύπεπτες μπουκίτσες. Κυριαρχεί προς κάθε κατεύθυνση, ενεργοποιεί κάθε συμβολισμό, κάθε απομυθοποίηση, κάθε σημαινόμενο. Η Ιπέρ ορίζει και σφραγίζει τη μοίρα της ταινίας, με τον ίδιο δεσποτικό και αδιαπραγμάτευτο τρόπο που ο χαρακτήρας της Μισέλ εφορμά στις ζωές των ανθρώπων που την περιβάλλουν.
To Elle ξεκινά από μία θριλεροειδή αφετηρία και ευθύς αμέσως λοξοκοιτάζει προς ένα δράμα ψυχαναλυτικών προεκτάσεων. Έπειτα, παλινδρομεί προς ένα χιτσκοκικής πολυσημίας μυστήριο, ενώ δεν παραλείπει να αφήσει σπόντες ενός revenge story. Φλερτάρει με την ιδέα ενός νεωτερικού φεμινιστικού μανιφέστο και εν τέλει καταλήγει να μην πληροί κανέναν από αυτούς τους ορισμούς. Γιατί απλούστατα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, πρόκειται για ένα μαύρο αστεϊσμό για το δράμα της ζωής. Κι όπως κάθε καλός αστεϊσμός, εκκολάπτει μέσα του πολλά σοβαρά βλαστάρια.
Όπως, τον κανιβαλιστικό σπαραγμό της προνομιούχου ελίτ. Την τερατομορφία που γεννά η ένωση της καταπίεσης και της υποκρισίας. Την πίστη (εν προκειμένω, η Καθολική πίστη που διαχρονικά διαολίζει τον Φερχόφεν, αλλά και κάθε υπέρτερη πίστη, τουλάχιστον στο δικό μου το μυαλό) που λειτουργεί είτε ως δικαιολογητική βάση είτε ως ανάλαφρο μαξιλαράκι παρηγοριάς απέναντι σε κάθε αισχρότητα. Την κοινωνική διαστρωμάτωση σε αποχρώσεις λεπτότερες από τις προφανείς και μετρήσιμες. Τη μάχη των γενεών, τις αμαρτίες γονέων που παιδεύουν τέκνα, αλλά και την αδήριτη ανάγκη εκρίζωσης του παλαιού από το νέο. Έπρεπε να σε σκοτώσω, μπαμπά / Όμως προτού προλάβω είχες πεθάνει / Μαρμάρινος, ένα τσουβάλι μπουκωμένο με Θεό / Άγαλμα στοιχειωμένο με ένα γκρίζο δάχτυλο, είχε γράψει κάποτε η Σίλβια Πλαθ και αυτοί οι στίχοι ταιριάζουν γάντι στο επεισόδιο της επίσκεψης της Μισέλ στη φυλακή.
Tην ασύλληπτη δύναμη του χρόνου και του θανάτου, που καταδικάζει ακόμη και την ανακούφιση να μοιάζει με ηλιόλουστη βόλτα ανάμεσα σε τάφους. Τη συμπύκνωση της ουσίας σε μία παραπλανητική φράση που στηρίζει την ανατρεπτική της δύναμη στην εξουσία του κινηματογραφικού φακού. «Η ντροπή δεν είναι αρκετά ισχυρό συναίσθημα για να μας αποτρέψει από το να κάνουμε αυτό που θέλουμε», διατείνεται σε κάποια στιγμή η Μισέλ, και όλοι μας ξέρουμε ότι ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Η ντροπή είναι το αναλογικά ισχυρότερο συναίσθημα του κόσμου, ικανό να καταστρατηγήσει ανάγκες, λογική και βεβαιότητες. Όχι όμως εδώ, όχι για Εκείνη.
Τέλος, την ανάγκη άμβλυνσης του σκληρού αμοραλισμού. Τίποτα δεν θα αλλάξει ριζικά, αλλά ίσως λίγη ειλικρίνεια, λίγα ψέματα συγκατάβασης, λίγη με το στανιό γενναιοδωρία, λίγη συγχώρεση, λίγη γενναιότητα παραδοχής του μίσους, να επιτρέψουν σε ένα φάντασμα να επιστρέψει τον κόσμο των ζωντανών (;). Εν τέλει, ο Φερχόφεν μεγαλουργεί σε αυτό το come back; Σχεδόν, θα ήταν η δική μου οριστική απάντηση. Τι λείπει, δηλαδή, από το Elle; Τίποτα απολύτως, εκτός από την πέρα για πέρα ανόθευτη τόλμη που θα είχε ένας σκηνοθέτης που δεν θα ήταν 77 ετών και που δεν θα λαχταρούσε (εύλογα κι ανθρώπινα) να εξασφαλίσει την υστεροφημία του, μετά από δεκαετίες υποτίμησης και αποκαθήλωσης. Αυτό που λείπει είναι μονάχα το κερασάκι στην τούρτα, η μικρή εκείνη απόσταση που θα μετέτρεπε ένα ζουμερότατο αστεϊσμό σε ένα μαύρο σαν την καλιακούδα καγχασμό. Ας μην τα θέλουμε, όμως, και όλα δικά μας.