Σκηνοθεσία: Ντενί Βιλνέβ
Παίζουν: Τίμοθι Σαλαμέ, Ρεμπέκα Φέργκιουσον, Όσκαρ Άιζακ, Ζεντέγια, Τζος Μπρόλιν, Τζέισον Μομόα, Στέλαν Σκάρσγκαρντ, Σαρλότ Ράμπλινγκ, Χαβιέ Μπαρδέμ, Ντέιβ Μπαουτίστα
Διάρκεια: 160’
Κατόπιν αυτοκρατορικής εντολής, ο οίκος των Ατρειδών αναλαμβάνει τον έλεγχο του πολύπαθου πλανήτη Αράκις, όπου βρίσκονται τα φυσικά αποθέματα του πολυτιμότερου «μπαχαρικού» του Γαλαξία. Ο γηγενής πληθυσμός επιφυλάσσει θερμή υποδοχή στους Ατρείδες, καθώς έχει δεινοπαθήσει από την προηγούμενη βάρβαρη διοίκηση των Χαρκόνεν. Στο πρόσωπο μάλιστα του νεαρού Πολ Ατρείδη, γιου του Δούκα, βλέπει έναν πιθανό εκλεκτό που θα λυτρώσει τον λαό από τα δεινά των τυράννων, ενώ και ο ίδιος βιώνει ξαφνικές ενοράσεις που του αποκαλύπτουν μία τεθλασμένη εικόνα του μέλλοντός: το δικό του ριζικό είναι συνυφασμένο με τη μοίρα του πλανήτη. Σύντομα όμως γίνεται σαφές ότι η παράδοση της εξουσίας από τον έναν Οίκο στον επόμενο δεν πρόκειται να συμβεί έτσι απλά. Ο δρόμος θα είναι στρωμένος με πόνο και θυσίες και όχι με ροδοπέταλα.
Ήδη από το πρελούδιο και την πρώτη πράξη της ταινίας γίνεται σαφές ότι ο Ντενί Βιλνέβ δεν είχε σκοπό να προβεί σε βεβιασμένες κινήσεις. Αντιθέτως, θα πάρει τον χρόνο του, έναν χρόνο που ξεφεύγει από τη νόρμα που συνοδεύει τις blockbuster παράγωγες, για να πλάσει με κάθε λεπτομέρεια το σύμπαν που θα φιλοξενήσει τη δράση. Αυτό καθιστά το Dune: Part One (όπως είναι ο πραγματικός τίτλος του) κατά κύριο λόγο το εισαγωγικό σκέλος μίας σειράς ταινιών. Και το επιφορτίζει με ένα χρέος που συχνά -όταν δεν έχεις έναν Βιλνέβ στο τιμόνι- κοστίζει πολύ στο τελικό αποτέλεσμα: το world building. Ωστόσο, ξεπερνώντας με χαρακτηριστική υπομονή και πείσμα τις συναφείς κακοτοπιές, το φιλμ του Καναδού βρίσκει τις καλύτερες στιγμές του ακριβώς σε αυτη την επιμελή προετοιμασία του πνευματικού και υπαρξιακού πυρήνα της ιστορίας, δίχως να κάνει καμία έκπτωση στην καλλιέπειά του. Από τα πρώτα πλάνα γίνεται αντιληπτό ότι πρόκειται για μία ταινία που συνπαρπάζει οπτικά, δίχως να καταφεύγει εκτεταμένα σε ψηφιακά εφέ, με τη γνώριμη μέθοδο του Βιλνέβ που χτίζει μια συνθήκη επαναπροσδιορισμού σε μια ομίχλη ώχρας και δειλινού.
Ο Βιλνέβ παίρνει τον αναγκαίο χρόνο, λοιπόν, για να συστήσει τις αντιμαχόμενες φυλές και την τρέχουσα πολιτική συνθήκη, ενώ φροντίζει να αναπτύξει τα θέματα της ταινίας, τα οποία αντλούνται από το πρωτογενές υλικό και θα αποτελέσουν τα θεμέλια των όσων θα ακολουθήσουν, εάν δοθεί φυσικά το πράσινο φως από τα στούντιο παραγωγής. Ξεδιπλώνει μεθοδικά τα μοτίβα του έργου, δίχως να εμμένει υστερικά σε λεπτομέρειες που θα καθιστούσαν την δημιουργία ενός «κόσμου» αυτοσκοπό. Παραμένει πάντοτε σε επαφή με τους χαρακτήρες, ιδιαίτερα βέβαια αυτόν του πρωταγωνιστή Πολ Ατρείδη, που ενσαρκώνει με ακρίβεια ο Τίμοθι Σαλαμέ (ο ίδιος προτιμά το Τίμοθι από το Τιμοτέ, όπως έχει δηλώσει), στο πρόσωπο του οποίου συναντούμε έναν τρομαγμένο έφηβο που βρίσκεται σε μία αναζήτηση ταυτότητας και θέσης στον κόσμο. Ταυτόχρονα, συναισθανέται ότι από τη στάση του θα αρχίσουν να διακυβεύονται ολοένα και περισσότερα στο άμεσο μέλλον.
Βέβαια, η τοποθέτηση μίας μεσσιανικής φιγούρας στο κέντρο μίας ταινίας ενηλικίωσης, όπως προκύπτει από τις σελίδες του Φρανκ Χέρμπερτ, δεν είναι κάποια πρωτότυπη συνταγή -πιθανότατα είναι η πιο πολυχρησιμοποιημένη στα δημοφιλέστερα έργα (επιστημονικής και μη) φαντασίας. Ωστόσο, το ενήλικο ύφος της ταινίας της επιτρέπει να πλοηγηθεί σε όλα τα μέρη που την οδηγεί η θεματολογία της. Έτσι, μέσα από την οπτική του Πολ, ο Βιλνέβ παραθέτει μία σειρά από προβληματισμούς που εντάσσονται αρμονικά στο σώμα της ταινίας. Κυριότεροι αυτών είναι η περιβαλλοντική κρίση και η αποικιοκρατία, συγκοινωνούντα δοχεία, με την εξόρυξη του μπαχαρικού να παραπέμπει ευθέως στα κοιτάσματα πετρελαίου, τον πλανήτη Αράκις στο Ιράκ, ενώ το ερημικό τοπίο με τις απέραντες εκτάσεις και τους διαδοχικούς αμμόλοφους μοιάζει με προφητεία ενός βλοσυρού μέλλοντος.
Μία σημαντική ανάγνωση του φιλμ, η οποία είναι καταδικασμένη να παραμείνει εκκρεμής (αλλά πολλά υποσχόμενη, όπως φαίνεται) μέχρι την ολοκλήρωση του οράματος του Βιλνέβ εντοπίζεται στο κατά πόσο θα κατορθώσει να αποφύγει τις παγίδες του οριενταλισμού και της αφήγησης του Λευκού Σωτήρα (White Savior) στην πορεία της saga. Μπορεί ο κόσμος του Dune να είναι επινοημένος, ωστόσο είναι τόσο σαφείς οι αναλογίες του με τον πραγματικό που συνδέουν εμφατικά την αλληγορία του με την παγκόσμια συνθήκη. Σε ένα σύγχρονο πλαίσιο λοιπόν, όπου οι σχετικές ευαισθησίες έχουν επιτέλους επιταθεί, ο Καναδός δημιουργός καλείται να διαχειριστεί μία μυθολογία που περιγράφεται δικαίως ως κριτική απέναντι στις δυτικές μεθόδους, δίχως όμως να γίνει απλοϊκός ή να εκκινεί από μία θέση λευκής μεγαλοκαρδίας. Τα πρώτα δείγματα γραφής του μοιάζουν θετικά, αφού και το υλικό που έχει στα χέρια του είναι -κατά τον ίδιο τον Χέρμπερτ- μία κριτική στο μοντέλο του ήρωα που οδηγεί έναν λαό. Την ίδια στιγμή, και ο ίδιος ο Βιλνέβ το αντιλαμβάνεται ως μία καταδίκη του white savior στερεοτύπου.
Το Dune: Part One είναι μία ταινία υπέρογκου προϋπολογισμού με σαφή την ταυτότητα του δημιουργού, καμωμένη με αγάπη για το πρωτογενές υλικό, αλλά και σύνεση στη διασκευή του. Αποπνέει μία αίσθηση σαιξπηρικής τραγωδίας, ενώ ως space opera επενδύει περισσότερα στη καθαυτή φαντασία παρά στην «επιστημονική» φαντασία. Η χρήση και η σημασία των gadgets είναι περιορισμένη, ενώ ανδροειδή και άλλες high tech κατασκευές απουσιάζουν. Παράλληλα, η ανθρωποκεντρική στάση του Βιλνέβ δικαιώνεται και από την αριστοτεχνική αξιοποίηση του έναστρου πολυεθνικού καστ που διαθέτει. Ο Τίμοθι Σαλαμέ πλαισιώνεται από μια σειρά περίφημων ερμηνειών, με κυριότερη την παρουσία της Ρεμπέκα Φέργκιουσον στον αμφίσημο ρόλο της μητέρας του Πολ και τη Ζεντέγια να προοικονομεί τη σημαντική παρουσία της στη συνέχεια.
Οι σινεφιλικές αναφορές στο σινεμά της (επιστημονικής) φαντασίας και όχι μόνο είναι φανερές, με τον διαρκή χορό της άμμου να παραπέμπει στο αρχετυπικό Λόρενς της Αραβίας του Ντέιβιντ Λιν και τον villain της υπόθεσης να φέρνει στον νου τον συνταγματάρχη Κουρτς του Μάρλον Μπράντο στο Αποκάλυψη Τώρα. Αμφότερα άλλωστε επικεντρώνονται σε παρεμφερή θεματολογία σχετική με τη διείσδυση σε έναν αλλότριο κόσμο ιθαγενών και την αποικιοκρατία, ενώ και οι ενοράσεις του Πολ θυμίζουν τις ονειρώδεις απεικονίσεις του Τέρενς Μάλικ. Γενικώς, το Dune: Part One είναι ένα έργο αγάπης που σπανίζει στην εποχή της στουντιακής κυριαρχίας στις ταινίες μεγάλου μπάτζετ. Ο Βιλνέβ καταφέρνει να βάλει τη σφραγίδα του, με αρωγό ένα νηφάλιο σενάριο και τη μουσική του Χανς Τσίμερ που υποστηρίζει τις πρώτες δύο πράξεις του έργου με χάρη, εκεί ακριβώς που η πολλή δράση απουσιάζει. Το μόνο που μένει να φανεί είναι η ετυμηγορία των ταμείων για να ξέρουμε αν ο Βιλνέβ θα έχει την ευχέρεια να ολοκληρώσει το μεγαλεπήβολο όραμά του ή θα μας αφήσει με μια ανολοκλήρωτη υπόσχεση.