Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ
Παίζουν: Βίγκο Μόρτενσεν, Λέα Σεϊντού, Κρίστεν Στιούαρτ, Ντον ΜακΚέλαρ, Σκοτ Σπίντμαν
Διάρκεια: 107′
Στον κόσμο του Crimes of the Future, τα πάντα ξεκινούν και τελειώνουν στο σώμα. Είναι άλλωστε χαρακτηριστική στον κινηματογράφο του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ αυτή η σωματικότητα, η οποία έχει συμπυκνωθεί στον όρο -που πάντως δεν προέρχεται από τον ίδιο- body horror. Το νέο του πόνημα ανατρέχει στον κανόνα της φιλμογραφίας του, οι προβληματισμοί του είναι πέρα για πέρα σάρκινοι, χωρίς όμως να στερούνται πνευματικότητας. Το σύμπαν των ταινιών του είναι βαθιά αθεϊστικό, δεν έχει θέση για θεούς και δαίμονες. Τα ηνία της πνευματικής αναζήτησης κρατά η Τέχνη, ως δύναμη που ανυψώνει τον άνθρωπο πέρα από τα φθαρτά όριά του.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ξαφνικά ο Καναδός στα γεράματα ενδιαφέρθηκε για τη συνολική κληρονομιά του έργου του ή για κάποια εγωπαθή υστεροφημία. Είμαστε ο, τι κάνουμε στον κόσμο των ζωντανών, έπειτα τροφή για τα σκουλήκια, και γι’ αυτό ακριβώς οφείλουμε να εκλαμβάνουμε όσα το σώμα διαμηνύει ως αυθύπαρκτο αυτοσκοπό, δίχως στεγανά ή παραδοσιακά αναχώματα. Στο ακαθόριστο κοντινό μέλλον (σχεδόν παράλληλο παρόν) όπου εκτυλίσσεται η ταινία, η τεχνολογία είναι θαρρείς ενωμένη με τη σάρκα, ανθρωπόμορφη σε όλα της, έτοιμη να ξεναγήσει τον άνθρωπο στις post-human ατραπούς που ετοιμάζεται να διαβεί.
Ο Saul και η Caprice είναι δημοφιλείς body art performers που δημιουργούν τέχνη βασιζόμενοι στην ικανότητα του πρώτου να παράγει ανθρώπινα όργανα στα σπλάχνα του και της δεύτερης να τα αφαιρεί χειρουργικά ενώπιον ενός εμβρόντητου, σαγηνευμένου κοινού. Οι παραστάσεις τους διαθέτουν την αύρα μυσταγωγικής τελετουργίας, ενώ οι αντιδράσεις των ίδιων των καλλιτεχνών στη διάρκεια του show κυριαρχούνται από αισθησιασμό. Όσο τα μηχανοκίνητα νυστέρια διεισδύουν στο κορμί του, ο Saul δεν νιώθει πόνο, αλλά ηδονή, την οποία μάλιστα μοιράζεται με τη συν-δημιουργό Καπρίς. Είναι η απόλυτη κινηματογραφική απεικόνιση της δημιουργίας: ο καλλιτέχνης είναι απολύτως ευάλωτος, κυριολεκτικά ανοιχτός μπροστά στο κοινό του και χωρίς πλήρη έλεγχο επί του αποτελέσματος. Μόνο έτσι μπορεί να παράξει τέχνη ουσιώδη και αληθινή, χωρίς δικλείδες ασφαλείας και επιφυλάξεις.
«Surgery is the new sex», ομολογεί η γραφειοκράτης που διατηρεί το αρχείο της Υπηρεσίας Καταγραφής Νέων Οργάνων, βλέποντας την ερωτική διέγερση που προξενεί η παράσταση. Πράγματι, η νέα μορφή σεξουαλικής πράξης είναι η κορύφωση της απογύμνωσης: ο άνθρωπος έλκει και έλκεται ανεξάρτητα από τη θέλησή του και με πολύ περισσότερους τρόπους από όσους μπορεί να φανταστεί, εφόσον αφεθεί ελεύθερος. Όσο εκκωφαντικά και αν κυριαρχεί το σώμα ως ανθρώπινη και αναλώσιμη ύλη στην άυλη ηγεμόνευση που υφίσταται από παντού, παραμένει δέσμιο της ανάγκης για ηδονή, διότι αυτή συνιστά την αποθέωση της ανθρώπινης συνθήκης, της ίδιας της ζωής.
Όμως, το αίσθημα του πόνου, που μοιάζει να έχει εξοριστεί εντελώς από τη δυστοπική πραγματικότητα που παραθέτει ο Κρόνενμπεργκ, είναι η ύψιστη απώλεια. Ο πόνος είναι συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης κατάστασης, υπενθύμιση ότι ο άνθρωπος είναι ακόμα ζωντανός, και δίχως αυτόν η τέχνη μετατρέπεται σε ατελέσφορη πολυτέλεια. Αυτός στέκει στην άλλη άκρη της καλλιτεχνικής δημιουργίας ως γενεσιουργό της αίτιο. Στο καταπιεστικό σύμπαν του Crimes of the Future, όπου τα πάντα ταξινομούνται, καταγράφονται και ορίζονται με βάση έναν συγκεκριμένο ορισμό του τι εστί άνθρωπος, για τις παρεκκλίσεις από το αφήγημα απειλείται η θανατική ποινή. Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, η τέχνη είναι πρωτίστως αντίσταση και εναλλακτικό αφήγημα που περιλαμβάνει όσους η κρατούσα συνθήκη αποβάλλει.
Είναι χαρακτηριστικά σαρκαστική η διάθεση του Καναδού απέναντι στην επίσημη εξουσία, αλλά και απέναντι στην επίσημη τέχνη, όπως διαφαίνεται από την ορολογία του. Απέναντι σε άτεγκτους γραφειοκράτες που πασχίζουν να διατηρήσουν το σώμα στη μορφή που γνωρίζουν, προβάλλοντας αυτό ως το μόνο «ανθρώπινο», αντιπαραθέτει μία μυστική οργάνωση που πιστεύει στην «εξέλιξη», μία λέξη την οποία οι κρατικοί λειτουργοί αδυνατούν να προφέρουν. Η ιστορία επαναλαμβάνεται, όσα σήμερα φαντάζουν εξωφρενικά υπήρξαν ισχυρότατες επίσημες αντιλήψεις, ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι σήμερα δεν βρισκόμαστε στην αντίπερα όχθη της ίδιας τραγελαφικής κατάστασης, με τις παγιωμένες αντιλήψεις μας για την κάθε είδους φυσικότητα και κανονικότητα που σταδιακά αρχίζουν να τρίζουν.
Ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ εντάσσει την ιστορία του σε ένα στριφνό, σκοπίμως κρυπτικό και ελλιπές αφηγηματικό περιβάλλον. Εξηγεί ελάχιστα, διατηρώντας τη μυστικιστική αύρα των περιπλανήσεων του μαυροφορεμένου Saul στα δυσώδη σοκάκια της Αθήνας, που αποτέλεσε ιδανικό τόπο για τα γυρίσματα της ταινίας, φτιάχνοντας έναν κόσμο βυθισμένο στο σκοτάδι και την ανθρώπινη απουσία. Το όνομα του Saul δεν είναι φυσικά τυχαίο: είναι ο Απόστολος των νέων σωμάτων, η καλλιτεχνική του στολή θυμίζει Φραγκισκανό μοναχό, ενώ οι περφόρμανς πραγματοποιούνται σε υπόγειους χώρους που φέρνουν σε κατακόμβες πρώτων Χριστιανών. Ο Κρόνενμπεργκ φιλοτεχνεί ένα σφιχτοδεμένα νέο-νουάρ, εφιαλτικό στο περιβάλλον του, σαν να αφήνει τον θεατή να κοιτάξει από την κλειδαρότρυπα μία μελλοντική (ή παροντική) φρίκη. Τελικά, η ιδιαιτέρως σύνθετη πλοκή, που απαγορεύει οποιαδήποτε απόλυτη βεβαιότητα ως προς τα κίνητρα και τις επιδιώξεις των χαρακτήρων, δεν είναι καν το πρωτεύον στοιχείο. Το Crimes of the Future είναι πρωτίστως ένα βαρύ, σκοτεινό και βρώμικο mood piece, και ως τέτοιο δουλεύει στην εντέλεια.
Οι οπαδοί του Καναδού εύλογα αναμένουν μία επιστροφή στα γνωστά μονοπάτια, τα οποία φαινομενικά εγκατέλειψε με την αυγή της νέας χιλιετίας, καθώς η όλη επικοινωνιακή προώθηση της ταινίας βασίστηκε σε αυτό το κλίμα. Υπό μία έννοια οι προσδοκίες δικαιώνονται, αφού μία γρήγορη ανάγνωση του έργου το εντάσσει στην body horror ανθολογία του ένδοξου κρονενμπεργκικού παρελθόντος. Ωστόσο, ο τρόμος εδώ είναι σχεδόν απών, μονάχα πλάγιος και υπαινικτικός, ενώ τη θέση του έχει πάρει μία απόκοσμη περιέργεια για το μέλλον του σώματος, το εύρος των ορίων του μετά την επίδραση της τεχνολογίας, την ανάγκη της φύσης να βγει εκτός νόρμας προκειμένου να επιβιώσει. Η εξέλιξη είναι εγγενώς τρομακτική, αφού απειλεί την παραδεδεγμένη ταυτότητα του ανθρώπου και την αίσθηση του ελέγχου επί του σώματος, την ίδια στιγμή όμως είναι και μια συνθήκη αναπόφευκτη. Αντί να οχυρωθούμε απέναντι στην πορεία των γεγονότων, ο φευγάτος Καναδός μάς προσκαλεί να αγκαλιάσουμε την (όποια) νέα ανθρώπινη κατάσταση, εξερευνώντας τα αδιάβατα μονοπάτια της.