Είτε μας αρέσει είτε όχι, ο Τζέιμς Ουάν είναι καλός σκηνοθέτης. Όταν δε το όνομά του αποτελεί μια σχεδόν σίγουρη επένδυση για τις εταιρίες παραγωγής, είναι λογικό να τον εμπιστεύονται τυφλά. Το νέο best thing του τρόμου λοιπόν επέστρεψε με ένα ακόμα sequel. To Conjuring, που ήρθε στις αίθουσες 3 χρόνια πριν, υπήρξε μια από τις καλύτερες ταινίες του είδους τα τελευταία χρόνια. Η συνέχειά του λοιπόν, εκτός από προσδοκίες, γέννησε και πολλές απαιτήσεις.
Οι ντετέκτιβς του μεταφυσικού Λορέιν και Εντ Γούορεν μεταφέρονται αυτή τη φορά στο Λονδίνο για να λύσουν μια από τις πιο πολύκροτες υποθέσεις μεταφυσικού τρόμου στην ιστορία. Το «Αμιτιβίλ της Αγγλίας», όπως αποκλήθηκε, αφορά ένα 11χρονο κορίτσι το οποίο, υπό την κυριαρχία των δαιμόνων, απειλεί να σκοτώσει τα τρία αδέρφια του και τη μητέρα του. Οι Γούορεν, παλεύοντας και με τους δικούς τους δαίμονες, επιχειρούν να βοηθήσουν την οικογένεια, ρισκάροντας για άλλη μια φορά και οι ίδιοι τις δικές τους ζωές.
Το κλίμα της ταινίας ακολουθεί απόλυτα την πεπατημένη του πρώτου και πολύ καλά κάνει. Ο Αυστραλός σκηνοθέτης αφήνει για άλλη μια φορά τη φαντασία του να οργιάσει στις σκηνές τρόμου, παρουσιάζεται αρκούντως εφευρετικός και δείχνει ότι πια χειρίζεται το είδος με ιδιαίτερη άνεση. Οι σκηνοθετικές καινοτομίες, που αναπληρώνουν το κενό που αφήνουν οι σεναριακές κοινοτοπίες, είναι το ξεχωριστό σημείο αυτού του φιλμ. Εκμεταλλευόμενος έξυπνα τόσο τον υφέρποντα τρόμο που χτίζει μεθοδικά όσο και τις πιο έντονες στιγμές, ο Ουάν αφήνει τον αναγκαίο χώρο στην ταινία του να αναπνεύσει, δεν γεμίζει δηλαδή κάθε λεπτό της με περιττούς εντυπωσιασμούς, ενώ παράλληλα επενδύει στις λεπτομέρειες της εικόνας.
Το μόνο αρνητικό της ταινίας είναι η μεγάλη της διάρκεια. Το συγκεκριμένο είδος συνήθως απαιτεί πιο σφιχτό ρυθμό από αυτόν που διαθέτει. Το πρώτο μέρος, παρότι καλοφτιαγμένο, κρυώνει σ’ ένα βαθμό το κοινό, καθώς εισφέρει λίγα στην ιστορία, τα οποία θα μπορούσαν να παρουσιαστούν συνοπτικά και σε αρκετά λιγότερη ώρα. Πάντως, μετά τα πρώτα 45 λεπτά, η συνολική εικόνα μοιάζει να εστιάζει σωστά και ο θεατής αφήνεται στη σκοτεινή σαγήνη του τρόμου.
Από το «Conjuring 2», μετά την επαρκέστατη απόλαυση που προσέφερε, απέμειναν 2 ερωτήματα: α) Μπορεί ο Τζέιμς Ουάν να αφήσει το αποτύπωμά του στην ιστορία του τρόμου, διατηρώντας τις υψηλές του επιδόσεις; Η αρχή του πάντως, με τα «Saw», «Insidious» και «Conjuring», είναι εντυπωσιακή. β) Τι μέσο έχει ο Πάτρικ Ουίλσον; Ο Κιάνου Ριβς της εποχής μας έχει συνδέσει το όνομά του με αρκετές επιτυχίες της εποχής μας, ενώ πρακτικά διαθέτει μία έκφραση στο πρόσωπό του. Κάποιοι άνθρωποι είναι τυχεροί.
Υπάρχουν λόγοι που το σινεμά του τρόμου βρίσκεται σε καλό, εμπορικά τουλάχιστον φεγγάρι. Ο κινηματογραφικός τρόμος είναι τόσο θελκτικός επειδή ακριβώς παρέχει ένα ανυπέρβλητο αίσθημα αγωνίας, σε συνδυασμό με την αίσθηση ασφάλειας του θεατή, ο οποίος τοποθετείται σε μία προνομιούχο θέση παρατηρητή των δεινών. Παράλληλα, οι ταινίες που το πρεσβεύουν είναι πολύ συχνά ιδιαίτερα χαμηλού προϋπολογισμού και επομένως καλές επενδύσεις. Παρότι κατά κανόνα είναι δύσκολο να δημιουργήσει κανείς υψηλή τέχνη στο είδος του horror, καθώς αυτό αφιερώνεται συνήθως στην εικόνα και όχι στο περιεχόμενο, αποτελεί μία από τις πληρέστερες διασκεδάσεις. Το δεύτερο μέρος του «Conjuring» είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμά του, όπως άλλωστε ήταν και το πρώτο.