Σκηνοθεσία: Τζόσουα Μάρστον
Παίζουν: Ρέιτσελ Βάις, Μάικλ Σάνον, Ντάνι Γκλόβερ, Κάθι Μπέιτς
Διάρκεια: 90’
Εναρκτήριο φρενήρες μοντάζ, με μία χροιά ονειρική και ολίγον παραμυθένια. Μία γυναίκα που αλλάζει συνεχώς δέρμα σαν φίδι. Ένα κολάζ από διαφορετικά προσωπεία. Εναλλακτική φοιτήτρια, βοηθός ταχυδακτυλουργού στην Κίνα, επιμελής νοσοκόμα. Όταν κάποιος διαθέτει χίλια και ένα πρόσωπα, είναι σε θέση να θυμάται ποιος αληθινά είναι; Ή μήπως έχει μια για πάντα απολέσει τις πρωταρχικές του συντεταγμένες; Εν τέλει, η ταυτότητα υφίσταται ως έννοια συμπαγής και αυτάρκης; Ή μήπως είναι μία ρευστή κατάσταση, που παίρνει το σχήμα του δοχείου στο οποίο επιλέγουμε να τη στριμώξουμε;
Μπορούμε να βγούμε αλώβητοι από τον ασταμάτητο αγώνα απέναντι στον εαυτό μας; Ή μήπως ο εχθρός είναι κατά βάθος ανίκητος γιατί καταλήγουμε να δαγκώνουμε τη δική μας ουρά; Πώς οριοθετούμε και αποδεχόμαστε το ποιοι είμαστε; Οι κάθε είδους σχέσεις μας μήπως είναι απλώς η παραδοχή μίας κοινής ιστορίας που διηγούμαστε ο ένας στον άλλο με τρόπο πιστευτό;
Ο Τζόσουα Μάρστον, στην πρώτη αγγλόφωνη ταινία του μετά το ισπανόφωνο Κεχαριτωμένη Μαρία (2004) και το αλβανόφωνο Η συγχώρεση του αίματος (2011) -διακηρύττει ότι- πραγματεύεται την εύθραυστη φύση του αυτοπροσδιορισμού. Την υποδόρια ανάγκη ξεφορτώματος όλων των προσδιοριστικών στοιχείων. Τον σιωπηλό πόνο που προκαλεί η ίδια η ύπαρξη. Και πράγματι, έχει στη φαρέτρα του ικανοποιητικό οπλοστάσιο για να βυθιστεί στα ενδότερα αυτών των σκοταδιών, πέρα από τη διαχρονικά γοητευτική κεντρική ιδέα. Όπως την, τρεμάμενη σαν ψευδαίσθηση, φωτογραφία του Χρήστου Βουδούρη (Άλπεις, Before Midnight), που (κανονικά θα έπρεπε να) μας βυθίζει σε μία μελαγχολική και καλειδοσκοπική νεοϋορκέζικη νύχτα αυτογνωσίας.
Ένα γοητευτικό -αν και μοιάζει πέρα για πέρα αταίριαστο ερωτικά, γεγονός που δεν γίνεται ακριβώς να αγνοηθεί- πρωταγωνιστικό δίδυμο, στις φιγούρες του οποίου αποτυπώνεται μία μάχη δίχως νικητή. Ο Μάικλ Σάνον διαθέτει ένα πρόσωπο σαν ρυτιδιασμένη προτομή και μία φωνή σαν ηχογραφημένο μήνυμα απογοήτευσης, που κλειδώνουν απόλυτα με την παραδοχή της νίκης του χρόνου. Τη συντριβή από την επανάληψη, την ταπείνωση από την προβλεψιμότητα. Η Ρέιτσελ Βάις, στον αντίποδα, διαθέτει τη θλιμμένη ομορφιά και το αινιγματικό βλέμμα που ταξιδεύει σε παράλληλες διαστάσεις, που συνταιριάζουν με τη φυγή που μετατράπηκε σε καινούργια φυλακή. Με την ολική αποξένωση της μόνιμης αλλαγής, με την ανάγκη μία μικρής νησίδας ασφάλειας στον ωκεανό της περιπέτειας.
Επιπλέον, ο Μάρστον δείχνει αρχικά να λειαίνει το έδαφος στρωτά και φιλόξενα για ένα νεφελώδες και κλιμακούμενο μυστήριο. Μία προσεγμένα δομημένη (και ανεκτά παρατεταμένη) σεκάνς επιστροφής και αναγνώρισης ενός φαντάσματος του παρελθόντος. Η αντίθεση που θεριεύει ανάμεσα σε ένα περιρρέον κλίμα γοητείας, περιέργειας και φθόνου από τους καλεσμένους και στην -καταναγκαστικά σιωπηλή- ένταση μεταξύ των δύο βασικών πρωταγωνιστών. Μία καλοδουλεμένη προπαρασκευαστική πράξη άλυτων ερωτημάτων και αγωνίας για τα μελλούμενα. Ικανή να θέσει στο περιθώριο αυτό το τόσο γνώριμο και τόσο προκάτ indie περιτύλιγμα των αναίτια ακρωτηριασμένων κάδρων και της εξίσου αναίτια μηχανιστικής ομιλίας. Ως εκεί, λοιπόν, όλα καλά ή τέλος πάντων όλα υπό έλεγχο, σε αναμονή του κυρίως ξεδιπλώματος του μίτου.
Δυστυχώς, όμως, το πρώτο ξεκαθάρισμα λογαριασμών, το οποίο καταφθάνει μάλλον σύντομα και βεβιασμένα, είναι σαν κατεβάζει σχεδόν κάθε διακόπτη σαγηνευτικής απορίας. Και γυρνά μπούμερανγκ, αντιστρέφοντας τους όρους και τη διάθεση προς το αρνητικό. Από εκεί που λαχταρούσες να διατηρηθεί αυτή η αιωρούμενη ασάφεια και οι υπαινικτικές νότες, ξάφνου νιώθεις την έλλειψη ενός στέρεου υπόβαθρου. Ο παλμός του μυστηρίου αρχίζει να ατονεί, η χρεία του κρίσιμου και κατεπείγοντος εξασθενεί. Η αμφιβολία διαβρώνει την αγωνία μας. Δεν συναισθανόμαστε την ανάγκη που οδήγησε στην απροσδόκητη επανεμφάνιση. Δεν αφουγκραζόμαστε το βάθος του παλαιού δεσμού που στοιχειώνει ακόμη και το τώρα, είτε ως τραύμα είτε ως αποκούμπι.
Το πρώτο κάστρο έχει πέσει και δυστυχώς το ενδιαφέρον μας δεν επανακάμπτει σε κανένα σημείο. Ούτε στη νυχτερινή περιδίνηση ειλικρίνειας ούτε στη σκηνή κορύφωσης, όπου η διαστρέβλωση της πραγματικότητας (σε μία έξυπνη αρχική πρόθεση) γίνεται λαβή για αναμέτρηση με το παρελθόν. Έχουμε ήδη απομακρυνθεί συναισθηματικά από τους ήρωές μας ανεπιστρεπτί και οριστικά. Δεν βράζουμε στο ζουμί μας για τις τύχες τους ή για το πώς εν τέλει θα εξελιχθεί το όλο –ήδη ξεθωριασμένο- μυστήριο. Το οποίο θα καταλήξει αντικείμενο υπαγόρευσης, σαν να επρόκειτο για συμβατικό μάθημα αντισυμβατικής ορθογραφίας. Και όχι μία ενδοσκοπική υπόνοια κι ένας απόκοσμος συνειρμός, όπως είχε αρχικά εξαγγελθεί.