Σκηνοθεσία: Γούντι Άλεν
Παιζουν: Τζέσι Άιζενμπεργκ, Κρίστεν Στιούαρτ, Στιβ Κάρελ
Διάρκεια: 96᾽
Τζαζ μελωδίες στο φόντο, η γνωστή λευκή γραμματοσειρά σε μαύρο καμβά, στους εναρκτήριους τίτλους. Προτού φτάσουμε στο όνομα του σκηνοθέτη, γνωρίζουμε ήδη πως βρισκόμαστε σε μία ακόμη ταινία του Γούντι Άλεν. Τα υπόλοιπα γουντιαλενικά τερτίπια και χούγια θα δηλώσουν κι αυτά σύντομα την παρουσία τους. Το αδιέξοδο ερωτικό τρίγωνο, οι σπασμωδικές και νευρωτικές κινήσεις του -alter ego του Γούντι- πρωταγωνιστή. Οι έξυπνες ατάκες, το ακατάπαυστο voice over, με εκείνη τη γνώριμη περιπαικτική φωνή. Οι επαναλαμβανόμενες φοβίες και εμμονές για τον θάνατο και τη ματαιότητα. Το ξεκούρδιστο σύμπαν συμπληρωματικών χαρακτήρων. Όπως και η αδιαπραγμάτευτη λατρεία για το παρελθόν. Η νοσταλγία, στον ετυμολογικό της ορισμό. Μία ανικανοποίητη λαχταρά για επιστροφή σε μία μήτρα φαντασιακής ασφάλειας και ζεστασιάς. Ο Γούντι ανατρέχει και πάλι στο παρελθόν, όχι όμως με τη μορφή της ανάμνησης, αλλά με τη μορφή της ονειροπόλησης μακρινών και όμορφων μεγαλείων που δεν πρόλαβε να αντικρίσει.
Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’30, κινούμενοι σε ένα άξονα που συνδέει δύο πόλεις, δύο ακτές των ΗΠΑ, αλλά και δύο από τους πλέον high class τομείς δραστηριότητας στην Αμερική της εποχής. Μεταφερόμαστε από τη Νέα Υόρκη ώς το Λος Άντζελες και πίσω κι από την καθημερινότητα ενός εβραϊκού νοικοκυριού ώς το στρας και την γκλαμουριά του Χόλιγουντ, με τελικό σταθμό των κόσμο των γκάνγκστερ και των night clubs του Μανχάταν. Όταν άρχισαν να βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας οι πρώτες λεπτομέρειες για το Café Society, πολλοί στάθηκαν στο όνομα του θρυλικού διευθυντή φωτογραφίας Βιτόριο Στοράρο. Δικαίως.
Διότι ο Στοράρο μεγαλουργεί, υπερβαίνοντας κατά πολύ τα επίπεδα μίας καλλιτεχνικής επίστρωσης ή ενός καλαίσθητου διάκοσμου. Η ηλιόλουστη Καλιφόρνια, τα χλιδάτα πάρτυ σε πισίνες των σταρ του σινεμά, τα παρδαλά φορέματα και καπέλα μίας τεκνικόλορ εποχής μεγαλείου και στόμφου απεικονίζονται σε αποχρώσεις ολότελα ταιριαστές. Και έρχονται σε ιδανική αντιπαραβολή τόσο με το ανήλιαγο περιβάλλον της οικογενειακής επιχείρησης στο Μπρονξ όσο και με τους μολυβένιους κι εκρού τονισμούς της επιστροφής του πρωταγωνιστή στη Νέα Υόρκη. Η φωτογραφία του Στοράρο δεν καδράρει απλώς τους ήρωες, αλλά αποτυπώνει τον κόσμο τους σε μία δεδομένη στιγμή, φέρνει σε αντίστιξη τις στιγμές ονειροπόλησης με τις στιγμές πραγματικότητας.
Από κοντά και ο Γούντι, σε μία σκηνοθεσία σαφώς πιο ζωηρή και εύθυμη, σε σχέση με τις πρόσφατες ταινίες του και ιδίως με τις βαρετές καρτποσταλικές περιηγήσεις του στην Ευρώπη. Προσέξτε και συγκρίνετε την αντιπαραβολή μεταξύ της πρώτης γνωριμίας των δύο αντίζηλων με το γυναικείο μήλον της Έριδος. Παρατηρήστε τα φιλιά που μοιάζουν με ρομάντζο ταινίας εκείνης της εποχής και το τρίγωνο, μέσα από το οποίο οι κορυφές του κυρίως τριγώνου, του ερωτικού, αποκαλύπτουν ο ένας στον άλλο το μυστικό της ιστορίας. Δείτε πώς στη σκηνή ξενάγησης των επαύλεων των διάφορων σταρ, ξαφνικά αντί για κρυφές ματιές στα σπίτια, εισβάλλει ο ουρανός και η καθαρή ατμόσφαιρα, σε έναν αποχρωματισμό της εικόνας. Η πρώτη σπίθα του έρωτα είναι το αληθινό μεγαλείο.
Προχωρούμε στους χαρακτήρες, στους οποίους και πάλι ο Γούντι επιδεικνύει περισσότερη επιμέλεια, σε σύγκριση πάντα με τους παντελώς προσχηματικούς ήρωες των τελευταίων του ταινιών. Ο Τζέσι Άιζενμπεργκ, ως Μπόμπι, αυτομάτως και ολίγον αδίκως καταχωρείται στο γκρουπ των new age μιμητών του Γούντι σε νεότερη ηλικία. Η μικρή αδικία έγκειται στο ότι η μανιέρα (ή έστω μία από τις μανιέρες) του Άιζενμπεργκ είναι ούτως ή άλλως ό,τι πιο κοντινό μπορούμε να βρούμε σε αυτή του νεαρού Γούντι. Η αληθινή στιγμή που γνωρίζουμε τον Μπόμπι συμπίπτει με την επιστροφή του στη Νέα Υόρκη. Τότε που έχει εξοπλιστεί με το θείο δώρο της απογοήτευσης και της διάψευσης. Τότε που θα φτιάξει το night club σαν πλατό χολιγουντιανής ταινίας, τότε που θα κάνει τα στραβά μάτια στις γκανγκστερικές δουλειές του αδερφού του, τότε που θα είναι σε θέση ακόμη και να κριτικάρει τον ισόβιο έρωτά του. Η Κρίστεν Στιούαρτ, ως Βόνι, είναι ερωτεύσιμη στην πρώτη γνωριμία, όπως οφείλει να είναι ο χαρακτήρας που υποδύεται, και φορά μία θλίψη που ταιριάζει γάντι με το μελαγχολικό girly face. Ταιριάζει γιατί αποτυπώνει την αίσθηση ενός κοριτσιού (και όχι γυναίκας) που βρίσκεται στριμωγμένο ανάμεσα στις κόγχες ενός διλήμματος.
Τρίτος κατά σειρά, αλλά πρώτος σε αξιολόγηση, έρχεται ο Στιβ Κάρελ, ως Φιλ. Με κινήσεις και λόγια που μοιάζουν με αγχώδη γραπώματα, ενσαρκώνει υποδειγματικά τον άνδρα που βιώνει το Αμερικάνικο Όνειρο στο μεδούλι του, που νιώθει πως άρπαξε τον παπά από τα αχαμνά και δεν λέει με τίποτα να τον αφήσει γιατί φοβάται πως το όνειρο θα σβήσει. Τον άνδρα που έχει καταστήσει τη βιτρίνα τρόπο ζωής, αλλά διψά για κάτι βαθύτερο και δεν ψεύδεται όταν δηλώνει ισοπεδωτικά ερωτευμένος. Σαν μυδραλιοβόλο, αραδιάζει αμέτρητα ονόματα από κάθε λογής σταρ της εποχής, τους οποίους όμως ποτέ δεν θα αντικρίσουμε ως ήρωες στη δική μας ταινία, παρά μόνο στον αληθινό – ψεύτικό τους κόσμο (κι εκεί φευγαλέα), στη μεγάλη οθόνη, στις ταινίες όπου μεγαλούργησαν. Ο Κάρελ προσωποποιεί την αντίφαση που ανέκαθεν φώλιαζε στην καρδιά του Γούντι, μεταξύ του αιώνιου έρωτα για το σινεμά και της απέχθειας για τον αθέατο κόσμο των μεσαζόντων και των βδελλών.
Όλα τα παραπάνω, μαζί φυσικά με ορισμένες ευκολίες στο σενάριο και κάποιες περιστασιακές κρίσεις γουντιαλενικής επαναληψιμότητας, καταλήγουν σε ένα φινάλε, δοσμένο (και πάλι) με πανέμορφες χρωματικές ακρότητες και καλοζυγισμένα πλάνα. Η εκκρεμότητα. Η παντοτινή εκκρεμότητα της ευτυχίας. Η αιωρούμενη αμφιβολία για το τι ζήσαμε και πώς το ζήσαμε.