Blood of my Blood (Sangue del mio Sangue)

Σκηνοθεσία: Marco Bellocchio

Με τους: Roberto Herlitzka, Pier Giorgio Bellocchio, Lidiya Liberman

Διάρκεια: 106′

Πενήντα δύο ολόκληρα χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο Marco Bellocchio έβγαλε την πρώτη του, σπουδαία, μεγάλου μήκους ταινία Γροθιές στην τσέπη (I pugni in tasca, 1965) στις κινηματογραφικές αίθουσες. Αισίως, με τούτη εδώ, έχουμε φτάσει στην 24η (!) μεγάλου μήκους ταινία του – και την ερχόμενη εβδομάδα θα δούμε στις ελληνικές αίθουσες την ταινία νούμερο 25 της φιλμογραφίας του! Στα 78 του χρόνια, ο θρυλικός αριστερός (και μαοϊκός μη σου πω) σκηνοθέτης συνεχίζει ακάθεκτος, χρησιμοποιώντας, ως συνήθως, ως πλαίσιο και χώρο δράσης αυτών που κινηματογραφεί, την ιδιαίτερη πατρίδα του. Τούτη η ταινία του 2015 έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας της ίδιας χρονιάς και μάλιστα τιμήθηκε με το βραβείο της διεθνούς ένωσης κριτικών FIPRESCI!

Μεσαίωνας. Στο μοναστήρι της Αγίας Κιάρα, στη μικρή πόλη Μπόμπιο της επαρχίας Εμίλια-Ρομάνα, στην Ιταλία, η μοναχή Μπενεντέτα κατηγορείται ως μάγισσα κι έχουσα σχέση με τον σατανά. Αυτός είναι και ο λόγος, όπως φαίνεται, που ο εραστής της, ένας παπάς στο μοναστήρι, έχει αυτοκτονήσει. Έχει διαπράξει δηλαδή ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Ο δίδυμος αδελφός του, ο Φεντερίκο, πηγαίνει στη Μονή με στόχο να πείσει τον ηγούμενο Πάτερ Κατσιαπουότι να θαφτεί ο αποθανών σε αγιασμένο χώμα.

Για να τα καταφέρει, θα πρέπει να αποδείξει πως η Μπενεντέτα επηρεάστηκε από τον διάβολο για να ξελογιάσει τον αδελφό του, επομένως η αυτοκτονία του δεν ήταν πράξη έλλογη, άρα η ψυχή του δεν ήταν υπεύθυνη, άρα είναι αθώος, άρα μπορεί να θαφτεί κατά πώς πρέπει! Η Μπενεντέτα πρέπει να υποβληθεί σε τρεις δοκιμές, που έχουν να κάνουν με το νερό, τα δάκρυα και τη φωτιά: αν καταφέρει να τις ξεπεράσει χωρίς να ομολογήσει, είναι αθώα! Ο Φεντερίκο, ωστόσο, «παρασύρεται» από την Μπενεντέτα. Και ο Κατσιαπουότι αποφασίζει να την «χτίσει» μέσα σε ένα μικρό δωματιάκι της Μονής…

Εικοστός πρώτος αιώνας, σήμερα. Το ίδιο μοναστήρι (με τη φυλακή του), έχει αφεθεί στην τύχη του εγκαταλελειμμένο κατά τα φαινόμενα. Ένας Ιταλός εφοριακός ονόματι Φεντερίκο, όμως, λειτουργεί ως ενδιάμεσος προκειμένου το κτίσμα να αγοραστεί και να αξιοποιηθεί από τον Ρώσο εκατομμυριούχο Ιβάν Ρικάλκοφ. Αυτό προκαλεί την αντίδραση ενός παράξενου γέρου, γνωστού μόνον με το παρατσούκλι «Ο Κόμης». Ο Κόμης ζει στη Μονή για χρόνια, κρυφά, ινκόγνιτο και βγαίνει μόνο τη νύχτα, παρακολουθώντας τη ζωή των συμπολιτών του. Δεν θέλει με τίποτε να πουληθεί το κτίριο, καθώς μετά θα αναγκαστεί να ξεσπιτωθεί. Ενώ του πονάνε οι… κυνόδοντες, καταστρώνει ένα σχέδιο για να εμποδίσει τη συγκεκριμένη αγοραπωλησία, προσπαθώντας να ξεσκεπάσει τον Φεντερίκο και τον ύποπτο ρόλο του…

Ιδιοσυγκρασιακός (και λίγα λες) θεωρείται –και είναι– ο σπουδαίος κάποτε Ιταλός σκηνοθέτης, που μόνο έλλειψη τόλμης δεν μπορεί να του καταλογίσει κανείς. Όλες οι ταινίες του κατασκευαστικά είναι άψογες and then some! Σε επίπεδο σεναρίου, όμως, και «τα κάνω όλα λιανά για τους θεατές» τα πράγματα διαφέρουν. Ποτέ δεν είναι εύκολο να «αποκρυπτογραφήσεις» μια ταινία του μετρ. Πάρτε για παράδειγμα τούτη την ταινία. Είναι τρελό κατά μία έννοια αλλά μιας που τα έφερε έτσι η τρέχουσα κινηματογραφική συγκυρία, εμένα μου θύμισε τον πίνακα του Ιερώνυμου Μπος «Ο Κήπος των Επίγειων Απολαύσεων»! Θέλω να πω, το πλαίσιο είναι συγκεκριμένο και αναγνωρίσιμο, υπάρχουν πράγματα που τα γνωρίζεις και τα θαυμάζεις αλλά υπάρχουν και κάτι αποκοτιές, που εγείρουν αναπάντητα ερωτήματα! Μένεις με το στόμα ανοιχτό, αλλά δεν ξέρεις γιατί!

Κι ενώ ο πίνακας του Μπος είναι τρίπτυχο, εδώ έχουμε να κάνουμε με… δίπτυχο: δύο ταινίες στη συσκευασία της μίας! Τις δύο ιστορίες της ταινίας δεν τις ενώνει τίποτε άλλο παρά μόνο το γεωγραφικό πλαίσιο, το ότι δηλαδή και οι δύο διαδραματίζονται στην πόλη Μπόμπιο, έχουν ως κέντρο της αφήγησής τους το μοναστήρι της Αγίας Κιάρα, το ότι ο πρωταγωνιστής και των δύο ιστοριών ονομάζεται Φεντερίκο και τον υποδύεται ο ίδιος ηθοποιός (ο γιος του σκηνοθέτη, ο Pier Giorgio Bellocchio) και το ότι και στις δύο ιστορίες έχουμε κλεισμένη, μέσα σε έναν τοίχο από τούβλα, μια όμορφη γυμνή γυναίκα!

Από εκεί και πέρα, ακόμα και το ύφος των επιμέρους ταινιών στην αταξινόμητη τούτη προσπάθεια, διαφέρει. Οι δύο ιστορίες «τρώνε» χρονικά ίδιο χρόνο, σαν να λέμε, η ταινία είναι χωρισμένη ακριβώς στη μέση. Η πρώτη είναι εν πολλοίς ένα βαρύ δράμα, με μπόλικο κατηγορώ ενάντια στην Καθολική Εκκλησία, τους σκληρούς της νόμους, το μίσος της για κάθε τι ανθρώπινο και όμορφο. Εδώ υπάρχει και αρκετός ερωτισμός. Και σκηνές οπτικά μεγαλοπρεπείς. Πχ η πρώτη δοκιμασία στην οποία υποβάλλεται η Μπενεντέτα, την οποία οι ταγοί της Εκκλησίας την ρίχνουν από έναν βράχο, αλυσοδεμένη, μέσα στο νερό μιας λιμνούλας, είναι υπέροχη!

Η δεύτερη ιστορία είναι ταυτόχρονα μια κοινωνική σάτιρα, μια κωμωδία ηθών κι ένα κλείσιμο ματιού στον βαμπιρικό μύθο, τύπου Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί! Εδώ, γελάμε, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει ρεαλιστικός ειρμός – μόνον ονειρικός! Όλη η σκηνή με τον βρικόλακα στον οδοντίατρο, βγάζει γέλιο. Όλη η κουβέντα με το κόψιμο των αποδείξεων βγάζει γέλιο. Όλη η συνομιλία για το πόσοι κουτσοί, τυφλοί και άλλοι το «παίζουν» για να παίρνουν συντάξεις, βγάζει γέλιο.

Αλλά, η ταινία δεν είναι κωμωδία. Η ταινία είναι ένα μυστήριο όπου ο θεατής καταλαβαίνει κομμάτια της αλλά πανάθεμά με αν βγάζει κανείς άκρη για το όλον! Ο υπέροχος αναχρονισμός του να ακούγεται συχνά πυκνά το Nothing else matters των Metallica από θρησκευτική χορωδία παιδιών είναι απολύτως πετυχημένος. Και το φινάλε με τα περιπολικά σε «πιάνει» χωρίς –και πάλι– να μπορείς να καταλάβεις ακριβώς το γιατί. Δυνατή ταινία, αλλά με επιφυλάξεις.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑