Σκηνοθεσία: Ντενί Βιλνέβ
Παίζουν: Ράιαν Γκόσλινγκ, Τζάρεντ Λέτο, Ρόμπιν Ράιτ, Χάρισον Φορντ, Άνα ντε Αρμάς, Ντέιβ Μπαουτίστα
Διάρκεια: 163′
Το βασικό πρόβλημα όταν αναλαμβάνεις να γυρίσεις τη συνέχεια μιας θρυλικής κινηματογραφικής ταινίας, είναι ότι λίγο πολύ όλοι στην έχουν στημένη στη γωνία, να σου την πέσουν για το οτιδήποτε. Είσαι υπερβολικά πιστός στο πρωτότυπο έργο; Σε λένε ανέμπνευστο και δουλικό εκτελεστή μιας έτοιμης συνταγής, χωρίς πρωτότυπες ιδέες. Επιχειρείς να καινοτομήσεις; Σε κατηγορούν για έλλειψη σεβασμού.
Προσπαθείς να συνδυάσεις τον φόρο τιμής με μια εναλλακτική προσέγγιση (θεματική ή φορμαλιστική); Λένε πως δεν έχεις ξεκάθαρο όραμα του τι θέλεις να κάνεις και να πεις. Με λίγα λόγια, αν είσαι ένας ικανός, καταξιωμένος σκηνοθέτης κι όχι κάποιος αναλώσιμος υπάλληλος των μεγάλων στούντιο, θέλει μεγάλα κότσια για να αποφασίσεις να το κάνεις. Κι όχι μόνο. Χρειάζεται και μεγάλη αγάπη. Διαφορετικά κάθεσαι ήσυχα στη γωνιά σου και δεν μπλέκεις με τις προσδοκίες του κοινού.
Ας ξεκινήσουμε από ένα απλό (και ίσως λιγάκι αφελές) ερώτημα; Χρειαζόταν σίκουελ το “Blade Runner”; Πιθανότατα όχι. Θα μπορούσε να μην γίνει ποτέ και δεν θα έλειπε σε κανέναν (τουλάχιστον αυτό λέγαμε πριν δούμε το “Blade Runner 2049”). Το αριστούργημα του Σκοτ είναι μια μεγάλη στιγμή της κινηματογραφικής ιστορίας, ένα ολοκληρωμένο έργο τέχνης που δεν άφηνε κανένα κενό το οποίο μια συνέχεια θα ήταν απαραίτητο να γεμίσει. Δεν υπήρχε καμία τρύπα για να κλείσει, όπως δεν υπάρχει, για παράδειγμα, στην “Περσόνα” του Μπέργκμαν ή το “Barry Lyndon” του Κιούμπρικ.
Το Χόλιγουντ, όμως, δεν κινείται βάσει μιας τέτοιας λογικής. Ένα θρυλικό έργο που έχει σφραγίσει την ιστορία της ευρύτερης ποπ κουλτούρας, είναι μια πηγή πλούτου που δεν μπορούσε να μείνει ανεκμετάλλευτη, ξέρουμε καλά πως λειτουργούν αυτά τα πράγματα. Από όταν ανακοινώθηκε το project, έπρεπε να συμβιβαστούμε με το γεγονός ότι θα συνέβαινε. Τα πράγματα θα μπορούσαν, με χίλιους τρόπους, να στραβώσουν, να στραβώσουν πολύ άσχημα. Αλλά μετά ακούσαμε το όνομα του Ντενί Βιλνέβ -και κάπως αναθαρρήσαμε. Αφού αποφάσισαν να το πιάσουν, τουλάχιστον ήταν θετικό που το εμπιστεύονταν σε τόσο ικανά χέρια.
Ο Βιλνέβ, όμως, για ποιο λόγο να ρισκάρει τη φήμη του, ασχολούμενος μ’ ένα σχέδιο που, όπως είπαμε παραπάνω, κυρίως προβλήματα θα μπορούσε να του δημιουργήσει; Βλέποντας το “Blade Runner 2049”, δεν μπορούμε παρά να απαντήσουμε: από αγάπη. Σίγουρα έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του (δικαίως) αλλά αν δεν υπήρχε τόση αγάπη για το εμβληματικό φιλμ του Σκοτ, νομίζω πως θα απέφευγε να εμπλακεί. Το πρώτο πράγμα που εντυπωσιάζει στο σίκουελ, είναι αυτή η έκδηλη και πανταχού παρούσα αγάπη για το πρωτότυπο. Μια αγάπη, όμως, που δεν καταλήγει στη δουλοπρέπεια ενός άτολμου homage αλλά φιλτράρεται υπέροχα μέσα από ένα εξαιρετικό σκηνοθετικό κριτήριο και μια γενναία διάθεση αναμέτρησης με την πεμπτουσία του μοντέρνου sci-fi, με όρους ακραιφνώς καλλιτεχνικούς.
Ο Βιλνέβ ξεκαθαρίζει απ’ την αρχή δύο πράγματα: πρώτον, ότι θα σεβαστεί απόλυτα τον μύθο που έχει αναλάβει να συστήσει στις νεότερες γενιές (τιμώντας τις νοηματικές και φορμαλιστικές ρίζες του) και δεύτερον, ότι θα το κάνει με αισθητική αριστοκρατικότητα, δηλαδή ότι για να συνομιλήσει μ’ ένα κλασσικό κινηματογραφικό έργο τέχνης, θα φτιάξει ένα σύγχρονο κινηματογραφικό έργο τέχνης. Κι ότι σ’ αυτή του την πρόθεση, θα μείνει πιστός ως το τέλος, χωρίς τον παραμικρό συμβιβασμό. Δύο είδη πίστης συνδυάζονται στο “Blade Runner 2049”: η πίστη στο Υψηλό που ενσαρκώνει ο Άλλος (δηλαδή το φιλμ του Σκοτ), κι η πίστη στον Εαυτό. Το βασικό, όμως, είναι η πίστη κι η ακλόνητη απόφαση να μην προδώσεις ούτε το ένα είδος, ούτε το άλλο. Περί αγάπης και πίστης, πρόκειται δε και σε ό,τι αφορά το βαθύτερο περιεχόμενο του “Blade Runner 2049”.
Ας μην αρχίσουμε να παραθέτουμε τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να κηλιδωθεί η βαριά κληρονομιά του “Blade Runner” από άλλους σκηνοθέτες, ο καθένας μπορεί να τους φανταστεί. Ζούμε στην εποχή των γρήγορων εντυπώσεων, των γρήγορων συναισθημάτων και των γρήγορων ετυμηγοριών. Ένα “γρήγορο”, σαματατζίδικο Blade Runner, ήταν ο χειρότερος εφιάλτης των οπαδών. Μια βλάσφημη εκμετάλλευση του πρωτότυπου υλικού για μια άψυχη, πλαστική κατασκευή προορισμένη να καταναλωθεί μηχανικά από τις θορυβολάγνες μάζες που κατακλύζουν τα multiplex σε αναζήτηση θεαμάτων παντός είδους. Κι ύστερα ήρθε ο Βιλνέβ, αυτός ο υπέροχος εστέτ της εικόνας και του ονειρικού ρυθμού, και το θαύμα έγινε. Ναι, το “Blade Runner 2049” είναι πρωτίστως ένα μικρό θαύμα.
Σε καιρούς που όλα επιταχύνονται και μεγενθύνονται για να κρύψουν την ψυχική τους ακινησία και μικρότητα (και, εξ αντανακλάσεως φυσικά, κι αυτές του κοινού τους), αυτό το καταπληκτικό σίκουελ -που είναι ένα αυτόνομα σπουδαίο φιλμ- μας γυρνάει πίσω σε εποχές όπου σινεμά σήμαινε ατμόσφαιρα, τονικότητα, υποβολή, αφήγηση δια της εικόνας, θέση της κάμερας, σημειολογία του κάδρου και του περιεχομένου του. Το έργο περισσότερο το ονειρεύεσαι παρά το παρακολουθείς. Απερίγραπτα όμορφο οπτικά (ο τεράστιος, Ρότζερ Ντίκινς, μεγαλουργεί στη φωτογραφία, συμβάλλοντας καθοριστικά στο εικαστικό θάμβος που τυλίγει κάθε σκηνή του έργου) και μ’ ένα θεσπέσιο αφηγηματικό τέμπο που σε απορροφά ολοκληρωτικά, χτίζει κομμάτι κομμάτι ένα αισθητικό σύμπαν στο οποίο δεν μπορείς παρά να παραδοθείς άνευ όρων.
Σε ό,τι αφορά το φιλοσοφικό του υπόβαθρο, η ένσταση ότι δεν συγκρίνεται στο βάθος του στοχασμού του με το αυθεντικό “Blade Runner” είναι μεν θεμιτή, αλλά πρέπει να τονίσουμε ότι εδώ η εννοιολογική κατεύθυνση είναι ελαφρώς διαφορετική, άρα και πρέπει να κριθεί αλλιώς. Αν το βασικό ζητούμενο στην ταινία του Σκοτ, ήταν η διακρίβωση των ορίων ανθρώπινου και μη-ανθρώπινου, αυθεντικού και μη-αυθεντικού, στο πλαίσιο μιας ασύλληπτα περίπλοκης αλληγορίας για τη θνητότητα και το υπαρξιακό βάρος κάθε όντος που διαθέτει το δώρο και την κατάρα του σκέπτεσθαι (τα έχουμε αναλύσει διεξοδικά στο κείμενο για το πρώτο Blade Runner που μπορείτε να δείτε εδώ), το σίκουελ του Βιλνέβ, έχοντας αποδεχθεί τη σύγχυση των κατηγοριών και την κατάργηση των ορίων -αυτό ήταν άλλωστε και το δίδαγμα του πρώτου φιλμ- ανάμεσα στον γεννημένο και τον κατασκευασμένο άνθρωπο, ωθεί τις διαπιστώσεις του ορίτζιναλ σε μια άλλη περιοχή σχετικισμού και σκεπτικισμού.
Οι ρέπλικες φυσικά αισθάνονται, σκέπτονται, διαθέτουν ελεύθερη βούληση, δεν διαφέρουν σε τίποτα από εμάς, άρα κι η καταδίκη τους στη μοναξιά μοιάζει πολύ με τη δική μας. Οι αρχικές σκηνές με τον K. του Γκόσλινγκ στο καταθλιπτικό διαμέρισμά του, όπου συμβιώνει (;) με την ψηφιακή ερωμένη του, είναι ποτισμένες σε μια μελαγχολία μοντέρνας αστικής απομόνωσης, που θα ‘λεγε κανείς ότι αναφέρεται ευθέως στην εποχή μας κι όχι σε κάποιο δυστοπικό, απευκταίο μέλλον. Έχουμε να κάνουμε με μια διαφορετικού τύπου αλληγορία: δεν πρόκειται πια για το ανθρώπινο που εμπεριέχουν οι ρέπλικες, αλλά για το μη-ανθρώπινο που εμπεριέχουμε εμείς. Η αντιστροφή που επιχειρεί ο Βιλνέβ, είναι σαρδόνια.
Αυτό που συμβαίνει στο πρώτο επίπεδο του σεναρίου, δηλαδή η νουαρικής υφής αναζήτηση του παιδιού που γεννήθηκε από την ένωση ενός ανθρώπου και μιας ρέπλικας -μια εξαίσια αναφορά στην αξεδιάλυτη ένωση ανθρώπου και μηχανής, φυσικού και τεχνητού που κυριαρχεί στην εποχή μας, σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής- είναι το πέπλο πίσω απ’ το οποίο κρύβεται ο αληθινός προβληματισμός του “Blade Runner 2049”. Η τεχνητότητα, η πλαστότητα, η προσομοίωση (η έννοια του “αντίγραφου” είναι κομβικής σημασίας στο έργο), το φαινομενικό δεν αφορούν πια τις ρέπλικες, αφορούν τους ανθρώπους. Οι ρέπλικες είναι πια πολύ περισσότερο ανθρώπινες από εμάς τους ίδιους, κυρίως γιατί εμπιστεύονται τα συναισθήματά τους, γιατί είναι έτοιμες να θυσιαστούν για να τα υπερασπιστούν, γιατί μπορούν να δοθούν σε σκοπούς που τις εμπλέκουν ολοκληρωτικά και για τους οποίους είναι έτοιμες να θυσιαστούν. Και, φυσικά, η επαναστατική πολιτική διάθεση του πρώτου φιλμ, εδώ αποκρυσταλλώνεται. Ο αλαζόνας κατασκευαστής, Γουάλας, το δηλώνει κάποια στιγμή απερίφραστα, ότι αυτό που χρειάζεται ο πολιτισμός για να προοδεύσει είναι σκλάβους, αναλώσιμο εργατικό δυναμικό. Πόσο πιο καθαρά να ειπωθεί ότι οι ρέπλικες προσωποποιούν αυτό το αγωνιζόμενο κομμάτι της ανθρωπότητας, που όσο πιο σκληρά του αρνούνται τις ιδιότητες της ανθρωπιάς, της αυτονομίας και τις αξιοπρέπειας, τόσο πιο έντονα θα τις διεκδικεί και θα τις αναλαμβάνει από μόνο του και με κάθε κόστος;
Δεν θα έπρεπε να προχωρήσουμε περισσότερο σε αναφορές που σχετίζονται με την πλοκή του φιλμ, γιατί έτσι θα χαλούσαμε πολλές απ’ τις ευχάριστες εκπλήξεις που επιφυλάσσει σε οπαδούς και μη. Το σίγουρο είναι ότι όπως συνέβαινε και με την πρώτη ταινία, έτσι κι εδώ, υπάρχουν πράγματα πολύ πιο σημαντικά απ’ την απλή παράθεση μιας αστυνομικής ίντριγκας σε φουτουριστικό φόντο. Το Blade Runner του 1982, την χρησιμοποιούσε ως αφορμή προκειμένου να μιλήσει για την υπέρβαση των υπαρξιακών περιορισμών που συνεπάγεται η επανάσταση κι ο αληθινός έρωτας, το Blade Runner του 2017, την μετατρέπει σε πρόσχημα για να εξετάσει από πιο κοντά την ουσία του αληθινού (“όλοι μας ψάχνουμε για κάτι το αληθινό” λέει κάποια στιγμή με νόημα η ανώτερη του K.), καθώς και για την σταδιακή έκλειψή της σ’ έναν κόσμο που δεν μπορεί πια να ακουμπήσει πουθενά αλλού παρά μόνο στην εσωτερική εμπειρία του (όσο χαοτική κι αν είναι αυτή), αφού οτιδήποτε υπάρχει έξω απ’ το άτομο, θυμίζει πια ολοένα και περισσότερο μια ψευδαίσθηση κατασκευασμένη από άλλους. Να πιστεύεις στην αυθεντικότητά σου, στο αναμφισβήτητο της ελευθερίας σου, είναι ένα είδος ρομαντικής ουτοπίας πια, μας λέει η ταινία του Βιλνέβ, ίσως όμως να είναι κι ο μόνος τρόπος για να αποδράσεις απ’ τον φαύλο κύκλο της μοναξιάς και της απόγνωσης.
Προτιμώντας να απέχω από μικρόψυχες συζητήσεις που εστιάζουν σε απραγματοποίητες απαιτήσεις (κακά τα ψέματα, το πρωτότυπο παραμένει αξεπέραστο -αυτό δεν σημαίνει ότι το σίκουελ δεν είναι, με τον δικό του τρόπο, υπέροχο), γυρεύοντας να μειώσουν το επίτευγμα του Βιλνέβ, αυτό που βρίσκω σημαντικότερο στο “Blade Runner 2049” είναι ότι κατέστησε ξεκάθαρο πως το αμερικανικό σινεμά μεγάλου προϋπολογισμού μπορεί ακόμα να δίνει αληθινά έργα τέχνης. Χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα, παραχωρήσεις στον εφετζίδικο πανζουρλισμό προκειμένου να μη χάσουμε τα πιτσιρίκια από πελάτες (όπως έκανε ο Νόλαν στο “Inception”, επί παραδείγματι, μ’ εκείνες τις εντελώς αχρείαστες σκηνές δράσης), συμβιβασμούς σε ό,τι αφορά τη διάρκεια (ναι, είναι μεγάλο, κοντά τρεις ώρες, και δεν έχει ούτε ένα περιττό λεπτό), ή τον ρεμβαστικό ρυθμό (βραδύκαυστη ανάπτυξη, ατμόσφαιρα πυκνή που την κόβεις με το μαχαίρι, κλίμα υποβλητικό απ’ το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό χωρίς την παραμικρή φάλτσα νότα -κι όποιος τα βαριέται “αυτά τα αργά”, ας πάει να δει Transformers κι ας μην μας τα ζαλίζει με τη βλακεία του που την έχει κάνει παντιέρα και νιώθει και περήφανος γι’ αυτήν).
Πρέπει να νιώθουμε ευγνώμονες που το πολύτιμο αυτό project βρέθηκε στα χέρια του οραματιστή καλλιτέχνη που λέγεται, Ντενί Βιλνέβ: εκπληρώνοντας μέχρι κεραίας τη δύσκολη αποστολή του και τιμώντας την ιστορία του αξεπέραστου πρωτότυπου, με παλικαρίσια συνέπεια, ο Γαλλοκαναδός φιλοτέχνησε ένα ελεγειακό ποίημα τονικότητας, εικαστικού θάμβους και υπαρξιακής αγωνίας που μπορεί ήδη να συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στις κορυφαίες στιγμές της έβδομης τέχνης στον 21ο αιώνα• θα έφτανα στο σημείο να πω, ότι αυτή είναι η ταινία που γεννήθηκε για να φτιάξει, κι ας μας έχει δώσει ήδη ένα αριστούργημα του μεγέθους του “Enemy”.
Προσωπικά μιλώντας, δεν υπήρξε (και το βλέπω πολύ δύσκολο να υπάρξει) σημαντικότερη κινηματογραφική στιγμή μέσα στο 2017.