Είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι ο Στίβεν Σπίλμπεργκ έρχεται συχνά αντιμέτωπος με κρίσεις κινηματογραφικού παλιμπαιδισμού. Τελευταίο κρούσμα αυτού υπήρξε το προ πενταετίας «The Adventures of Tin Tin». Σε κάθε τέτοια του στάση όμως, ο Σπίλμπεργκ βρίσκει την ευκαιρία να αναπτύξει και ένα ακόμα κινηματογραφικό στοιχείο, συνοδεύοντας έτσι τη φυγή του από τις δύσκολες ιστορίες με ένα μικρότερης ή μεγαλύτερης εμβέλειας πείραμα.
Το «BFG» δε σηματοδοτεί την πρώτη φορά που ο υπερεπιτυχημένος δημιουργός χρησιμοποιεί animation, αλλά αναμφίβολα την πιο καινοτόμα χρήση αυτού. Βέβαια, είναι σαφές σε κάθε σημείο της ταινίας ότι η έμφαση έχει δοθεί στο εικαστικό αποτέλεσμα, το οποίο έχει καταστεί αυτοσκοπός του φιλμ, αφαιρώντας τα πρωτεία από την ιστορία και υποβιβάζοντάς την σε απλό ονειρικό παραμύθι. Παρόλ’ αυτά, όπως ήταν αναμενόμενο, αισθητικά το έργο είναι μυσταγωγικό. Ο κόσμος των γιγάντων ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του θεατή και τον αναγκάζει να υποκλιθεί στο μεγαλείο του Σπίλμπεργκ, αφού πρώτα αφήσει τον ενήλικο εαυτό του εκτός της (κατά προτίμηση θερινής) κινηματογραφικής αίθουσας.
Η ταινία αποτελείται από δύο μέρη, σαφώς διαχωρισμένα και εντελώς διαφορετικά ως προς τη στοχοθεσία του. Στο πρώτο, η μικρή Σόφι και ο Iγνωρίζονται και η τυχερή νεαρά έχει την ευκαιρία για μια μοναδική ξενάγηση στη Γιγαντοχώρα, με τον γλυκύτατο πρωταγωνιστή στο πρώτο πλάνο και τους τραμπούκους και σκοτεινούς υπόλοιπους Γίγαντες στο φόντο. Χάρη στον αξιαγάπητο Γίγαντα, η Σοφί ταξιδεύει και στον κόσμο των ονείρων, στον οποίο απασχολείται εκείνος, «μαζεύοντας» τα όνειρα και στέλνοντάς τα στους ανθρώπους. Σε αυτό το μέρος μπορεί κανείς να απολαύσει την μοναδική φαντασία του Σπίλμπεργκ σε πλήρη έκταση: Μαγικές εικόνες, ονειρικά τοπία, κουβέντες γεμάτες προεκτάσεις που ταιριάζουν σε ένα παραμύθι συνθέτουν ένα τρυφερό χάδι στην ψυχή του θεατή, ο οποίος αφήνεται πρόθυμα στην αγαλλίαση που απλόχερα του προσφέρεται.
Στο δεύτερο μέρος παίρνει τα σκήπτρα η κωμική πλευρά του εγχειρήματος, αλλάζοντας πλήρως το ρυθμό και το μοτίβο του φιλμ. Το πράγμα παίρνει μια αναπάντεχη τροπή και ο Σπίλμπεργκ αποφασίζει να προσθέσει ηχηρές καλτ νότες αγγλικού χιούμορ στο έργο του. Το κάνει βέβαια με επιτυχία, καθώς αυτό καθ’ αυτό το δεύτερο σκέλος είναι καλογυρισμένο και μετρημένο, όμως δεν έχει την απαιτούμενη επικοινωνία με το πρώτο. Η ανάλαφρη νότα που καλώς έφερε ο Αμερικανός στο τέλος, μοιάζει να ήρθε νωρίτερα, να έκατσε για περισσότερη ώρα και, ως πλήρως αβανταδόρικη, να σάρωσε το θεσπέσιο πρώτο μέρος.
Δεν περίμενε κανείς από τον Στίβεν Σπίλμπεργκ μια ταινία που θα αλλάξει τον κόσμο με τις ρηξικέλευθες ιδέες της. Εν προκειμένω όμως, ο Αμερικανός πήρε ένα παραμύθι και το μετέτρεψε σε παιδικό, μολονότι το αρχικό του υλικό προσφερόταν και για μεγαλύτερη εμβάθυνση. Πέραν τούτου, υπάρχουν ορισμένα κενά στο σενάριο, που ο θεατής μεν προτίθεται να συγχωρήσει αλλά δεν περιμένει και από μια ταινία με την συγκεκριμένη σκηνοθετική υπογραφή. Αυτά, μαζί με την αναπάντεχη εύκολη τροπή της ιστορίας, μαρτυρούν μια κάποια προχειρότητα, η οποία είναι αναμενόμενη δεδομένου του περσινού μεγαλεπήβολου «Bridge of Spies», αλλά δυστυχώς, όταν κανείς έχει αγγίξει τα επίπεδα του Σπίλμπεργκ, έχει ο ίδιος υποχρεώσει τους θεατές να μην του χαρίζονται.
Ακόμα και έτσι όμως, με τα σαφή και προφανή ελαττώματα, υπάρχει μια σειρά λόγων να δει κανείς το «BFG» και να αφεθεί στη μαγεία του. Πρώτον, ο Σπίλμπεργκ είναι ο απόλυτος άρχοντας της εικόνας στην ιστορία του αμερικανικού σινεμά, αυτό είναι σαφές εδώ ίσως περισσότερο από ποτέ. Η φαντασία αυτού του ανθρώπου, σε συνδυασμό με την πρωτοφανή σκηνοθετική του αντίληψη, αρκούν για να μετατρέψουν ένα μέτριο εγχείρημα σε ένα κινηματογραφικό ταξίδι, ελλιπές αλλά και πολύτιμο.
Δεύτερον, δεν υπάρχει κανένας καλός λόγος να αρνηθεί ένας σινεφίλ λίγη ποιοτική διασκέδαση. Η σχέση ενός ορκισμένου σινεφίλ με τον Σπίλμπεργκ είναι ταραχώδης: ξεκινά να ασχολείται με το σινεμά εξαιτίας κάποιας ιστορικής ταινίας του, τον αποθεώνει, στη συνέχεια τον αντιπαθεί γιατί παρά το ταλέντο του επιμένει να πλατσουρίζει στα ρηχά ως προς το περιεχόμενο και τέλος αποδέχεται ότι δεν είναι όλοι οι δημιουργοί υποχρεωμένοι να φλερτάρουν με τα υπαρξιακά βάθη και του παρέχει άφεση αμαρτιών, σεβόμενος του σπάνιο ταλέντο του.
Αν τα παραπάνω δεν είναι αρκετά πειστικά, υπάρχει ένας τελευταίος λόγος. Τρίτον και καλύτερον, λοιπόν, τα αδιανόητα υπέροχα αγγλικά που μιλάει ο Γίγαντας. Ακόμα και αν κάποιος θεωρήσει ότι όλη η ταινία περνάει και δεν ακουμπάει, δε μπορεί να μη λυγίσει μπροστά στην εξαιρετική φωνητική ερμηνεία του Μαρκ Ράιλανς που προφέρει συνεχώς λάθος εκφράσεις με τον πιο γλυκό τρόπο, αποτελώντας έτσι και την απόλυτη δοκιμασία για οποιονδήποτε μεταφραστή.