Σκηνοθεσία: Φέλιξ βαν Χρούνινχεν
Παίζουν: Στιβ Καρέλ, Τιμοτέ Σαλαμέ, Μόρα Τίρνεϊ, Έιμι Ράιαν
Διάρκεια: 118′
Ελληνικός τίτλος: “Ένα Όμορφο Αγόρι”
Ο Ντέιβιντ Σεφ είναι ένας ανεξάρτητος επιτυχημένος δημοσιογράφος που ζει με τη σύζυγό του, τα δύο τους παιδιά και τον Νικ, το παιδί από τον πρώτο του γάμο, σ’ ένα όμορφο προαστιακό νεϋορκέζικο σπίτι. Η οικογένειά του μοιάζει να συνέχεται από υγιείς και ισχυρούς δεσμούς και να απολαμβάνει τη μεσοαστική ισορροπία, ενώ ο Νικ διατηρεί άρτιες σχέσεις και με τη φυσική του μητέρα που ζει στο Λος Άντζελες. Πατέρας και πρωτότοκος γιος διατηρούν μία έντονη ψυχική επαφή ∙ ο Νικ θέλει να βαδίσει σ’ έναν δρόμο όμοιο με του πατέρα του και να γίνει συγγραφέας, ενώ οι δυο τους μοιράζονται τα πάντα, ώσπου η σταδιακή γιγάντωση του εθισμού του νεαρού στα ναρκωτικά ανατρέψει σαρωτικά τις ισορροπίες.
Ο Φέλιξ Βαν Χρούνινχεν, περνώντας για πρώτη φορά τον Ατλαντικό έξι χρόνια μετά τα «Ραγισμένα Όνειρα» που τον έφεραν μέχρι τις οσκαρικές υποψηφιότητες, διατηρεί ακέραιο το αφηγηματικό του ύφος δίχως να επηρεάζεται από την αλλαγή γλώσσας, την ύπαρξη ηθοποιών παγκόσμιας εμβέλειας στο καστ του ή την αλλαγή χώρας παραγωγής. Επιστρατεύει άλλωστε δύο βασικούς και μόνιμους συνεργάτες του, τον διευθυντή φωτογραφίας Ρούμπεν Ίμπενς και τον μοντέρ Νίκο Λόινεν, οι οποίοι κουρδίζουν ουσιαστικά όλο το φιλμ μαζί με το προσεγμένο σάουντρακ που περιλαμβάνει κομμάτια μεταξύ άλλων του Νιλ Γιάνγκ και των Pavlov’s Dog (τον τίτλο άλλωστε τον δανείζεται από το άσμα του Τζον Λένον), και πετυχαίνει να φέρει την ιστορία στα μέτρα του, αντί να χωρέσει ο ίδιος στα (αμερικανικά) δικά της.
Έτσι, το «Ένα Όμορφο Αγόρι» καταφέρνει να υπερβεί πολλές από τις συμβάσεις του σύγχρονου ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά. Η κάμερα είναι ως επί το πλείστον σταθερή, το μοντάζ είναι οξύ και νευρικό, ενώ ακόμα και η αισθητική τελειότητα του φιλμ δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά καθρέφτη της ζωής του Νικ. Ο εφιάλτης του γεννήθηκε μέσα σε συνθήκες ηρεμίας και οικογενειακής θαλπωρής. Αν μπορούσε ποτέ κανείς να κρίνει ως εξωτερικός παρατηρητής τον Ντέιβιντ σαν πατέρα και σύντροφο, πιθανότατα θα σχημάτιζε πολύ θετική εικόνα για τη στάση και τη συμπεριφορά του. Η σύζυγός του έχει συμπεριφερθεί στον Νικ με την άδολη αγάπη που παραπέμπει σε βιολογική γονική σχέση. Και όμως, ακόμα και σε αυτές τις στέρεες καταστάσεις, ο εθισμός στις ναρκωτικές ουσίες μπορεί να τρυπώσει και να διαλύσει συθέμελα κάθε κατάκτηση της οικογενειακής επικοινωνίας.
Παρότι στο φιλμ του Φλαμανδού δημιουργού κυριαρχούν τα διαλογικά μέρη, περισσότερη σημασία έχουν όσα ποτέ δεν λέγονται ρητά αλλά βρίσκουν το δρόμο τους προς τον θεατή μέσα από απελπισμένες δηλώσεις της γλώσσας του σώματος, άδεια βλέμματα και σιωπές. Εκκινώντας από την αληθινή ιστορία των Σεφ και αντλώντας υλικό από τα απομνημονεύματα τόσο του πατέρα όσο και του γιου, ο Βαν Χρούνινχεν υιοθετεί στο μεγαλύτερο μέρος την οπτική γωνία του πατέρα, φωτίζοντας μέσα από τις δικές του ενέργειες αυτόν τον κύκλο της αέναης επιστροφής στην κόλαση. Η σχέση του Ντέιβιντ με τον Νικ, από εκεί που αποτελούσε έναν παράγοντα συναισθηματικής αποφόρτισης και ειλικρινούς επαφής στη ζωή αμφοτέρων, σηματοδοτεί πλέον το πεδίο έκφρασης των εκατέρωθεν συμπλεγμάτων.
Από την πλευρά του Ντέιβιντ, ο φόβος για το κοινωνικό στίγμα του «ναρκομανούς άσωτου» γιου. Η μάταιη αναζήτηση των αιτιών και των αφορμών που οδήγησαν το τέκνο του σε αυτό το δρόμο. Μα πάνω από όλα η εσωτερίκευση του εθισμού του τέκνου με τη μορφή της καθηλωτικής γονικής αποτυχίας. Ακόμα και οι ευθύνες που επιρρίπτει ο Ντέιβιντ κατά παντός δικαίου και αδίκου, η απογοήτευση που νιώθει για την πτώση από τον παράδεισο του έφηβου γιου του, είναι απονενοημένες απόπειρες να απαλύνει τον δικό του πόνο για αυτό που θεωρεί ως την ύστατη προσωπική του καταδίκη: την αδυναμία του να βοηθήσει τον γιο του, την οποία ρητά και σπαρακτικά δηλώνει προς τη σύζυγό του στην πιο δυνατή στιγμή της ταινίας.
Στον αντίποδα του Ντέιβιντ, ο Νικ είναι βυθισμένος σε μία αιώνια επιστροφή στον εφιάλτη, η οποία δίνει και το πραγματικό τέμπο της ταινίας. Κάθε του απόπειρα να ελευθερωθεί καταρρέει αργά ή γρήγορα, πλημμυρίζοντάς τον με ακόμη περισσότερες ενοχές για όλη την αγάπη που του προσφέρεται απλόχερα αλλά αδυνατεί να δεχθεί. Αισθάνεται υπεύθυνος για την οικογενειακή οδύνη που προκαλεί, τη διάρρηξη της σχέσης με τον πατέρα. Δεν μπορεί να επιρρίψει πουθενά τις ευθύνες και φυλάει όλη την κατακραυγή για τον εαυτό του. Τοποθετημένος καταμεσής ενός πύρινου φαύλου κύκλου, μία ηττημένη ψυχή μέσα σε ένα κορμί που αρνείται πεισματικά να παραιτηθεί από τον αγώνα.
Στο έργο του βαν Χρόνινχεν, ουδείς υποκρίνεται ότι μπορεί να αντιληφθεί με ακρίβεια, ή έστω να προσεγγίσει τις γενεσιουργούς συνθήκες του εθισμού του Νικ στα ναρκωτικά. Δεν είναι οι μισάνθρωποι καταθλιμμένοι συγγραφείς που διάβαζε, ούτε η μουσική των Νιρβάνα που απολάμβανε στα προεφηβικά του χρόνια. Ούτε τα όποια ανθρώπινα λάθη στη διαπαιδαγώγησή του ή οι κακές παρέες. Είναι ένα κενό στο στήθος του που δεν έλεγε να γεμίσει ούτε με όλη την αγάπη του κόσμου, και το πώς γεννήθηκε απομένει στις εικασίες του θεατή. Γιατί ο Βέλγος δημιουργός ενδιαφέρεται για τη διαχείριση του ανείπωτου πόνου και του ανεξίτηλου τραύματος, κοιτώντας την ιστορία του με μία ανεπιτήδευτη τρυφερότητα.